Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Σύμβουλος Επιχειρηματικού Σχεδιασμού
Επέλεξα σήμερα να γράψω το άρθρο αυτό, με αφορμή την χωρίς όριο, πλέον, φυγή πολλών Ελληνικών επιχειρήσεων από την Ελληνική αγορά και την απόφαση ενός μεγάλου μέρους του εγχώριου ανώτερα ειδικευμένου εργατικού δυναμικού να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, αλλά κυρίως, παρ’ όλη την καθολική αποτυχία τους μέχρι σήμερα, τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή οικονομία, έχοντας μαζί μου την πολύτιμη βοήθεια ενός νομπελίστα οικονομολόγου, του J. Stiglitz και τις απόψεις του για τους διεθνείς οργανισμούς, θεσμούς και γενικότερα παγκοσμιοποίηση.
Κατά τον J. Stiglitz, στην εργασία του με τίτλο «Globalism’s Discontents», ιστορικά, οι περισσότερες από τις διαταραχές στις ροές κεφαλαίων προς και από μια χώρα δεν είναι τόσο αποτέλεσμα των παραγόντων στο εσωτερικό της όσο αποτέλεσμα σημαντικών διαταραχών που αναπτύσσονται από επιρροές έξω από αυτή.
Οι μικρές αναπτυσσόμενες χώρες είναι σχεδόν αδύνατον να αντέξουν στις όποιες εξωτερικές αστάθειες. Ο νομπελίστας οικονομολόγος, περιγράφει την απελευθέρωση των κεφαλαίων, που επιβάλλεται, κάνοντας την εξής μεταφορά: Παρομοιάζει τις μικρές χώρες με μικρές βάρκες. Με την απελευθέρωση των κεφαλαίων είναι σαν να τις αφήνεις χαλαρές σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ακόμα και αν οι βάρκες έχουν καλό καπετάνιο και είναι στέρεες και καλοτάξιδες, το πιο πιθανό είναι να χτυπηθούν από ομοβροντία μεγάλων κυμάτων και να ανατραπούν. Το ΔΝΤ ωθεί τις μικρές βάρκες να ξεκινήσουν να ταξιδεύουν στα πιο δύσκολα σημεία της φουρτουνιασμένης θάλασσας, χωρίς να είναι αξιόπλοες, με ανεκπαίδευτο κυβερνήτη και πλήρωμα αλλά και χωρίς σωσίβια.
Με τον ίδιο τρόπο που σε μια παγκόσμια οικονομία με την απελευθέρωση των κεφαλαίων υπάρχει έντονη κινητικότητα κεφαλαίων, υπάρχει και κινητικότητα ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Οι εργαζόμενοι που θα ανησυχήσουν για την ποιότητα της εκπαίδευσης των παιδιών τους, την υγειονομική περίθαλψη της οικογένειάς τους, την ποιότητα του περιβάλλοντός και των μισθών τους και των συνθηκών εργασίας, θα μετακινηθούν αλλού.
Την ίδια στιγμή, η απελευθέρωση των κεφαλαίων δεν καθιστά δυνατή την ανάπτυξη, καθώς πώς μπορεί κανείς να χτίσει εργοστάσια ή να δημιουργήσει θέσεις εργασίας με χρήματα που μπορεί να κινηθούν εν μία νυχτί, χωρίς κανένα περιορισμό, μέσα και έξω από την χώρα;
Στις ανεπτυγμένες χώρες τα προστατευτικά κοινωνικά δίχτυα ασφαλείας είναι αδύναμα ή ανύπαρκτα μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων όπως και στον αγροτικό τομέα. Αλλά αυτά είναι οι κυρίαρχοι τομείς στις αναπτυσσόμενες χώρες. Χωρίς τα κατάλληλα προστατευτικά δίχτυα ασφαλείας, οι υφέσεις που προκύπτουν από την απελευθέρωση των κεφαλαίων στην αγορά οδηγούν σε υποβάθμιση. Στο όνομα της επιβολής δημοσιονομικής πειθαρχίας και για να καθησυχάσει τους επενδυτές, το ΔΝΤ απαιτεί πάντοτε τη μείωση των δαπανών, που σχεδόν αναπόφευκτα οδηγεί σε περικοπές στις δαπάνες για τα προστατευτικά κοινωνικά δίχτυα ασφαλείας που είναι ήδη φθαρμένα.
Παράλληλα, αν οι χώρες προσπαθήσουν να φορολογήσουν το κεφάλαιο αυτό μετακινείται αμέσως αλλού. Έτσι, το δόγμα του ΔΝΤ οδηγεί αναπόφευκτα σε αύξηση των φορολογικών βαρών για τους φτωχούς και τη μεσαία τάξη. Οπότε, ενώ με τη βοήθεια του ΔΝΤ επιτρέπεται στους πλούσιους να πάρουν τα χρήματά τους από τη χώρα με ευνοϊκότερους όρους (υπερτιμημένες ισοτιμίες), το βάρος της αποπληρωμής των δανείων πέφτει στους εργαζόμενους οι οποίοι παραμένουν πίσω.
Από την άλλη πλευρά, η απελευθέρωση της αγοράς υποτίθεται ότι θα οδηγήσει σε μετακίνηση πόρων από τους αναποτελεσματικά προστατευμένους τομείς της οικονομίας σε πιο αποτελεσματικούς τομείς, των εξαγωγών. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι η καταστροφή έρχεται πριν από τη δημιουργία θέσεων εργασίας – με αποτέλεσμα την ανεργία και την φτώχεια – αλλά ότι «τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής» του ΔΝΤ (σχεδιασμένα με τρόπο που υποτίθεται ότι θα καθησυχάσει τους διεθνείς επενδυτές) κάνουν τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σχεδόν αδύνατη. Τα προγράμματα αυτά συχνά συνοδεύονται από υψηλά επιτόκια που δικαιολογούνται από μια εμμονή στον πληθωρισμό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανησυχούν ότι οι μικρές αυξήσεις των επιτοκίων θα αποθαρρύνουν τις επενδύσεις.
Το ΔΝΤ, όμως, έχει ωθήσει για πολύ υψηλότερα επιτόκια χώρες με πολύ λιγότερο φιλόξενο επενδυτικό περιβάλλον. Τα υψηλά επιτόκια σημαίνει ότι δεν δημιουργούνται νέες θέσεις απασχόλησης ούτε και επιχειρήσεις. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η απελευθέρωση της αγοράς, αντί να βοηθήσει τη μετακίνηση των εργαζομένων από θέσεις εργασίας χαμηλής σε υψηλής παραγωγικότητας, τους μετακινεί από θέσεις εργασίας χαμηλής παραγωγικότητας κατευθείαν στην ανεργία. Αντί να ενισχύσει την ανάπτυξη, το αποτέλεσμα είναι να αυξήσει τη φτώχεια. Για να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα, η απελευθέρωση του εμπορίου αναγκάζει τις φτωχές χώρες να ανταγωνίζονται, από τη μια, την υψηλή σε επιδότηση αμερικανική και ευρωπαϊκή γεωργία και από άλλη, την υπερβολικά χαμηλή σε κόστος Κίνα.
Επίσης, κατά τον Stiglitz, δεν είναι ζητούμενο η αποπληρωμή του χρέους αλλά η μείωση του. Διότι αν τα χρέη αποπληρώνονταν, θα είχαμε πλήγμα στην οικονομία και μη κυκλοφορία του χρήματος. Επίσης το χρέος είναι ένα μέσο ελέγχου του δανειστή στον οφειλέτη, μέσω της επιβολή των δικών του κανόνων και απαιτήσεων και του ελέγχου και της παρέμβασης, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να χαθούν τα δανεισμένα χρήματα.
Από τις χώρες του κόσμου, εκείνες στην Ανατολική Ασία έχουν επιτύχει ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και καταφέρει να μειώσουν την φτώχεια. Το έκαναν, με έμφαση, μέσω της παγκοσμιοποίησης. Η ανάπτυξή τους έχει βασιστεί στις εξαγωγές – με την αξιοποίηση της παγκόσμιας αγοράς για τις εξαγωγές αλλά και παράλληλα καλύπτοντας το τεχνολογικό τους χάσμα. Δεν ήταν μόνο τα κενά σε κεφάλαια και άλλους πόρους που ξεχώριζε τις ανεπτυγμένες από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, αλλά οι διαφορές στη γνώση. Χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας εκμεταλλεύτηκαν την «παγκοσμιοποίηση της γνώσης» για τη μείωση των ανισοτήτων αυτών.
Οι χώρες αυτές έχουν καταφέρει την παγκοσμιοποίηση από μόνες τους – χωρίς τη μεσολάβηση του ΔΝΤ -, και έχουν, σε μεγάλο βαθμό, εξασφαλίσει ότι αποκόμισαν τεράστια οφέλη και ότι τα οφέλη αυτά κατανεμήθηκαν δίκαια και αποτελεσματικά.
Για τον Stiglιtz οι Σκανδιναβικές χώρες (Σουηδία, Νορβηγία) ήταν σε καλό δρόμο όσον αφορά την προστασία τους διότι, πλέκουν ένα ισχυρό κοινωνικό προστατευτικό δίχτυ, επενδύοντας στην παιδεία και στην έρευνα, κάνοντας έτσι ανταγωνιστική και παραγωγική την κοινωνία τους, προσελκύοντας έτσι νέες επενδύσεις. Αυτή θεωρεί ότι είναι η καλύτερη λύση για να βγει μια χώρα από το οικονομικό αδιέξοδο και οι επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς, μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμο όφελος, όμως είναι αποδοτικό και θέτει σταθερές βάσεις ανάπτυξης. Το αρνητικό, στην περίπτωση των Σκανδιναβικών χωρών, είναι ότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει επικρατήσει και ξεπεράσει την πολιτική παγκοσμιοποίηση.
Στην τρέχουσα διαδικασία της παγκοσμιοποίησης έχουμε ένα σύστημα που ο Stiglιtz αποκαλεί παγκόσμια διακυβέρνηση χωρίς παγκόσμια κυβέρνηση. Διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, και άλλοι παρέχουν ένα πολύ εξειδικευμένο σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης, αλλά αυτό απέχει πολύ από την παγκόσμια κυβέρνηση και στερείται δημοκρατικής λογοδοσίας. Αν και είναι ίσως προτιμότερο από να μην υπάρχει κανένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης, το σύστημα δεν είναι δομημένο για να εξυπηρετεί κοινά συμφέροντα ή να εξασφαλίζει δίκαια αποτελέσματα.
Σήμερα η λογική η οποία επιδιώκεται μέσα από το μνημόνιο και το ΔΝΤ είναι πως η Ελληνική οικονομία θα μπορέσει να δουλέψει για την παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, ενώ θα έπρεπε να επιδιώκεται το ακριβώς αντίθετο – αυτό που έκαναν οι χώρες της Ανατολικής Ασίας -, δηλαδή αν, πως και κατά πόσο η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και παγκοσμιοποίηση μπορούν να δουλέψουν για την Ελληνική οικονομία.
Ο οικονομολόγος John Meynard Keynes, γράφοντας το 1930 το “Economic Possibilities for our Grandchildren” [“Οικονομικές δυνατότητες για τα εγγόνια μας”], εξέφραζε την ελπίδα ότι: «όταν η συσσώρευση πλούτου δεν θα έχει πια μεγάλη κοινωνική σημασία, θα συντελεστούν μεγάλες αλλαγές στον κώδικα ηθικής. Θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από πολλές ψευτοηθικές αρχές, οι οποίες μας ταλαιπωρούν εδώ και διακόσια χρόνια και με βάση τις οποίες αναγάγαμε τα πιο απωθητικά ανθρώπινα γνωρίσματα στη θέση των υψηλότερων αρετών. Θα γίνουμε ικανοί και θα τολμάμε να αξιολογούμε το κίνητρο του χρήματος στην αληθινή αξία του. Θα αντιλαμβανόμαστε την αγάπη για το χρήμα ως ιδιοκτησία – σε αντίθεση από την αγάπη για το χρήμα ως μέσο για τις απολαύσεις και τις πραγματικότητες της ζωής – στην πραγματική διάσταση, ως μια κάπως αηδιαστική νοσηρή κατάσταση, μια από εκείνες τις ημιεγκληματικές και ημιπαθολογικές κλίσεις τις οποίες αναθέτουμε ανατριχιάζοντας στους ειδικούς για τις ψυχικές νόσους. Τότε θα είμαστε επιτέλους ελεύθεροι να απορρίψουμε όλων των ειδών τα κοινωνικά έθιμα και οικονομικές πρακτικές που επηρεάζουν τη διανομή του πλούτου και των οικονομικών ανταμοιβών και τιμωριών, τα οποία τώρα τα διατηρούμε με οποιοδήποτε κόστος, όσο απωθητικά και άδικα και αν είναι, επειδή είναι τρομερά χρήσιμα για να προωθούν τη συσσώρευση κεφαλαίου».
Τέλος, στο βαρυσήμαντο έργο του General Theory of Employment, Interest and Money, παραθέτει “τον παράξενο, αδίκως παραμελημένο προφήτη Silvio Gessel”, ο οποίος πριν από πολύ καιρό πρότεινε τη δημιουργία μορφών ημιχρήματος οι οποίες οξειδώνονται όταν δεν χρησιμοποιούνται. Η θεμελιακή ανισότητα ανάμεσα στα εμπορεύματα (αξίες χρήσης) που φθείρονται και στη χρηματική μορφή (ανταλλακτική αξία) που δεν φθείρεται πρέπει να διορθωθεί. «Μόνο το χρήμα που γίνεται ξεπερασμένο όπως μια εφημερίδα, σαπίζει όπως οι πατάτες, εξατμίζεται όπως ο αιθέρας μπορεί να αντέξει στη δοκιμασία ως εργαλείο ανταλλαγής πατατών, εφημερίδων, σιδήρου και αιθέρα», έγραφε ο Gessel. Αυτό είναι εφαρμόσιμο με το ηλεκτρονικό χρήμα που χρησιμοποιείται στις μέρες μας κατά τρόπους που δεν ήταν εφικτοί προηγουμένως. Ένα χρονοδιάγραμμα οξείδωσης θα μπορούσε να εγγράφεται στους νομισματικούς λογαριασμούς έτσι ώστε χρήματα που δεν χρησιμοποιήθηκαν (όπως αεροπορικά μίλια που δεν χρησιμοποιήθηκαν) να διαλύονται μετά από ορισμένη χρονική περίοδο. Αυτό κόβει τον δεσμό ανάμεσα στο χρήμα ως μέσο κυκλοφορίας και το χρήμα ως μέσο αξιών και ως μέσο αποθήκευσης αξιών.
Φωτογραφία: shoah.org.uk