Ο 74χρονος σήμερα Γιώργος Κεραμίδας εργάστηκε ως χρυσοχόος και ωρολογοποιός κοντά στο μισό αιώνα. Έφηβος ακόμη όταν πρωτοξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη, μέχρι το 2001 που συνταξιοδοτήθηκε, πέρασε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του επιδιορθώνοντας ρολόγια, μία τέχνη που αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Ένας από τους παλιότερους ρολογάδες του Βόλου θυμήθηκε χαρακτηριστικές εικόνες του επαγγέλματος, με αφορμή και την πρόσφατη βράβευσή του μαζί με αρκετούς παλαιούς συναδέλφους από τον τοπικό Σύλλογο Χρυσοχόων και Ωρολογοποιών.
Ο συνταξιούχος, πλέον, ωρολογοποιός γύρισε πίσω το χρόνο και θυμήθηκε πώς ξεκίνησε να ασχολείται αρχικά με το κόσμημα και τη μεταπήδησή του στον τομέα της επισκευής ρολογιών. «Γεννήθηκα στην Αργαλαστή. Η οικογένειά μου βρέθηκε στο Πήλιο λόγω της Κατοχής. Ο πατέρας μου λειτούργησε καφενείο στην Αργαλαστή, αλλά μετά την απελευθέρωση επιστρέψαμε στο Βόλο. Το πατρικό μου σπίτι ήταν στην οδό Μηλεών, ένα στενάκι πίσω από την Πυροσβεστική. Τα γράμματα τα έβλεπα «βαριά», δεν ήθελα να συνεχίσω στο γυμνάσιο και να έχω σκοτούρες από τα μαθήματα», εξομολογήθηκε χαμογελώντας, για να συμπληρώσει: «Από μικρή ηλικία έπιαναν τα χέρια μου. Παιδάκι ήμουν και μαστόρευα τα παιχνίδια μου, όταν εκείνα χαλούσαν. Μία μέρα είχα ένα ρολόι στο σπίτι και παιδευόμουν να το φτιάξω. Με πλησίασε ο αδερφός μου και μου είπε: Γιατί δεν πας να γίνεις ρολογάς; Έτσι παρακινήθηκα κι έγινε η αρχή. Ξεκίνησα στις 28 Σεπτέμβρη 1955. Μέχρι σήμερα θυμάμαι την πρώτη ημέρα που πήγα για δουλειά. Με έστειλαν να μάθω την τέχνη στο κατάστημα του Θεόδωρου Περεντίδη στην Ιωλκού, ο πατέρας του Γιάννη που είναι τώρα. Ήμουν 13 χρονών τότε».
Στη συνέχεια ο κ. Γιώργος Κεραμίδας αναφέρθηκε στις συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη: «Στην αρχή δούλεψα με κόσμημα. Έμαθα χρυσοχόος. Όμως, καμία σχέση το τότε με το σήμερα. Είχε απίστευτη μουτζούρα, π.χ. για να γυαλίσεις το χρυσό ήθελε παίδεμα. Τότε δουλεύαμε το χρυσό κυριολεκτικά με πρωτόγονα μέσα. Για παράδειγμα στα αντρικά δαχτυλίδια, βγάζαμε το καλούπι στο σουπιοκόκκαλο, όσο παράξενο κι εάν ακούγεται σήμερα. Παίρναμε τον σκελετό από τις σουπιές, τον κόβαμε στη μέση και ισιάζαμε τις πίσω πλευρές, Μετά το χαράζαμε για να μη φύγει από τα ζύγια του, φτιάχναμε ένα χωνί κι αφού λιώναμε το χρυσό το ρίχναμε μέσα. Αυτή την τεχνική την έμαθα στο γιο μου τον μικρό. Έφτιαξε αρκετά αντικείμενα έτσι, για εξάσκηση κυρίως. Να μάθει πέντε πράγματα».
Το επόμενο βήμα ήταν η ενασχόλησή του με την ωρολογοποιία, με τον κ. Κεραμίδα να σημειώνει: «Όταν πρωτοξεκίνησα, δουλεύαμε τα κοσμήματα με παραγγελίες ως επί το πλείστον. Έτσι στράφηκα στα ρολόγια, είχαν περισσότερο χαρτζιλίκι, σαν παιδί που ήμουν. Τότε δουλεύαμε μάρκες όπως τα Omega και τα Tissot, τα Seiko ήρθαν αργότερα. Εμπειρικά έμαθα να φτιάχνω ρολόγια, αλλά το έκανα με πολύ μεράκι».
Στον Περεντίδη ως μαθητευόμενος έμεινε πέντε χρόνια, την περίοδο 1961-1981 εργάστηκε στο χρυσοχοείο του Πρίντζια, ενώ το 1981 άνοιξε δικό του κατάστημα, στη συμβολή των οδών Σπυρίδη και Δημητριάδος, στο οποίο από το 2001 που ο ίδιος βγήκε στη σύνταξη, τον διαδέχθηκαν οι δύο γιοι του. «Εργάστηκα συνολικά 45 χρόνια. Μου άρεσε, όμως, το επάγγελμα. Άλλωστε, ο χρυσός δεν χάνει ποτέ την αξία του, παρά τα απότομα σκαμπανεβάσματα που έχει κατά καιρούς στην τιμή του», κατέληξε ο κ. Κεραμίδας.