Με μοναδικό στόχο μια επίπλαστη ηρεμία στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ σε μια περίοδο μεγάλων εντάσεων και με το κομματικό ακροατήριο βαθύτατα διαιρεμένο ο Αλέξης Τσίπρας σύρθηκε σε μια απόφαση συγκερασμού των αντίθετων απόψεων, επιλέγοντας την μικρότερη ξεφτίλα.
Δηλώνει «παρών» στην ψηφοφορία για την κύρωση τη συμφωνίας ΑΟΖ με την Αίγυπτο και, ταυτόχρονα, επιλέγει να αιτηθεί ονομαστική ψηφοφορία για να μαντρώσει, δια της ατομικής δημόσιας στάσης τους, τους βουλευτές του.
Του Χρήστου Υφαντή
Είναι ένας εύσχημος τρόπος να αποφύγει σε ένα τόσο σημαντικό εθνικό θέμα την επιβολή της κομματικής πειθαρχίας, εξέλιξη που θα τον καθιστούσε καταγέλαστο στο ίδιο το κόμμα του και θα επιβεβαίωνε ότι δεν το ελέγχει, ούτε μπορεί να το καθοδηγήσει επαρκώς.
Η ονομαστική ψηφοφορία αποτελεί μια έμμεση παραδοχή του μπάχαλου που βιώνει ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ και στα εθνικά θέματα (είχαν προηγηθεί ανάλογα με την αυτοκριτική της διακυβέρνησης της χώρας και τη συμμαχία με τον Καμμένο), καθώς, ναι μεν συσπειρώνει την κοινοβουλευτική ομάδα στη λογική « ο φόβος φυλάει τα έρμα», αλλά, ταυτόχρονα, επιτρέπει στον πρόεδρο να κερδίσει χρόνο για να δώσει τις εσωκομματικές μάχες σε περισσότερα πρόσφορα εδάφη για τον ίδιο και την ηγετική του ομάδα.
Όσα προηγήθηκαν στο εσωκομματικό παιχνίδι για να διαμορφωθεί η τελική θέση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να είναι σε θέση ο Τσίπρας να την εκφωνήσει στη Βουλή, αποδεικνύουν ότι το κόμμα είναι πλήρως συνδιοικούμενο, με περισσότερους του ενός ιδιοκτήτες που διαγκωνίζονται για την καρέκλα και τον προσανατολισμό του με όρους που αναφέρονται ακόμη στον αριστερό μεσαίωνα.
Πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μεγάλος χαμένος της ψηφοφορίας, με τη ζημιά να μην περιορίζεται με τις κορώνες περί «προδοσίας» ή με την άσκηση ακραίας και άκρατης κριτικής στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες για τη συμφωνία με την Αίγυπτο.
Η εικόνα ενός πολιτικού κόμματος που κυβέρνησε τη χώρα να τίθεται αυτόβουλα στο πολιτικό περιθώριο και να συναγελάζεται με τους υπόλοιπους χαβαλέδες της καθ’ ημάς αριστεράς θολώνει εξαιρετικά το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα σχετικά με τη στροφή στη σοσιαλδημοκρατία και την ανάγκη μιας «μεγάλης και κυβερνώσας κεντροαριστεράς».
Τοποθετεί τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρόεδρο του στη χορεία των «μεγάλων χορηγών του Κυριάκου Μητσοτάκη» και παίζει επικίνδυνα παιχνίδια με την ένταξη του κόμματο στο συνταγματικό τόξο και στη λίστα των πολιτικών μορφωμάτων που διαθέτουν ισχυρή και παρούσα εθνική συνείδηση.
Το «παρών», ως προϊόν εσωκομματικής γκρίνιας και καμαρίλας και η ονομαστική ψηφοφορία ως εναλλακτική της κομματικής πειθαρχίας φουντώνουν τα σενάρια του σπαρασσόμενου ΣΥΡΙΖΑ, που ετοιμάζεται, εν μέσω συγκλονιστικών πολιτικών και εθνικών εξελίξεων να οργανώσει ένα συνέδριο επανακαθορισμού της φυσιογνωμίας του την ώρα που αυτή έχει ήδη αποδομηθεί σε ακραίο βαθμό και αποτελεί, εν πολλοίς, πεδίο ανεκδοτολογικής ερμηνείας της πολιτικής.
Είναι βέβαιο, στη Βουλή θεωρούνταν απολύτως ορθή η σχετική εκτίμηση, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την ονομαστική ψηφοφορία αποκλειστικά για εσωτερικούς του λόγους. Στην προοπτική αυτή δεν εξέτασε καν τις επιπτώσεις της. Αγνόησε (στην καλύτερη περίπτωση) ή υπέσκαψε (στη χειρότερη) την αδήριτη εθνική ανάγκη να προκύψει άμεση και ευρύτατη ψήφιση των
συμφωνιών, ώστε ο κ. Δένδιας να μετάσχει αύριο σχετικής συνόδου Υπουργών «με τις συμφωνίες ψηφισμένες και με ευρύτερες πλειοψηφίες».
Την τιμή της κεντροαριστεράς διέσωσε η Φώφη Γεννηματά, που αντιλήφθηκε αμέσως την επιζήμια στάση του «παρών» και τα εμπόδια που θα έθετε η πρόκληση «ονομαστικής ψηφοφορίας», δήλωσε πως ψηφίσει τις συμφωνίες, χωρίς να παρέχει λευκή επιταγή στον κ. Μητσοτάκη και έβαλε το ΚΙΝΑΛ στο κάδρο των πολιτικών σχηματισμών που απέκτησαν κι κατοχύρωσαν ρόλο και λόγο στις εθνικές εξελίξεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μην μπορεί να διαχωρίσει τις εσωτερικές του ισορροπίες και τις συγκρούσεις που προκαλούν οι συσχετισμοί από την ανάγκη να πορευτεί, στην ευρύτερη πολιτική πραγματικότητα, με όρους κυβερνητικού κόμματος.
Συγχέει σκόπιμα ή όχι δεν έχει σημασία την εσωκομματική πραγματικότητα με την ελληνική κοινωνία και τη χώρα και βρίσκεται να αντιμετωπίζει συνεχώς διλήμματα που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του και τα οποία αδυνατεί να απαντήσει με όρους κοινωνίας και όχι κόμματος.
Η στάση του στη Βουλή είναι βέβαιο πως θα τον κατατρέχει στο μέλλον και θα προβάλλει ως εμπόδιο στη διάθεση του, ως κόμμα, να απευθυνθεί στον εκλογικό σώμα και να επιχειρήσει να το πείσει για τον εθνικό του χαρακτήρα.
Αλλόφρονες, υπό το κράτος των εσωτερικών συγκρούσεων, αποφάσεις για τη στάση του κόμματος στη Βουλή δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με τεχνητά κοινοβουλευτικά παίγνια, που σε άλλες περιπτώσεις είναι άριστα ως επιλογές, αλλά στα εθνικά θέματα το μόνο που πετυχαίνουν είναι να ρίχνουν νερό στο μύλο των Τούρκων και του Ερντογάν.