«Η Κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει ούτε στα Μέσα Ενημέρωσης ούτε στη δουλειά των δημοσιογράφων. Σέβεται απόλυτα την ανεξαρτησία τους. Όταν απαιτείται, απαντά στα δημοσιεύματά τους και φυσικά δεν ασχολείται με εσωτερικά ζητήματα του κάθε μέσου», αναφέρει σε δήλωση του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, απαντώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στη σχετική ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Στέλιος Πέτσας τονίζει, δε, πως στο «Ινστιτούτο δημοσιογραφίας ΣΥΡΙΖΑ» δεν τα καταλαβαίνουν αυτά και προσθέτει: «γιατί εκείνοι επιχείρησαν να ελέγξουν το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο με τις παράνομες μεθοδεύσεις τους. Είναι εκείνοι που πανηγύριζαν όταν έκλεισε το “Mega”. Eίναι εκείνοι που έβαλαν τοποτηρητή στα “ΝΕΑ”. Είναι εκείνοι που απαιτούσαν να απολυθούν μη-αρεστοί δημοσιογράφοι και έστελναν άλλους στο αυτόφωρο. Και, βέβαια, είναι οι ίδιοι που σε πρόσφατο σποτ συκοφαντούσαν συλλήβδην τους δημοσιογράφους για χρηματισμό».
Καταλήγοντας ο κ. Πέτσας επισημαίνει στη δήλωση του ότι «για μία φιλελεύθερη κυβέρνηση, λοιπόν, η ελευθεροτυπία και η κριτική αποτελούν στοιχεία της δημοκρατίας. Για τους νοσταλγούς του Στάλιν, εχθρούς. Ας μην κρίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ εξ ιδίων τα αλλότρια».
Η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ
«Η λογοκρισία της Έλενας Ακρίτα από τα Νέα γιατί τόλμησε να γράψει επικριτικό άρθρο κατά του κ. Μητσοτάκη αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Η Δήμητρα Κρουστάλλη, δημοσιογράφος επί 30 χρόνια στο Βήμα, που μόνο φιλική προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, παραιτήθηκε καταγγέλλοντας ασφυκτικές πιέσεις από το Μέγαρο Μαξίμου με αφορμή το ρεπορτάζ της για το μπάχαλο με τη διπλή καταγραφή κρουσμάτων.
Η ΕΡΤ του κ. Ζούλα, πρώην διευθυντή του Γραφείου Τύπου του κ. Μητσοτάκη, συνεχίζει το πογκρόμ κατά δημοσιογράφων, σταματώντας αυτή τη φορά την εκπομπή του Πάνου Χαρίτου.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν αρκείται στον οικονομικό εκβιασμό των Μέσων με τα 20 εκατ. ευρώ που έχει μοιράσει χωρίς κριτήρια και διαφάνεια με τη λίστα Πέτσα. Επιχειρεί να επιβάλλει την καθολική φίμωση του Τύπου και κάθε φωνής κριτικής. Σε λίγο θα απαγορεύσει διά νόμου και το ρεπορτάζ, όταν σε αυτό δεν τον αποθεώνουν οι δημοσιογράφοι.
Η δυστοπική πραγματικότητα στον Τύπο, η λογοκρισία και οι προγραφές δημοσιογράφων με εντολή Μητσοτάκη παραπέμπουν σε απολυταρχικά καθεστώτα. Όσο η κυβέρνηση θα βλέπει τη φθορά της από τις αποτυχίες της, τόσο περισσότερο θα βάλλει κατά της ελευθεροτυπίας και, εν τέλει, της Δημοκρατίας».