Όπως έγινε γνωστό από δικαστικές πηγές, μία ανώνυμη επιστολή για το ΚΕΘΕΑ που έφθασε προ 10ημέρου στο γραφείο του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Στέφανου Ζαρκαντζιά προκάλεσε τη διερεύνηση της υπόθεσης σε ποινικό επίπεδο.
Στο επίκεντρο προκαταρκτικής έρευνας, την οποία παρήγγειλε εισαγγελέας προς την υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., βρίσκονται εδώ και λίγες μέρες οι καταγγελίες για τη φερόμενη δράση «παρακυκλώματος» στο ΚΕΘΕΑ Θεσσαλονίκης σχετικά με το πρόγραμμα «Θησέας» στις φυλακές Διαβατών που -μεταξύ άλλων- περιλαμβάνονται σε πολυσέλιδο πόρισμα , στο οποίο έκανε σήμερα αναφορά κι ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας, μιλώντας από το βήμα της Βουλής.
Μετά την επιστολή που φέρεται να σχετίζεται και με τα συμπεράσματα του πορίσματος, ο εισαγγελέας έδωσε εντολή να αναζητηθεί το περιεχόμενό του.
Αφού έλαβε γνώση του περιεχομένου του πορίσματος, ο κ Ζαρκαντζιάς παρήγγειλε από εισαγγελέα πρωτοδικών τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία έχει ανατεθεί ήδη στις Εσωτερικές Υποθέσεις της ΕΛ.ΑΣ. και είναι σε εξέλιξη.
Πόρισμα «βόμβα» του ΚΕΘΕΑ για την κοινότητα Διαβατών
Στην έκθεση της ομάδας εργασίας του ΚΕΘΕΑ για τη Θεραπευτική Κοινότητα Διαβατών, που παραδόθηκε στον Γενικό Διευθυντή του οργανισμού, αποκαλύπτονται μια σειρά από παράνομες δραστηριότητες, που όπως αναφέρεται «μπορούσαν να επιφέρουν μέχρι και τη νομική έγκλιση του ΚΕΘΕΑ».
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που κατατέθηκαν επώνυμα στην ομάδα εργασίας, η οποία αποτελείται από εργαζόμενους του οργανισμού, μεταξύ άλλων, έρχεται στο φως ότι:
1. Υπήρξε εκτεταμένη και συστηματική χρήση παράνομων ουσιών από προσωπικό και μέλη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «στο διάστημα αυτό, ζητήματα που ανέκυπταν σχετικά με οικονομικές ατασθαλίες, διοικητικές υπερβάσεις, και αστοχίες κλινικού σχεδιασμού, αντιμετωπίστηκαν ως θέματα δευτερεύουσας προτεραιότητας».
2. Έμποροι ναρκωτικών «βαφτίζονταν» χρήστες προκειμένου να τυγχάνουν των νομικών ευεργετημάτων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και να αποφυλακίζονται. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην έκθεση ως σημαντικό ζήτημα αναδείχθηκε «η έκδοση βεβαιώσεων σε μέλη που παράτυπα εντάχθηκαν στο Πρόγραμμα (γιατί προφασιζόμενα πρόβλημα εξάρτησης εντάσσονταν στη θεραπευτική διαδικασία) αλλά και κυρίως η χρήση νομικών ευεργετημάτων σε μέλη του Προγράμματος και απόφοιτους που χρησιμοποιούσαν το Πρόγραμμα χωρίς να έχουν κανένα πρόβλημα με τη χρήση ουσιών». Μάλιστα όπως αναφέρεται στην έκθεση, έφτασε να αμφισβητείται δημόσια η αξία των βεβαιώσεων που εκδίδει το ΚΕΘΕΑ, ενώ γίνεται λόγος και «παρακύκλωμα» που μπορεί να συνδεόταν με δικηγόρους, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και στελέχη του οργανισμού. «Η αίσθηση έλλειψης προστασίας από το προσωπικό, οι ασαφείς διαδικασίες και τα κριτήρια για τις προϋποθέσεις ένταξης στη ΘΚ στα Διαβατά, είναι προφανές ότι διακυβεύουν τους θεραπευτικούς στόχους του προγράμματος και συμβάλλουν στην αλλοίωση του κύρους του Οργανισμού», αναφέρουν τα μέλη της ομάδας εργασίας στην ίδια παράγραφο.
3. Στην έκθεση επισημαίνεται επίσης ότι υπήρξε προσπάθεια συγκάλυψης των παρανομιών και ατασθαλιών που καταγράφονται από την ομάδα εργασίας, καθώς όπως σημειώνουν: «έχουν με βεβαιότητα τεκμηριωθεί: η απώλεια υπολογιστών με στοιχεία μελών, απώλεια υπολογιστών που χρησιμοποιούνταν από πρόσωπα-κλειδιά, απώλεια δίσκων αποθήκευσης, έλλειψη παραστατικών από συναλλαγές, αλλά και ασυνήθιστες προσφορές προς το Πρόγραμμα στη φυλακή».
4. Στο πόρισμα γίνεται επίσης λόγος για κατάχρηση εξουσίας, κλίμα ανασφάλειας, αποφάσεις που δεν προκύπτουν ως αποτέλεσμα των θεσμοθετημένων διαδικασιών, αδιαφάνεια στις συνεργασίες και υποσυστήματα μεταξύ των εργαζομένων που ανέπτυσσαν γενικευμένα συναισθήματα φόβου και καχυποψίας. Επίσης αναφέρεται «ότι δεν υπάρχει κανενός είδους εμπιστοσύνη στο σύστημα σε κάθε εκδοχή δραστηριότητας. Το σύνολο σχεδόν των εμπλεκομένων δε πιστεύει ότι υπάρχει διέξοδος και διαφορετική προοπτική».
5. Τέλος στην έκθεση γίνεται ειδική αναφορά στην προσπάθεια συγκάλυψης, καθώς αναφέρεται διαδικασία που διατυπωνόταν από στοιχεία ιδιότυπου εφησυχασμού που κατέληγε στο «ό,τι συνέβη τελείωσε… τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, χωρίς να εκλαμβάνονται ως σημαντικά και κρίσιμα ανασταλτικά σημεία, οι ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους, μεταξύ μελών του προσωπικού και μελών, η χρήση παράνομων ουσιών από εργαζόμενους στο Πρόγραμμα».