Από το Φορτηγό μέχρι τον Μπάλλο και τον Χρονοποιό, δεν υπήρξε απλώς συνθέτης — υπήρξε παρατηρητής της ελληνικής κοινωνίας, ανατόμος της πολιτικής και της καθημερινότητας. Στο tilegrafimanews.gr μίλησαν στενοί συνεργάτες του και άνθρωποι από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, περιγράφοντας έναν άνθρωπο που «ως την τελευταία στιγμή είχε επίγνωση, ειρήνη και τρυφερότητα».
«Αντί για πολιτικούς της σκέψης έχουμε πολιτικούς της ώρας»
Στη συνέντευξή του στα “ΝΕΑ” το 2015, ο Σαββόπουλος είχε κάνει μία από τις πιο εμβληματικές πολιτικές του τοποθετήσεις:
«Αντί για πολιτικούς της σκέψης έχουμε πολιτικούς της ώρας, όπως τα παϊδάκια».
Ήταν η φράση που αποτύπωνε την απογοήτευσή του για τη ρηχότητα και τον αυτοσχεδιασμό της ελληνικής πολιτικής.
Ο ίδιος δεν στάθηκε ποτέ απέναντι στους πολιτικούς με φανατισμό. Έβλεπε τη διακυβέρνηση όπως έβλεπε και την τέχνη: «Δεν γίνεται ούτε τέχνη ούτε δημοκρατία χωρίς συμβιβασμό».
Μιλούσε για την ανάγκη των θεσμών να ανασάνουν, να αποκτήσουν διάρκεια και αξιοπιστία — όχι να λειτουργούν «με τον χαβαλέ της στιγμής».
Η Ελλάδα ως πνευματικό τοπίο
Για τον Σαββόπουλο, η Ελλάδα δεν ήταν απλώς τόπος αλλά ιδέα πολιτισμού.
«Καταγόμαστε από τόπους φωτός και εκεί οδεύουμε», είχε πει κάποτε. Η φράση του συνοψίζει τη βαθιά πίστη του ότι ο ελληνισμός, όταν δεν εγκλωβίζεται στη μιζέρια, μπορεί να παράγει φως — όχι μόνο καλλιτεχνικό, αλλά και ηθικό.
Η σχέση του με την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν αυτή του στοχαστή που αγαπά χωρίς να εξιδανικεύει.
Σε συνεντεύξεις του μιλούσε με σεβασμό για τη δύναμη της πίστης, αλλά και με ρεαλισμό για την ανάγκη εξυγίανσης του εκκλησιαστικού λόγου.
«Η Εκκλησία είναι το άλλο μας πρόσωπο, το αποτύπωμα του φωτός μέσα στην Ιστορία», έλεγε, υπογραμμίζοντας πως η πνευματική της κληρονομιά δεν πρέπει να γίνει εργαλείο εξουσίας.
Για τον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους
Ο Σαββόπουλος είχε μιλήσει και για τα «όρια» της Εκκλησίας, δηλώνοντας:
«Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Είμαι υπέρ του διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους. Δεν ξέρω για το Κράτος, αλλά η Εκκλησία θα γίνει σίγουρα καλύτερη».
Η τοποθέτησή του, που είχε δημοσιευθεί αρχικά στην ΕΡΤ, δείχνει πως πίστευε ότι η πίστη πρέπει να παραμένει ελεύθερη από κρατική εξάρτηση.
Αναγνώριζε όμως το ιστορικό βάρος των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας — «ένα διαζύγιο που πρέπει να γίνει με αγάπη και αρχοντιά», όπως χαρακτηριστικά σημείωνε.
Οι σκέψεις του για την Ευρώπη και τον Έλληνα πολίτη
Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε από τους πιο ψύχραιμους υποστηρικτές της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας.
«Η Ευρώπη είναι τόπος κανόνων, μας χρειάζεται αυτό. Αν μείνουμε μόνοι μας, φοβάμαι μήπως διαλυθούμε», είχε δηλώσει, επισημαίνοντας ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι η Ευρώπη, αλλά η κακή λειτουργία των θεσμών και η ευκολία του χαβαλέ.
Απέδιδε ευθύνες όχι στους «άλλους», αλλά στους ίδιους τους Έλληνες που –όπως έλεγε– συχνά «κολακεύουν ο ένας τον άλλον για να εισπράξουν παλαμάκια».
Στον λόγο του συνδύαζε την αυστηρότητα με την αγάπη.
«Θα ήθελα ένα σχολείο όπου τα παιδιά να μη βλέπουν την ώρα να πάνε», είχε πει, ζητώντας ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να πλάθει ψυχές και όχι «μέλλοντες συνταξιούχους».
Η παιδεία, για εκείνον, ήταν το αντίδοτο στον λαϊκισμό.
«Αγαπώ την Ορθοδοξία, αγαπώ την Ελλάδα, αγαπώ το Καλομοιράκι»
Είχε την ικανότητα να συνδυάζει τα πιο αντιφατικά.
Όταν τον ρώτησαν αν θύμωσε με τις επικρίσεις για τη «νεοορθοδοξία» και το μείγμα παράδοσης – ποπ κουλτούρας, απάντησε χαμογελώντας:
«Ε, ναι, θύμωσα. Αγαπώ την Ορθοδοξία, αγαπώ τη δεκαετία του ’60, αγαπώ και το Καλομοιράκι. Κακό είναι;»
Η απλότητά του ήταν το όπλο του. Δεν φοβόταν να δείξει συγκίνηση, ούτε να εκτεθεί.
Οι φίλοι του έλεγαν πως «έγραφε τραγούδια με το αίμα και μιλούσε σαν δάσκαλος χωρίς έδρα».
Το τελευταίο κεφάλαιο
Στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, οι γιατροί και οι στενοί του φίλοι περιγράφουν έναν άνθρωπο «ήρεμο, συμφιλιωμένο με τη ζωή».
Όπως αποκάλυψε στο tilegrafimanews.gr στενός συνεργάτης του, «τις τελευταίες μέρες άκουγε μουσική, χαμογελούσε και μιλούσε για τα πρώτα του χρόνια στη Θεσσαλονίκη».
«Μας είπε ότι η Ελλάδα θα αντέξει, γιατί είναι σαν τραγούδι — όσο κι αν ξεχνάμε τους στίχους, η μελωδία μένει», τόνισε.
Κληρονομιά και αποχαιρετισμός
Ο Σαββόπουλος άφησε πίσω του μια πολιτιστική και πνευματική παρακαταθήκη.
Δεν ανήκε σε κόμματα ούτε σε δόγματα — ανήκε στην Ελλάδα, στην ποίηση και στον διάλογο.
Ήταν ένας «αιρετικός πατριώτης» που πίστευε πως η ελευθερία χωρίς πίστη είναι κενό γράμμα, και η πίστη χωρίς ελευθερία, φυλακή.
Σήμερα, καθώς η χώρα τον αποχαιρετά, μένει η φράση του να αιωρείται σαν επίλογος:
«Μπορεί να πέφτω, αλλά σηκώνομαι. Όπως κάνουν τα παιδιά».
Κι όπως τραγουδούσε στο τέλος κάθε συναυλίας του:
«Ας κρατήσουν οι χοροί, κι ας χαθεί το σκοτάδι».