Αρχιτεκτονική: Ήταν 12 Ιανουαρίου του 1837 όταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του νεοσύστατου ελληνικού κράτους δημοσιεύεται Βασιλικό Διάταγμα του Οθωνα με τίτλο «Περί εκπαιδεύσεως εις την Αρχιτεκτονικήν».
Το Διάταγμα προβλέπει τη σύσταση ενός «Σχολείου» εκπαίδευσης σε μια επιστήμη που δανείζει και δανείζεται όσο καμία άλλη από την τέχνη. Αλλά και σε μια επιστήμη που διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση τόσο στην φυσιογνωμία όσο και στην ταυτότητα του νέου αυτού κράτους.
Ο ρόλος αυτής της τόσο επιδραστικής επιστήμης διερευνήθηκε στο τριήμερο συνέδριο που ολοκληρώθηκε χθες στους Δελφούς με θέμα «Η Αρχιτεκτονική της Παλιγγενεσίας/Η Παλιγγενεσία της Αρχιτεκτονικής» και το οποίο συνδιοργάνωσαν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών. Από τον τίτλο και μόνο του θέματος ανακύπτει η αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και την ελληνική αναγέννηση – σχέση που σκιαγράφησε και στον χαιρετισμό του ο πρύτανης του ΕΜΠ Ανδρέας Μπουντουβής.
«Το Σχολείο των Τεχνών, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο που ιδρύεται νωρίς για την εκπαίδευση στην αρχιτεκτονική είναι το Σχολείο που διδάσκει τις ωραίες και τις βιομήχανες τέχνες μαζί, τις δημιουργικές τέχνες που ανέλαβαν να ξαναχτίσουν την αναγεννημένη Ελλάδα στο μέτρο των επιστημών που εκφράζουν τη μοντέρνα εποχή, να φέρουν την παλιγγενεσία που εξασφαλίζει η συνεργασία των μηχανικών και των καλλιτεχνών» ανέφερε.
Ο ίδιος υπενθύμισε ότι ο μακροβιότερος διευθυντής του Πολυτεχνείου τον 19ο αιώνα ήταν ο σημαντικός αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο οποίος «σχεδίασε τα μεγαλοπρεπή κτίρια της Οδού Πατησίων, υμνούσε το Crystal Palace, το κρυσταλλοσιδήρειο μέγαρο της Διεθνούς Εκθεσης του Λονδίνου, το 1851, ένα έργο μηχανικού και ένα σύμβολο της βιομηχανικής επανάστασης ως το όγδοο θαύμα της Αρχιτεκτονικής και ιδανικό αντίστοιχο του Παρθενώνα».
Στο Crystal Palace οι εκπαιδεύομενοι αρχιτέκτονες και οι καθηγητές τους είχαν στείλει τότε τα έργα τους για να εκτεθούν. Και αυτό το γεγονός καταδεικνύει την επιρροή που είχαν στην ελληνική αρχιτεκτονική τα ρεύματα της εποχής με κύριο ασφαλώς τον νεοκλασικισμό, ο οποίος διαμόρφωσε ουσιαστικά την αισθητική του αστικού τοπίου έως την έλευση του μοντερνισμού.
Το συνέδριο κινήθηκε σε τέσσερις άξονες: την αρχιτεκτονική που ανέλαβε να εκφράσει και να οικοδομήσει την ελληνική αναγέννηση, την αναβίωση της αρχαιότητας με έρευνες και ανασκαφές αρχιτεκτόνων που οδήγησαν στην αρχαιολογία, την εκπαίδευση στην αρχιτεκτονική και ανέλαβε να διαμορφώσει τους «μαΐστορες της Παλιγγενεσίας» και τον σχεδιασμό των πόλεων και των υποδομών του ανεξάρτητου κράτους.
«Ο αναστοχασμός μας πάνω στη συνεισφορά της εθνικής Παλιγγενεσίας στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας ίσως να μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για την αναθεώρηση και την επαναπροσέγγιση της σχέση μας με το – καμιά φορά άδικα περιφρονημένο – αυτό παρελθόν και να μας κατευθύνει σε μια περισσότερο γόνιμη αξιοποίηση του πλούτου, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται κρυμμένος σε κατασκευές οι οποίες άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου και μας υποδεικνύουν και σήμερα ακόμη υπέροχους εναλλακτικούς τρόπους ώστε να οργανωθεί η ζωή, η απασχόληση και γενικά η συμβίωση των ανθρώπων με ευρηματικότητα και ευαισθησία» παρατήρησε από την πλευρά του ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών Παύλος Καλλιγάς.
Όπως, εξάλλου, επισημάνθηκε, «από την αρχιτεκτονική που επιδιώκει να εκφράσει την ελληνική αναγέννηση έως την αρχιτεκτονική που ξαναγεννιέται σε ελληνική γη, διαμορφώνεται ένα πεδίο πολλαπλών διασταυρώσεων των ιδεών και των πρακτικών που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, 200 χρόνια από την Επανάσταση». Η εξέλιξη αυτή διερευνήθηκε στις 35 εισηγήσεις του συνεδρίου για να διαπιστωθεί πώς από τον σχεδιασμό των πόλεων κατά την οθωνική περίοδο και την «Πρόνοια», τον πρώτο προσφυγικό οικισμό της ελεύθερης Ελλάδας, φτάσαμε στα νεότερα δυτικά ήθη, την ελληνική αναφορά τους και τον κήπο της Αμαλίας και αργότερα στην κατασκευαστική έκφραση του μοντέρνου μέσα από την αθηναϊκή αστική πολυκατοικία του Μεσοπολέμου.
Όπως τονίστηκε στο συνέδριο, οι κήποι την εποχή εκείνη ήταν εμβληματική έκφραση πολιτικής δύναμης και κύρους. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος εισάγει τον σχεδιασμό του τοπίου από τη νεότερη δυτική ιστορία, η οποία με τη σειρά της αναζητά αναφορές στην κλασική Ελλάδα – ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα είναι ο ναός του Έρωτα στους κήπους της Μαρίας Αντουανέτας.
Την τιμητική επιτροπή του συνεδρίου συγκρότησαν η πρόεδρος του ΔΣ του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ και ο πρύτανης του ΕΜΠ Ανδρέας Μπουντουβής.
Δ.Π.