ΚΡΑΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ: Κανείς δεν περίμενε η Εκκλησία της Ελλάδας να είναι θετική ή έστω ανεκτική στο επερχόμενο νομοσχέδιο για την ισότητα όλων των πολιτών στον γάμο – άλλωστε δεν υπάρχει κίνηση στην κατεύθυνση της προόδου και της εκκοσμίκευσης του κράτους στην οποία η Ιεραρχία να μην έχει αντιδράσει σφοδρά.
Ωστόσο, επειδή κάθε κίνηση των ρασοφόρων γίνεται στο όνομα του Θεού (ασφαλώς) και της κοινωνίας (ανυπερθέτως), έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτή ακριβώς η κοινωνία αποτιμά τον ρόλο και τη δράση της τα τελευταία χρόνια. Ανοίγουμε λοιπόν τη συζήτηση για τη σχέση Εκκλησίας και κοινωνίας για να θέσουμε το… αμαρτωλό ερώτημα που για άλλη μία φορά υποβόσκει στη δημόσια σφαίρα: Πότε ακριβώς θα φτάσει η στιγμή για τον διαχωρισμό Πολιτείας και Εκκλησίας;
Ηεισήγηση του προέδρου της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος στο ανώτατο διοικητικό όργανο της Εκκλησίας την Τρίτη ήταν ένα μνημείο σκοταδιασμού και σκληρότητας, ένας λόγος αντιεπιστημονικός και ομοφοβικός. Αλλά αυτό ήταν (δυστυχώς) αναμενόμενο.
Η ρητορική κάποιων εκ των μητροπολιτών είναι εμπρηστική έως κακοποιητική πρωτίστως για τους ΛΟΑΤΚΙ συμπολίτες μας, τις οικογένειες και τα παιδιά τους, αλλά και για κάθε πολίτη – θρησκευόμενο και μη. Αλλά κι αυτό (δυστυχέστερα) ήταν αναμενόμενο επίσης. Η εκκλησιαστική Ιεραρχία ισχυρίζεται πάντα ότι λειτουργεί στο όνομα του Θεού, του έθνους, της κοινωνίας. Μια σειρά από έρευνες τα τελευταία χρόνια αποτυπώνει αυτή τη σχέση και φωτίζει όψεις της σχέσης των πολιτών με την Εκκλησία – και οι κοινωνικές αυτές «φωτογραφίες» της στιγμής στη διαχρονία τους μάλλον απέχουν από αυτό που οι μητροπολίτες έχουν κατά νου.
Ο Δρ Αλέξανδρος Σακελλαρίου, με φόντο το νομοσχέδιο για τον γάμο ομοφύλων, δείχνει πως η επιρροή της εκκλησίας στην κοινωνία βαίνει μειούμενη
«Υπάρχουν ακόμα πολλά βήματα να γίνουν, αλλά νομίζω ότι πλέον ο δρόμος είναι χωρίς επιστροφή και η επιρροή της βαίνει διαρκώς μειούμενη. Θεωρώ ότι και η Εκκλησία το έχει αντιληφθεί και φωνάζει για το θεαθήναι. Θα επαναλάμβανα εκείνο που είχα υποστηρίξει και στην περίοδο της πανδημίας. Η Εκκλησία, όντας ένας κακομαθημένος θεσμός που ιστορικά πάντα ήθελε όχι μόνο να εκφράζει την άποψή της, αλλά και να συναποφασίζει ακόμα και για θέματα που δεν την αφορούν, αντιδρά διότι της αφαιρούν το παιχνίδι της – και η εξουσία είναι ένα εθιστικό και ενδιαφέρον παίγνιο»
Ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου διδάσκει Κοινωνιολογία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και είναι ερευνητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ. Εχει γράψει μια σειρά από βιβλία που διερευνούν το θέμα της θρησκευτικής συνείδησης και μνήμης, την πίστη και την αθεΐα, τη διαδρομή της εκκοσμίκευσης του κράτους και της κοινωνίας, αλλά και το φαινόμενο του θρησκευτικού λαϊκισμού.
Από τις εκδόσεις iWrite εντός του 2024 θα εκδοθεί με δική του επιμέλεια και εισαγωγή ο συλλογικός τόμος «Εκκοσμίκευση: Μία ξεπερασμένη θεωρία; Από την επιστροφή του θεού στην επιμονή του κοσμικού». Η συζήτηση μαζί του δεν μπορεί παρά να ξεκινά από το νομοσχέδιο. Οπως ήταν αναμενόμενο, στο θέμα της ισότητας στον γάμο για όλα είδαμε οξύτατες φραστικές επιθέσεις μέρους της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, αλλά όχι το είδος των αντιδράσεων που έχουμε δει σε άλλα ζητήματα. Πώς ερμηνεύεται η στάση της Εκκλησίας, ρωτάμε τον κ. Σακελλαρίου.
«Καμία έκπληξη. Αν ανατρέξει κανείς στις εγκυκλίους της Ιεράς Συνόδου για τον πολιτικό γάμο και τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, θέματα που μαζί με το τωρινό εντάσσονται σε αυτό που έχει προσδιοριστεί ως “πολιτισμικοί πόλεμοι”, θα διαπιστώσει παρόμοιες αντιδράσεις. Για τον πολιτικό γάμο έγραφε το 1982 ότι “τραυματίζεται η ενότητα του έθνους”, ενώ για τις αμβλώσεις το 1986 έγραφε ότι “κάθε γυναίκα που κάνει έκτρωση είναι ένας απαίσιος φονιάς”. Οι επιμέρους δηλώσεις των μητροπολιτών όσο και η πρόσφατη ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου και η εισήγηση του Μεσογαίας που χαρακτήρισε την ομοφυλοφιλία ψυχιατρική νόσο ακολουθούν την ίδια γραμμή», μας λέει ο Αλ. Σακελλαρίου.
Σύμφωνα με τον δρα Κοινωνιολογίας, αναλύοντας τον λόγο της Εκκλησίας από τη Μεταπολίτευση και εξής, θα δει κανείς ότι οι αντιδράσεις της ενέχουν φονταμενταλιστικά χαρακτηριστικά.
«Εκλαμβάνει την όποια παράδοση ως κάτι το μονολιθικό και αμετάβλητο και χρίζει τον εαυτό της ιερό προστάτη. Ας θυμηθούμε την περίφημη φράση-προτροπή του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου “όπισθεν ολοταχώς”. Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο δεν είναι αν αντιδρά και με ποιον τρόπο η Εκκλησία, αλλά τι πράττει η πολιτεία και τι συμβαίνει σε κοινωνικό επίπεδο.
»Το γεγονός ότι δεν υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο οι προτάσεις για δημοψήφισμα, αν και το υπονόησε ο αρχιεπίσκοπος λίγες μέρες νωρίτερα, αλλά και προτάσεις περί “κυρώσεων” στους βουλευτές που θα υπερψηφίσουν το νομοσχέδιο, οφείλεται αφ’ ενός στη διαφορετική ηγεσία του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου σε σύγκριση με εκείνη του Χριστόδουλου, αλλά και στην -έμμεση έστω- αναγνώριση από τη Σύνοδο ότι η εποχή είναι διαφορετική 24 χρόνια μετά, ότι η κοινωνία έχει αλλάξει και η Εκκλησία δεν διαθέτει την ίδια δυναμική».
Ονοματοδοσία, πολιτικός γάμος, αυτόματο διαζύγιο, σύμφωνο συμβίωσης, πολιτικός όρκος, αποτέφρωση, πολιτική κηδεία, διαγραφή του θρησκεύματος από δημόσια έγγραφα, κατάργηση της εξομολόγησης στα σχολεία – ο κ. Σακελλαρίου μάς θυμίζει τα «αργά, μικρά αλλά σημαντικά βήματα» για την εκκοσμίκευση του κράτους που έχουν γίνει από το 1974 και μετά.
«Παρά την απουσία αυτού που ονομάζουμε διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους, αυτά τα βήματα και πολλά άλλα (για τα οποία πάντα αντιδρούσε η Εκκλησία, λιγότερο ή περισσότερο) αφαίρεσαν σταδιακά μέρος του κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου που επιθυμούσε να ασκεί ως ιεραρχικός κι εξουσιαστικός μηχανισμός», υπογραμμίζει ο Αλ. Σακελλαρίου, ο οποίος χαρακτηρίζει «εξόχως και υποδειγματικά κοσμική» την ώς τώρα στάση της κυβέρνησης, που δίνει έμφαση στη διάκριση εξουσιών και αρμοδιοτήτων.
«Εφόσον, λοιπόν, εν τέλει υπερψηφιστεί το εν λόγω νομοσχέδιο, θα πρόκειται για ακόμα ένα βήμα προς την αφαίρεση μέρους της ισχύος της Εκκλησίας. Υπάρχουν ακόμα πολλά βήματα να γίνουν, αλλά νομίζω ότι πλέον ο δρόμος είναι χωρίς επιστροφή και η επιρροή της βαίνει διαρκώς μειούμενη. Θεωρώ ότι και η Εκκλησία το έχει αντιληφθεί και φωνάζει για το θεαθήναι.
»Θα επαναλάμβανα, λοιπόν, εκείνο που είχα υποστηρίξει και στην περίοδο της πανδημίας. Η Εκκλησία, όντας ένας κακομαθημένος θεσμός, που ιστορικά πάντα ήθελε όχι μόνο να εκφράζει την άποψή της, αλλά και να συναποφασίζει ακόμα και για θέματα που δεν την αφορούν, αντιδρά διότι της αφαιρούν το παιχνίδι της – και η εξουσία είναι ένα εθιστικό και ενδιαφέρον παίγνιο».
Ο θρησκευτικός λαϊκισμός και τα επιστημονικά δεδομένα
● Η Εκκλησία αρθρώνει δημόσιο λόγο και διεκδικεί πολιτικό ρόλο εν ονόματι της κοινωνίας. Μια σειρά από έρευνες αποτυπώνει ωστόσο τη θέση της κοινωνίας απέναντί της. Ποια είναι αυτή;
Η ρητορική της Εκκλησίας περί «φιλόχριστου λαού» είναι ένα είδος θρησκευτικού λαϊκισμού. Εμφανίζεται να μιλά εξ ονόματος του λαού προκειμένου να διατηρήσει την επιρροή της. Παρ’ όλα αυτά, πολλές έρευνες τα τελευταία χρόνια έχουν δείξει ότι μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έχουν αρνητική άποψη για την Εκκλησία – και αυτό ενισχύεται σημαντικά μεταξύ των νεότερων γενεών.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, για παράδειγμα, η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας συμφωνούσε με την απόφαση περί κλεισίματος των ναών ενάντια στις θέσεις της Εκκλησίας, ενώ καταλάμβανε τις τελευταίες θέσεις στους δείκτες εμπιστοσύνης – γεγονός πρωτόγνωρο. Μάλιστα, ενώ τη δεκαετία του 1990 η Εκκλησία ήταν στις τρεις πρώτες θέσεις ως προς την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, πλέον τοποθετείται από τη μέση και κάτω.
Η κοινωνία και ειδικότερα οι νέοι ασκούν κριτική στην Εκκλησία και τη θεωρούν έναν θεσμό οπισθοδρομικό που θέτει εμπόδια στην κοινωνική πρόοδο και εξέλιξη. Αυτό το διαπίστωσα από μια σχετική έρευνα που κάναμε με το Σημείο και την ProRata για την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς, με έμφαση στους νέους και στις νέες.
Αν και σε κάθε περίπτωση ζητήματα προστασίας μειονοτήτων και δικαιωμάτων δεν μπορούν να τίθενται υπό αίρεση με βάση έρευνες κοινής γνώμης, ακόμα κι αν κανείς διαβάσει τις δημοσκοπήσεις, είναι και ανακριβής η θέση της Εκκλησίας ότι εκφράζει την κοινωνική πλειοψηφία, αφού η κοινωνία τίθεται σαφώς υπέρ του γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών σύμφωνα με όλες τις έρευνες, ενώ η πλειοψηφία των νέων τάσσεται υπέρ και της τεκνοθεσίας.
Αν θέλουμε ωστόσο να προστρέξουμε στην κοινωνική πλειοψηφία, θα πρέπει να την ακούσουμε και σε άλλα θέματα – π.χ., η κοινωνία επιθυμεί οι ιερείς να πληρώνονται από πόρους της Εκκλησίας κι όχι από το κράτος, σε ποσοστά μεταξύ 70% και 80%. Επίσης, μόλις το 13,8% επιθυμεί τα Θρησκευτικά στο σχολείο να διδάσκουν μόνο το ορθόδοξο δόγμα (Κάπα Research, 2006 & 2015).
● Πώς εξελίσσεται το φαινόμενο της πίστης στην Ελλάδα; Πώς προχωράει η εκκοσμίκευση του κράτους και της κοινωνίας;
Προχωράει έστω και αργά, έστω και ως «μετέωρη εκκοσμίκευση». Σχεδόν όλες οι σχετικές συγκρούσεις (αμβλώσεις, ταυτότητες, πολιτικός γάμος, βλασφημία κ.λπ.) με την Εκκλησία επιλύθηκαν υπέρ του κοσμικού και όχι του θρησκευτικού στοιχείου. Δεν οπισθοχωρήσαμε, δηλαδή, στη διατήρηση ή επανεισαγωγή κάποιου νόμου που να έχει βάση τις θρησκευτικές θέσεις της Εκκλησίας. Εκτός, όμως, από αυτή την παράμετρο, και οι τοποθετήσεις της κοινωνίας σε μια σειρά από ζητήματα (γάμος ομοφύλων, ομοφυλοφιλία, αμβλώσεις, επιστήμη κ.λπ.) δείχνουν μια τάση προς κοσμικές αντιλήψεις και όχι θρησκευτικές. Σαφώς, δεν έχουμε γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη Δυτική Ευρώπη, άλλωστε συχνά σε έρευνες ξένων οργανισμών μάς τοποθετούν στην Ανατολική Ευρώπη.
● Η πίστη παραμένει ταυτοτικό στοιχείο για τους Ελληνες;
Η θρησκεία ήταν διαχρονικά και παραμένει ένα βασικό συστατικό στοιχείο της εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας. Σταδιακά, όμως, έχει μετεξελιχθεί σε αυτό που ονομάζεται πολιτισμική ή θολή πίστη (fuzzy fidelity). Αυτό σημαίνει ότι πολλοί δηλώνουν πλέον χριστιανοί ορθόδοξοι για πολιτισμικούς λόγους, χωρίς να διαπιστώνεται κάποιου είδους θρησκευτική συνείδηση. Το τι πιστεύουν περιπλέκεται και περιλαμβάνει και πίστεις στα ζώδια, σε άλλες ενεργειακές δυνάμεις ή/και αμφισβήτηση βασικών δογματικών θέσεων της χριστιανικής θρησκείας (η κόλαση, ο παράδεισος, η μετά θάνατον ζωή).
Εκείνο που παραμένει είναι ένα πολιτισμικό κέλυφος που περιλαμβάνει κυρίως παραδόσεις (π.χ. εθιμικός εκκλησιασμός το Πάσχα). Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι η ελληνική κοινωνία καθίσταται πλειοψηφικά κοσμική ή άθεη. Τα μακροχρόνια στοιχεία ωστόσο δείχνουν ότι με την εναλλαγή των γενεών η πίστη και η παρακολούθηση θρησκευτικών πρακτικών μειώνονται, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη σημασία του θεού και της θρησκείας στη ζωή των ανθρώπων. Σε ένα βιβλίο με θέμα την εκκοσμίκευση το οποίο επιμελούμαι και θα εκδοθεί εντός του έτους, δύο καθηγητές από το Ηνωμένο Βασίλειο το αποδεικνύουν αξιοποιώντας δεδομένα από την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ερευνα και υποστηρίζουν ότι πλέον έστω και αργά η Ελλάδα ακολουθεί το δυτικό πρότυπο ως προς την εκκοσμίκευση.
● Ωστόσο, στη Βουλή μπήκε ένα κόμμα όπως η Νίκη και υπάρχει πάντα το κόμμα Βελόπουλου…
Χωρίς ίχνος εφησυχασμού, θεωρώ ότι προκλήθηκε μεγαλύτερη «φασαρία» από όση άξιζε στην εκλογική επιτυχία της Νίκης. Κι αυτό διότι σε μια χώρα με τόσο έντονο ακόμα το θρησκευτικό στοιχείο ιδίως σε συνάρτηση με την εθνική ταυτότητα, ένα θρησκευτικό φονταμενταλιστικό κόμμα λαμβάνει λίγο πάνω από 3% – μάλλον αποτυχία θα μπορούσε να θεωρηθεί, παρά επιτυχία. Απλώς ένα μέρος του εκλογικού σώματος βρήκε ένα αυθεντικό κόμμα να εκφραστεί. Η περίπτωση Βελόπουλου είναι κάπως διαφορετική, καθώς πρόκειται για ακροδεξιό κατά βάση κόμμα που καπηλεύεται τη θρησκεία και την πίστη για εκλογικούς σκοπούς, όπως πράττουν πολλά ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη.
● Πόσο έτοιμη είναι η ελληνική κοινωνία για τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας;
Ολες οι έρευνες έχουν δείξει ότι η πλειοψηφία τάσσεται ευθέως ή εμμέσως υπέρ του διαχωρισμού. Ηδη από το 2015 (Κάπα Research) το 61,9% τασσόταν υπέρ του πλήρους διαχωρισμού, ενώ το 17,7% ζητούσε να παραμείνει η υπάρχουσα κατάσταση και υποστήριζαν ότι αυτό θα ψήφιζαν αν γινόταν δημοψήφισμα. Χωρίς αυτό να συνεπάγεται προφανώς ότι όσοι τάσσονται υπέρ εχθρεύονται ή μισούν την Εκκλησία, απλώς μάλλον επιθυμούν την ακόμα μεγαλύτερη εκκοσμίκευση του κράτους και τη λιγότερη παρέμβαση σε κοινωνικά θέματα και εν τέλει στις ζωές τους.
Οφείλει η ποιμαίνουσα Εκκλησία να αφουγκράζεται τις αλλαγές στην κοινωνία
Συνεντευξη: Κωνσταντίνος Κορναράκης καθηγητής Χριστιανικής Ηθικής και Βιοηθικής, Τμήμα Θεολογίας, ΕΚΠΑ
Μέσα στον επικοινωνιακό θόρυβο των ημερών και στον ορυμαγδό των σκληρών λόγων από αγ(ρ)ίους της Εκκλησίας, αναζητήσαμε έναν άνθρωπο που ο λόγος του να είναι καίριος επιστημονικά από τη σκοπιά της θεολογίας, αλλά και να μας αγγίζει ανθρώπινα. Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Κορναράκης ασχολείται με θέματα ηθικής θεολογίας, ανθρωπολογίας και βιοηθικής, αλλά και σύγχρονα ηθικά και ανθρωπολογικά θέματα, όπως η οικολογική κρίση και η χρήση της τεχνολογίας.
Η Εκκλησία μπήκε σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για το επερχόμενο νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο για όλους τους πολίτες, διεκδικώντας να μην έρθει καν προς ψήφιση. Ακούσαμε δηλώσεις ιεραρχών που απάδουν του αγαπητικού λόγου του Χριστού. Ως θεολόγος αλλά και ως δάσκαλος που έρχεται σε επαφή με νέους ανθρώπους, πώς αποτιμάτε τη στάση της Εκκλησίας;
Η Εκκλησία δεν μπορεί, από τη φύση της, να αναθεωρεί τη θεολογία της για να προσαρμόζεται στα εκάστοτε κοινωνικά αιτήματα, τα οποία από τη φύση τους είναι ρευστά: «παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7,29-31)! Σε αυτή την περίπτωση, πολύ απλά, θα θεωρούνταν ιδεολογικός χαμαιλέοντας. Οφείλει, ωστόσο, η ποιμαίνουσα Εκκλησία να αφουγκράζεται τις αλλαγές στην κοινωνία. Οι λόγοι είναι κυρίως ποιμαντικοί.
Δεν είμαι σίγουρος εάν η πολιτεία επιθυμεί να είναι διακριτοί οι ρόλοι ή επιλεκτικά διακριτοί, όταν αυτό τη συμφέρει, όπως, επίσης, εάν η Εκκλησία θα ήθελε να «ενηλικιωθεί» πολιτικά, κερδίζοντας την ανεξαρτησία της από τον εναγκαλισμό της με το κράτος
Εάν η κοινωνία διαμορφώνει μια αντίληψη για ένα θέμα με το οποίο η Εκκλησία διαφωνεί, τότε η Εκκλησία οφείλει, υπεύθυνα, να διατυπώνει με σαφήνεια τη θέση της, χωρίς να τρομοκρατεί ή να δημιουργεί ενοχές. Μέσα στην Εκκλησία υπήρξαν και υπάρχουν άγιοι «του δρόμου», όπως ο π. Ανανίας Κουστένης των Εξαρχείων, και κληρικοί που απομακρύνουν με τη συμπεριφορά τους τους ανθρώπους από τη βαθύτερη σχέση με τον θεό. Πάντοτε πίστευα ότι η απομάκρυνση ενός ανθρώπου από την Εκκλησία, πριν από όλα, είναι ευθύνη της ίδιας της ποιμαίνουσας Εκκλησίας.
Η θεολογία είναι προϊόν της αγάπης του θεού για τον άνθρωπο. Πρέπει να κοινωνείται με αγάπη. Χωρίς εκπτώσεις, αλλά με αγάπη. Οταν οι λέξεις που συγκροτούν τη θεολογία μετατρέπονται σε λεπίδες κατά των αναγκεμένων (και -ναι!- υπάρχουν ομοφυλόφιλοι που βιώνουν τον δικό τους εσωτερικό διχασμό μεταξύ της ανάγκης για βαθιά πίστη και των επιταγών της ανθρώπινης φύσης), τότε οι καρδιές των ανθρώπων αιμορραγούν.
Ενώ η Εκκλησία θεωρείται (και είναι!) θεραπευτήριο ψυχών από μεγάλους θεολόγους όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός, υπάρχει πλήθος παραδειγμάτων νέων παιδιών ή και μεγαλύτερων που οι ζωές τους τραυματίστηκαν ανεπανόρθωτα (με ψυχολογικά προβλήματα, οργή και μίσος) όταν κληρικοί ή «θρησκευτικοί κύκλοι», αντί να τους βοηθήσουν να γκρεμίσουν τα αδιέξοδά τους, σφράγισαν κάθε διάδρομο απόδρασης, ενώ οι ίδιοι αυτοδικαιώνονται με «δανεικές προσευχές», δημιουργώντας ενοχές (Active Member, «Δανεικές προσευχές»).
● Το κράτος μας θρησκεύεται και η Εκκλησία επιχειρεί να πολιτεύεται σε μια σειρά από ζητήματα – ακόμα και στη διαχείριση υγειονομικών κρίσεων ή στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η πρακτική ενισχύει ή μειώνει το κύρος της στην κοινωνία;
Ας πάρουμε ανάποδα την ερώτηση, δηλαδή να υποθέσουμε ότι με αυτούς τους τρόπους η Εκκλησία θα ενίσχυε το κύρος της. Αυτό θα ήταν φυσιολογικό; Ο Χριστός ξεκαθάρισε διά παντός ότι η εξουσία του δεν είναι του κόσμου τούτου. Οι απόστολοι κήρυξαν ότι η δύναμή τους τελειοποιείται μέσα από την αδυναμία τους και το φιλάσθενό τους.
Οι χριστιανοί, λέει ένα κείμενο του 2ου αι., ζουν σε πατρίδες ως πάροικοι. Το να λειτουργεί η Εκκλησία ως «άλλη» φωνή σε ένα κοσμικό, πολυσυλλεκτικό και, οσονούπω, διαπολιτισμικό περιβάλλον της ύστερης νεωτερικότητας, τούτο είναι ευκταίο. Οποιος επιθυμήσει, θα ακούσει τον λόγο της, όταν μάλιστα αυτός είναι αγαπητικός και νηφάλιος. Δεν γίνεσαι, άλλωστε, με το ζόρι «πιστός». Είναι πρόκληση, όμως, προς την κοινωνία όταν ένας ιεράρχης ξιφουλκεί, επιχειρώντας με ακραίες ρητορικές να επιβάλει τον ευαγγελικό (;) λόγο και είναι φυσικό αυτή η συμπεριφορά να γεννά συγκρούσεις.
● Ο Χριστός είχε πει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Μήπως η Ιεραρχία θα έπρεπε να θυμηθεί αυτή τη ρήση; Και πώς τη μεταφράζετε εσείς στο σήμερα; Είναι ώριμο προς υλοποίηση το αίτημα για διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας;
Οσο η εκκοσμίκευση ριζώνει βαθιά στην κοινωνία μας -άλλοτε παραδοσιακή κοινωνία, όπου η θρησκεία αποτελούσε πυλώνα πολιτισμού- τόσο πιο συχνά θα συναντούμε «ιδεολογικές» συγκρούσεις μεταξύ κράτους και Εκκλησίας με αποτέλεσμα να προβάλλει επιτακτικά, ως άμεσο αίτημα, η ανάγκη μιας ειλικρινούς δημόσιας συζήτησης για μια πραγματική διάκριση των ρόλων πολιτείας και Εκκλησίας. Δεν είμαι σίγουρος, όμως, εάν η πολιτεία επιθυμεί να είναι διακριτοί οι ρόλοι ή επιλεκτικά διακριτοί, όταν αυτό τη συμφέρει, όπως επίσης εάν η Εκκλησία θα ήθελε να «ενηλικιωθεί» πολιτικά, κερδίζοντας την ανεξαρτησία της από τον εναγκαλισμό της με το κράτος.
Η χρησιμότητα της θρησκείας είναι προφανής για τους πολιτικούς (των περισσότερων παρατάξεων) και η βακτηρία της πολιτείας πολύτιμη για πολλά εκκλησιαστικά «έργα». Παρ’ όλα αυτά, αν μελετήσουμε την πατερική σκέψη των πρώτων αιώνων, θα διαπιστώσουμε ότι οι μεγάλοι θεολόγοι του 4ου αι. (και όχι μόνο) ήταν πεπεισμένοι πως είναι προς όφελος της ποιμαντικής αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας η ανεξαρτησία της από τα πολιτικά πράγματα.
Ντίνα Δασκαλοπούλου – efsyn.gr