Ο καθένας και οι μνήμες του. Ο καθένας και οι «ήρωές» του. Και οι θρύλοι του. Και τα σύμβολά του…
Του Θανάση Κ.
Και οι αθάνατοι νεκροί του.
Και τα τραγούδια που γράφτηκαν γι’ αυτούς.
Που δεν είναι θρηνητικά «μοιρολόγια»…
Είναι «συμβόλαια» μνήμης ανάμεσα στις γενιές…
Είναι η «κόκκινη γραμμή» που ενώνει αγώνες Ελευθερίας, και Αξιοπρέπειας.
Και κρατάει όρθια την εθνική συνείδηση.
Χωρίς την οποία δεν υπάρχει καθόλου συνείδηση.
Γιατί όσοι δεν έχουν «αίσθηση του ανήκειν»,
δεν έχουν ιδανικά, δεν έχουν φραγμούς, δεν έχουν πρότυπα,
δεν έχουν «ρίζες», δεν έχουν «κλαδιά», δεν έχουν συνέχεια.
Είναι ένσαρκα «τίποτα»…
Χωρίς «πατρίδα», δεν είσαι απλά «ορφανός».
Χωρίς «πατρίδα», δεν έχεις «κοινωνία» με το χθες και με το αύριο,
Δεν έχεις «σχέση» με τους γύρω σου και με «το μέσα σου».
Χωρίς «πατρίδα» είσαι «άτομο»,
δίχως «ταυτότητα», δίχως «πρόσωπο»…
Ο καθένας με τα σύμβολα και με τους θρύλους του, λοιπόν…
Άλλοι θυμούνται τη μνήμη του Αλέξη και του Ζακ…
Ο Θεός να τους αναπαύσει. Αλλά ήρωες ΔΕΝ ήταν.
Άλλοι πάλι, θυμούνται τον Τάσο Ισαάκ και τον Σολωμό Σολωμού.
Και τώρα πια θα προσθέσουν κι ένα ακόμα: τον Κωνσταντίνο Κατσίφα.
Οι τρείς τους θα έχουν ανταμώσει πια «εκεί πάνω»…
Και θα κάνουν καλή παρέα.
Κι εμείς «εδώ κάτω»,
θα τους κρατάμε αναμμένο το καντήλι στο εικονοστάσι της ψυχής μας.
Δίπλα σε τρείς άλλους μαρτυρικούς Έλληνες:
Τον Καραολή, τον Δημητρίου και τον Αυξεντίου.
Κι αυτοί, δίπλα στον Μαρδοχαίο Φριζή τον Ελληνοεβραίο αξιωματικό που σκοτώθηκε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου, κοντά στην Πρεμετή, το Δεκέμβριο του 1940, πολεμώντας με απίστευτο ηρωϊσμό και αυτοθυσία…
Κι αυτός δίπλα στον Παύλο Μελά…
Κι όλοι αυτοί, δίπλα σε δικούς μας ανθρώπους, παπούδες και προπάτορες, που δεν έγιναν ευρύτερα γνωστοί, αλλά ανήκουν στην οικογένεια καθενός μας, και κρατάμε την ανάμνησή τους, γιατί πολέμησαν και βρήκαν ηρωϊκό θάνατο…
Δεν φτιάχτηκαν τραγούδια γι’ αυτούς.
Δεν στήθηκαν ανδριάντες.
Δεν τους δόθηκε «σύνταξη»…
Αλλά είναι οι δικοί μας άγνωστοι ήρωες.
Τους μνημονεύουμε στα τρισάγια.
Έχουμε τις φωτογραφίες τους ή τα όπλα ή τα παράσημά τους
σε κάποια γωνιά του καθιστικού μας.
Και όταν τα παιδιά μας ρωτάνε, τους λένε την ιστορία τους.
Όπως μας τη διηγήθηκαν κι εμάς οι γονείς μας.
Κι έτσι πάει η μνήμη «αλυσίδα» από γενιά σε γενιά…
Τον Αύγουστο του 1996, πριν 22 χρόνια, μέσα σε τέσσερις μέρες σκοτώθηκαν δύο Ελληνόπουλα στην Κύπρο:
Ο Τάσσος Ισαάκ, που πήγε να σώσει νεαρούς διαδηλωτές από τις βιαιοπραγίες των τούρκων και τουρκοκυπρίων παρακρατικών στη «πράσινη γραμμή» της Δερύνειας.
Τον απομόνωσαν, τον έριξαν κάτω οι τραμπούκοι και τον σκότωσαν με ρόπαλα…
Τρείς μέρες αργότερα, μετά την κηδεία του Τάσου, ο φίλος του Σολωμός Σολωμού πήγε στον τόπο που τον δολοφόνησαν μαζί με πολλούς άλλους, να διαμαρτυρηθεί.
Κάποια στιγμή ξέφυγε – κι από τους φίλους του κι από τους αντιπάλους απέναντι – και έτρεξε προς τα κατεχόμενα όπου ανέμιζε το σύμβολο της σκλαβιάς, η Τουρκική σημαία…
Σκαρφάλωσε στον ιστό να την κατεβάσει, κρατώντας ακόμα το τσιγάρο στο στόμα. Από απέναντι Τούρκος σκοπευτής τον σκότωσε με μια σφαίρα στο λαιμό…
Γι’ αυτόν τραγούδησε ο Μητροπάνος αργότερα σε στίχους Άλκη Αλκαίου (και μουσική Θάνου Μικρούτσικου) το συγκλονιστικό εκείνο:
«Όσοι με το χάρο γίναν φίλοι,
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη.
Στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι.
Πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί,
Πάντα γελαστοί και γελασμένοι…»
Αυτά τον παρορμητικό ηρωϊσμό της αυτοθυσίας του Ισάακ
και αυτά τα «τρελά όνειρα» του Σολωμού,
ο κύριος Φίλης δεν θα τα καταλάβει ποτέ…
Μην τον βρίζετε το Φίλη. Μην τον ελεηνολογείτε.
Μόνο να τον λυπάστε…
Όταν ήμουν μικρός με πρόσεχε μια μεσόκοπη κυρία από την Κύπρο.
Δεν ήταν ιδιαίτερα «θεούσα»…
Αλλά κάθε βράδυ άναβε ένα πρόχειρο καντήλι κι έλεγε ένα τραγουδάκι…
«Εις το βουνό ψηλά εκεί, είναι εκκλησιά ερημική
Το σήμαντρό της δεν χτυπά, δεν έχει ψάλτη ουδέ παπά,
Ένα καντήλι θαμπερό κι ένα πέτρινο σταυρό,
Έχει στολίδι μοναχό το εκκλησάκι το φτωχό…
Δυο τάφοι άνοιξαν εκεί, στην Κύπρο τη μαρτυρική
Και ο διαβάτης σαν περνά, στέκεται και τους προσκυνά…»
Σε εκείνο το σημείο βούρκωνε. Και σταματούσε…
Κι αυτή η μυσταγωγία επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ…
Πολλά χρόνια αργότερα, έμαθα ότι ήταν ένα παιδικό τραγουδάκι του Άγγελου Βλάχου που είχε γραφτεί στις αρχές του 20ου Αιώνα…
Αλλά οι Κύπριοι το έκαναν «δικό τους» – προσθέτοντας το τελευταίο δίστοιχο – μετά την εκτέλεση των Μιχάλη Καραολή και του Ανδρέα Δημητρίου το 1956.
Μια μέρα πριν τους εκτελέσουν στην Κύπρο οι Βρετανικές δυνάμεις κατοχής, στην Αθήνα γίνονταν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν τέσσερις νέοι Έλληνες διαδηλωτές.
Το ονόματά εκείνων των νεκρών ξεχάστηκαν.
Αλλά ο δρόμος μπροστά από το σπίτι του Βρετανού πρέσβη στο Κολωνάκι, μετονομάστηκε επίσημα τότε σε «Οδός Καραολή και Δημητρίου» (μόνο εκείνο το κομμάτι, μετά συνεχίζεται ως «Οδός Λουκιανού»).
Ακόμα, το όνομα των δύο νεομαρτύρων της Κύπρου δόθηκε και σε δεκάδες άλλους δρόμους στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε όλες σχεδόν της πόλεις μας.
Πόσοι το ξέρουν τώρα πια; Ελάχιστοι…
Κι όμως χάραξαν δρόμους μέσα στις ψυχές μας.
Δρόμους συνείδησης και αυτοσυνειδησίας.
Αθάνατοι!
Τον Οκτώβριο του 1904, όταν σκοτώθηκε ο νεαρός αξιωματικός Παύλος Μελάς στη κατεχόμενη τότε από τους Οθωμανούς Μακεδονία, η σιωπή της επίσημης Ελλάδας για τον Μακεδονικό Αγώνα «έσπασε»! Έγινε θρύψαλα…
Οι εφημερίδες άρχισαν να γράφουν.
Η κοινή γνώμη να αφυπνίζεται.
Πολιτικοί και λόγιοι και συγγραφείς της εποχής, έφεραν στην επιφάνεια ένα θέμα που το τότε «κατεστημένο» ήθελε να ξεχαστεί…
Πρώτος ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε για τον ηρωϊκό νεκρό που η θυσία του «αφύπνιζε το κοιμώμενο γένος»:
«Δεν είσαι ηχώ του κόσμου αυτού,
είσαι η καθάρια στάλα των μακαρίων,
που στης σκλαβιάς το απόκρυφο σκολειό
με το Ψαλτήρι εθέριεψαν και το χρυσό στεφάνι
της Υπερμάχου εφίλησαν, και παν στο μακελειό».
Κι επειδή τότε δεν μασούσαν τα λόγια τους, το ποίημα συνέχιζε:
«Την ώρα που στο χώμα σου φέρνουν το «Χαίρε» οι σκλάβοι
και μπήγουν όρκους τα σπαθιά στη γης, ας σταλαχτή
σε λήκυθον το δάκρυ τους να πιη η Ψυχή του Γένους,
Χάρου φαρμάκι να γενή – και να σ᾿ εγδικηθή»
Τις ίδιες εκείνες μέρες ο Κωστής Παλαμάς χάραξε κι αυτός κάποιους στοίχους για τον Παύλο Μελά:
«Σε κλαίει ο λαός! Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι,
Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι…»
Κι ο λαός πράγματι έκλαψε τότε.
Κάποιοι από αληθινή θλίψη. Κάποιοι από τύψεις.
Τότε υπήρχε ακόμα φιλότιμο, βλέπετε…
Και τον Κωνσταντίνο Κατσίφα τον έκλαψε ο λαός σήμερα…
Κι αυτοί που πήγαν στην κηδεία του. Κι όσοι δεν πήγαν…
[Όχι, αυτοί που τον σκύλεψαν την μνήμη του δεν τον έκλαψαν
Κι αυτοί που δεν βρήκαν μια λέξη να πουν για το χαμό του,
ίσως ντρέπονται τώρα…]
Αλλά ο λαός τον έκλαψε τον Κωνσταντίνο! Απ’ άκρη σ’άκρη…
Κι όταν είδε να τον σκεπάζει η γαλανόλευκη σπάραξε η ψυχή του.
Κι έτσι ο Κωνσταντίνος ανέβηκε ψηλά και πήρε τη θέση του
δίπλα στον Ισαάκ, και στο Σολωμό, και στο Καραολή και στο Δημητρίου
και στον Αυξεντίου και στον Φριζή και στον Παύλο Μελά…
Ένα καντηλάκι άσβεστης μνήμης ακόμα…
Κι άλλη μια βαθιά χαρακιά αυτοσυνειδησίας, σμιλεύει την ένοχη ψυχή μας.
Χωρίς αυτούς, με το παράδειγμά τους και τη θυσία τους,
να μας ξυπνάνε, να μας συγκλονίζουν, να μας συνεφέρνουν,
θα είχαμε ξεχάσει ποιοι είμαστε.
Οι ήρωες μας κάνουν «πρόσωπα».
Γιατί μας φέρνουν σε «κοινωνία» με τους γύρω μας.
Μας φέρνουν αβίαστα και τραγικά απέναντι στο χρέος μας.
Μας βάζουν να αναμετρηθούμε με όσους «πέρασαν» κι έμειναν όρθιοι…
Αλλά και με όσους «θα ’ρθούνε» και πρέπει να γεννηθούνε όρθιοι!
Κι αυτή η «κοινωνία» με την Ιστορία μας,
είναι τελικά μια περιπλάνηση στα βάθη της Ψυχής μας.
Που την ανακαλύπτουμε στο ημίφως
από το καντηλάκι που καίει στη μνήμη τους…
Και μαζί καίει κι εμάς…
Δίπλα μας, μέσα στον οχλοβοή,
κάποιοι άλλοι τσακώνονται για το πώς θα πληρώνονται οι παπάδες,
για το πότε θα πάρουν τα αναδρομικά οι δικαιούχοι,
για το πώς θα… αποκαθηλώσουμε τα θρησκευτικά σύμβολα
από το Σύνταγμα και τις σημαίες,
για το πώς θα ξεπουλήσουμε τη Μακεδονία,
και τη Βόρειο Ήπειρο και την Κύπρο, και δεν ξέρω πόσα ακόμα…
Παραδίπλα μας, άλλοι ετοιμάζονται να «γιορτάσουν»
Το… «Πολυτεχνείο» και το «Γρηγορόπουλο»…
Αλλά είπαμε, ο καθένας και οι ήρωές του,
ο καθένας και τα πρότυπά του,
ο καθένας και οι μνήμες του…
Τι στοίχημα πάτε πως, όταν εμφανίζονται οι αληθινοί ήρωες
και τα πραγματικά σύμβολα
που καίνε την ψυχή και τη συνείδηση του κόσμου,
όλα τα σκιάχτρα της αμνησίας
και όλα τα φτιασίδια της προπαγάνδας,
ξεφτάνε και διαλύονται…
Και γίνονται αέρας. Μολυσμένος και δύσοσμος
Γιατί η γη ποτίστηκε ξανά με το αίμα της Παλικαριάς και της Θυσίας.
Που αφυπνίζει και λυτρώνει!
Κωνσταντίνε, να μας συγχωρείς που δεν είμαστε αντάξιοί σου.
Σε ευχαριστούμε για ό,τι ήσουν, γιατί ό,τι έκανες,
για ό,τι μας θύμισες, γιατί ό,τι μας έμαθες.
Σε ευχαριστούμε που μας έδειξες τι σημαίνει να είμαστε Ελεύθεροι άνθρωποι
Σε ευχαριστούμε που μας έκανες ξανά υπερήφανους που είμαστε Έλληνες
Κι ας μην τ’αξίζουμε…
Σε κλαίει ο λαός.
Αν και στην πραγματικότητα, τον εαυτό του πρέπει να κλαίει…