ΣΕΙΣΜΟΣ ΑΘΗΝΑ – ΕΙΔΗΣΕΙΣ: Περιμένουμε νέο μεγάλο σεισμό; Πού διαφωνούν οι σεισμολόγοι.
Φόβο, πανικό και αγωνία για ένα νέο χτύπημα προκάλεσε ο σεισμός που σημειώθηκε την Παρασκευή 19 Ιουλίου στην Αθήνα, Η δόνηση μετρήθηκε στους 5,1 βαθμούς της Κλίμακας Ρίχτερ, είχε επίκεντρο 23 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αθήνας, περίπου στην περιοχή της Μαγούλας και το εστιακό της βάθος ήταν στα 12 χλμ. από την επιφάνεια του εδάφους. Έγινε αισθητός στις 14.13 της Παρασκευής και θα μπορούσε να είναι «άλλος ένας συνηθισμένος σεισμός», ένας από τους πολλούς που σημειώνονται στον ελλαδικό χώρο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τελικά, όμως, δεν ήταν κάτι τέτοιο.
Αναφορές για ανθρώπινες απώλειες, ευτυχώς, δεν υπήρξαν. Οι τραυματίες ήταν ελάχιστοι και ουδείς εξ αυτών σε κατάσταση που να εμπνέει ανησυχία. Τα κτήρια που κατέρρευσαν ήταν ούτως ή άλλως ακατοίκητα, σεισμόπληκτα, μισοκατεστραμμένα και ετοιμόρροπα. Το κουφάρι του ταινιόδρομου που έγινε συντρίμμια στην προβλήτα Ε1 του λιμανιού του Πειραιά ήταν ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα, ατύπως μνημείο, που εδώ και δεκαετίες ουδείς αναλάμβανε την ευθύνη για την κατεδάφιση ή τη συντήρηση του. Γενικότερα, οι υλικές ζημιές ήταν οι αναμενόμενες.
Ο φόβος όμως που κυρίευσε τους κατοίκους του Λεκανοπεδίου ήταν αναντιστοίχως δυσανάλογος του πραγματικού συμβάντος.
Λειτουργώντας με το ένστικτο σε έναν αντανακλαστικό αυτοματισμό, οι Αθηναίοι μπήκαν στα αυτοκίνητα τους και βγήκαν στους δρόμους. Με τις αναπόφευκτες διακοπές ρεύματος, πολλοί από τους φωτεινούς σηματοδότες τέθηκαν εκτός λειτουργίας. Ταυτόχρονα με την κυκλοφοριακή συμφόρηση στους κεντρικούς οδικούς άξονες σχεδόν ολόκληρου του Λεκανοπεδίου, υπερφορτώθηκαν τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Πάνω από 20.000 κλήσεις ανά δευτερόλεπτο έπνιξαν τις γραμμές. Οπότε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της πρωτεύουσας βρέθηκε εγκλωβισμένο στο μποτιλιάρισμα, ανήμπορο να επικοινωνήσει με τους οικείους του. Για πάρα πολλούς ήταν ο ίδιος εφιάλτης σε επανάληψη, ένα deja vu του 1999.
Οι εν λόγω αντιδράσεις εκδηλώθηκαν μαζικά και προσέλαβαν αστραπιαία διαστάσεις καθολικής αγκύλωσης στη ζωή της Αθήνας, κυρίως, λόγω του παρελθόντος ο προχθεσινός σεισμός άνοιξε ξανά το συλλογικό τραύμα που είχε προκαλέσει εκείνος της 7ης Σεπτεμβρίου 1999. Στην ουσία, αυτή η υποτροπή σε μια εξαιρετικά επώδυνη μνήμη ήταν η πιο αλγεινή συνέπεια από τα 5,1 Ρίχτερ που δόνησαν την Αττική την Παρασκευή το μεσημέρι. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι αντέδρασαν όπως το 1999, παρακινημένοι, όχι από έναν τρόμο που βίωναν πραγματικά στις 19 Ιουλίου του 2019, αλλά από τον τρόμο που είχαν βιώσει 20 χρόνια πριν, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999. Ασχέτως εάν τότε ο σεισμός ήταν κατά κυριολεξία φονικός, με νεκρούς, τραυματίες την τραγωδία της Ricomex κ.λπ. Επιγραμματικά, εκείνο το χτύπημα του Εγκέλαδου ήταν πολύ πιο βίαιο, έντασης περίπου 6 Ρίχτερ, και άφησε πίσω του 143 νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και υλικές ζημιές άνω των 3 δισ. ευρώ.
Άκης Τσελέντης: «Σιγά τον σεισμό»
Αν και χωρίς τον πανικό του ’99, η αυθόρμητη αντίδραση των Αθηναίων προκάλεσε ασφυξία στην πόλη για αρκετές ώρες. Καταδείχθηκε έτσι για άλλη μία φορά η θεμελιώδης αντίφαση ότι από τη μία οι Έλληνες, είναι εξοικειωμένοι με τους σεισμούς. Από την άλλη, όμως, κάθε φορά μοιάζει για όλους σαν την πρώτη.
Όπως παρατήρησε ο καθηγητής Γεωλογίας και διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, Άκης Τσελέντης, «με εξέπληξε που μια σύγχρονη πόλη όπως η Αθήνα το 2019 επέδειξε αυτή τη συμπεριφορά. Σιγά τον σεισμό. Δηλαδή εάν ήταν 6 Ρίχτερ τι θα κάναμε; Θα πέφταμε στη θάλασσα να σωθούμε;».
Παρ’ όλα αυτά, οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό δικαιολογημένες ή, έστω, αναπόφευκτες. Διότι, εκτός από την αίσθηση που είχε ο καθένας κατά τη διάρκεια του σεισμού, υπήρξαν και οι πρώτες πληροφορίες οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι το επίκεντρο βρισκόταν περίπου στην περιοχή που είχε δώσει τον σεισμό του ’99, κοντά στην Πάρνηθα. «Ήταν αυτός ο κύριος σεισμός ή μια πρόδρομη δόνηση για κάτι ακόμη χειρότερο;».
Οι ειδικοί που άρχισαν να εμφανίζονται στα ΜΜΕ, παρά το μπλακάουτ στις τηλεφωνικές συνδέσεις, εμφανίζονταν επίμονα επιφυλακτικοί -και κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό, σε διάσταση απόψεων μεταξύ τους. Κάποιοι σεισμολόγοι εξέφραζαν την άποψη ότι η δόνηση των 5,1 Ρίχτερ ήταν η κύρια και θα ακολουθούσαν, φυσιολογικά, μικρότεροι μετασεισμοί, κάποιοι άλλοι δεν διακινδύνευσαν καμία εκτίμηση. Κάποιοι ταύτισαν το επίκεντρο του πρόσφατου με τον σεισμό του ’99 και ορισμένοι όχι. Οι συγκεχυμένες απόψεις δεν βοηθούν ιδιαίτερα στην αναχαίτιση της ανασφάλειας. Τουλάχιστον όμως αντέδρασε ως όφειλε η εκτελεστική εξουσία: η ταχύτατη εμφάνιση του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα με σύντομο καθησυχαστικό μήνυμα, καθώς και η παρουσία αρμόδιων υπουργών εκεί όπου έπρεπε να βρίσκονται, πρόσφεραν μια κάποια ανακούφιση ότι ο κρατικός μηχανισμός, αν μη ή άλλο, έχει επιληφθεί της κατάστασης.
Ο Γεράσιμος Χουλιάρας, διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, χρησιμοποίησε το Facebook για να ενημερώσει τους πολίτες. «Είκοσι έξι σεισμοί έχουν καταγραφεί/αναλυθεί από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο. Μικρό δείγμα για ασφαλή συμπεράσματα από τις πρώτες έξι ώρες», ήταν μία από τις αναρτήσεις του. Προηγουμένως, όμως, είχε γράψει κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό: «Δύο σενάρια υπάρχουν, ή πάμε για εκτόνωση, ή πάμε για μεγαλύτερο σεισμό. Μόνο ο χρόνος και η καταγραφή της ακολουθίας θα το δείξουν αυτό και κανένας βιαστικός άνθρωπος». Ο καθηγητής Τσελέντης κινήθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση, ειπδεικνύοντας μεγαλύτερη τόλμη ως προς τις προβλέψεις του.
«Ο σεισμός των 5,1 Ρίχτερ ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο κύριος σεισμός», δήλωσε. «Τις ώρες που ακολούθησαν, στο Ινστιτούτο καταγράφαμε δεκάδες μετασεισμούς, με τον μεγαλύτερο εκ των οποίων στα 4,4 Ρίχτερ. Έχουμε πολλά 3άρια, 3μισάρια, πάρα πολλά κάτω των 2 Ρίχτερ, επομένως το φαινόμενο εξελίσσεται απόλυτα φυσιολογικά». Όσο για το επίκεντρο και τη συνάφεια του με τον σεισμό της Πάρνηθας τον Σεπτέμβριο του ’99 ο κ. Τσελέντης λέει ότι «φαίνεται να ήταν ο σεισμογόνος χώρος που έδωσε τον σεισμό του 1999. Τότε είχε σπάσει το ανατολικό κομμάτι, τώρα έσπασε το δυτικό, το οποίο είναι πολύ μικρότερο. Γι’ αυτό και εξέφρασα την άποψη ότι έχει εξαντλήσει το δυναμικό του, που δεν μπορεί να υπερβεί τα 5,1 Ρίχτερ.
Το δυτικό κομμάτι του ρήγματος δεν ήταν ενεργοποιημένο και ενεργοποιήθηκε την Παρασκευή. Το να επανενεργοποιηθεί το ανατολικό είναι μάλλον απίθανο, καθώς αυτό έχει εξαντλήσει το σεισμικό του δυναμικό από το ’99. Το να ενεργοποιήσει ο νέος σεισμός άλλα ρήγματα είναι και αυτό απίθανο, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο με μεγάλους σεισμούς, όχι από μια δόνηση 5,1 Ρίχτερ». Κατά τον Άκη Τσελέντη, το άμεσο μέλλον θα περιλαμβάνει συχνές επισκέψεις του Εγκέλαδου: «Ένας σεισμός με τόσο ρηχό εστιακό βάθος, στα 13 χιλιόμετρα, θα μας δώσει μια πλούσια μετασεισμική ακολουθία, η οποία θα κρατήσει, θα έλεγε κανείς, πολλές εβδομάδες. Κατόπιν θα σταματήσει και μετά από μερικούς μήνες μπορεί να έχουμε πάλι έναν ισχυρό μετασεισμό. Αλλά το τονίζω, θα είναι μετασεισμός. Όχι κύριος σεισμός».
Τα Ρίχτερ των… καθηγητών
Ο Ευθύμης Λέκκας, καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών και πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), το βράδυ της Παρασκευής δήλωσε: «Οι εκτιμήσεις που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι πρόκειται για ένα ρήγμα που έχουμε χαρτογραφήσει κατ’ επανάληψιν στο παρελθόν ως γεωεπιστήμονες, επιφανειακά μετά τον σεισμό του 1999. Είναι ένα ρήγμα της τάξεως των 30 χιλιομέτρων, στο οποίο, απ’ ότι φαίνεται, την Παρασκευή ενεργοποιήθηκε ένα μικρό του κομμάτι, γι’αυτό είχαμε και μικρότερο σεισμό απ’ ότι το 1999. Βέβαια, στην περιοχή υπάρχουν και μικρότερα ρήγματα που δίνουν αυτούς τους μικρούς μετασεισμούς. Θεωρώ ότι ο σεισμός της Πάρνηθας το ’99 με αυτόν της Παρασκευής προήλθαν από τον ίδιο σεισμογόνο χώρο. Έχουμε να κάνουμε με την ολοκλήρωση του σπασίματος που υπέστη το ρήγμα, εφόσον έσπασε το τμήμα εκείνο που δεν είχε σπάσει τα προηγούμενα χρόνια».
Ως παράπλευρη απώλεια εξαιτίας του σεισμού εκδηλώθηκε μια υφέρπουσα κόντρα ανάμεσα στους δύο πλέον διακεκριμένους ειδικούς, τους καθηγητές Άκη Τσελέντη και Εύθυμη Λέκκα. Αφορμή ήταν οι σοβάδες και τα κομμάτια τοιχοποιίας που έπεσαν από πολλά κτίσματα προξενώντας ζημιές αλλά και μικροτραυματισμούς σε διαβάτες. Κατά τη διάρκεια συνέντευξής του σε τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων το βράδυ της Παρασκευής, ο κ. Τσελέντης επέρριψε ευθύνες στον ΟΑΣΠ για την επικινδυνότητα πολλών κτηρίων, προβληματικών από στατική άποψη: «Αυτό που με έχει εξοργίσει είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλά διατηρητέα κτίρια στην Αθήνα που είναι ετοιμόρροπα, Ο ΟΑΣΠ δεν έχει κάνει καλά τη δουλειά του. Και ο δήμαρχος, αντί να βάζει ζαρντινιέρες με τριαντάφυλλα, μαζί με τον ΟΑΣΠ θα έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στην ελαχιστοποίηση του σεισμικού κινδύνου της πόλης του».
Σε αυτή τη μομφή, ο κ. Λέκκας αντέδρασε έντονα: «Η άγνοια του θεσμικού πλαισίου πραγματικά με εκπλήσσει. Ο ΟΑΣΠ δεν έχει καμία αρμοδιότητα πάνω στα παλιά κτίρια. Την έχουν οι δήμοι και οι τεχνικές τους υπηρεσίες. Ο ΟΑΣΠ έχει αρμοδιότητα μόνο για τη θέσπιση των κανονισμών και των κανονιστικών διατάξεων. Δεν μπορεί, βάσει του νόμου, να κάνει αυτοψίες. Αυτοψίες κάνουν μόνο οι μηχανικοί των δήμων. Τα κλιμάκια των μηχανικών που υπάγονται σε κάθε δήμο είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηρισμό των κτιρίων ως κατάλληλων ή όχι μετά τον σεισμό. Δεν μπορεί ο ΟΑΣΠ να έχει υπό την ευθύνη του τα 80.000 δημόσια κτίρια που βρίσκονται σε όλη τη χώρα. Δεν έχουμε αρμοδιότητα βάσει του θεσμικού πλαισίου. Αντιθέτως, οι δήμοι έχουν την ευθύνη να κατεδαφίζουν, μετά σχετικά πρωτόκολλα, τα ετοιμόρροπα κτίρια, Ο ΟΑΣΠ δεν έχει καμία απολύτως υπευθυνότητα πάνω σε αυτό το θέμα». Και, αφορμής δοθείσης, ο Ευθύμης Λέκκας επισήμανε γενικότερα ότι, «το μεγαλύτερο τμήμα του δομημένου ιστού της χώρας είναι κατασκευασμένο με τους αντισεισμικούς κανονισμούς που θεσπίστηκαν από τον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας. Ένα 70% των κατασκευών στην Ελλάδα, και των υποδομών, είναι πολύ ανθεκτικά, έχουμε έναν σχεδιασμό που είναι ίσως ο καλύτερος στον κόσμο και έχουμε πολύ μεγάλα περιθώρια ασφάλειας».
Στο ευρύτερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Τσελέντη – Λέκκα, θα μπορούσε να προστεθεί η άποψη ενός άλλου διαπρεπούς ειδικού, του Παναγιώτη Καρύδη, ομότιμου καθηγητή Αντισεισμικών Κατασκευών στο ΕΜΠ: «Τα κτήρια έχουν μνήμη: θυμούνται τους προηγούμενους σεισμούς και τις προηγούμενες βλάβες. Και είναι προσθετικό αυτό το στοιχείο. Για τον συγκεκριμένο σεισμό θα έλεγα ότι δεν ήταν και τίποτα το σημαντικό, ήταν μέτριος σε ένταση, σε σχετικά μεγάλο βάθος – δεν ήταν π.χ. στα 5 χλμ., ήταν στα 10-12 και έγινε λίγο πιο μακριά από πυκνοκατοικημένη περιοχή. Στη Μαγούλα είναι όλα τα κτίρια χαμηλά και δεν είχαμε τόσο έντονη μορφή της επικεντρικής περιοχής, ήταν μικρή η επιτάχυνση. Ήταν ένας μαλακός σεισμός. Δεν δημιούργησε μεγάλες επιταχύνσεις. Όπως ξέρουμε από τη Φυσική, η σοβαρότητα των ζημιών στα κτήρια εξαρτάται από το γινόμενο της μάζας επί την επιτάχυνση. Εν προκειμένω οι ζημιές που σημειώθηκαν από τον σεισμό της Παρασκευής εντοπίζονται κατά το πλείστον σε μη επισκευασμένα κτίρια από προηγούμενους σεισμούς. Από τον προηγούμενο μεγάλο σεισμό, αυτόν του 1999, περί τα 80.000 κτίρια ήταν επικίνδυνα και έπρεπε να επισκευαστούν σωστά. Αλλά μόνο 28.000-30.000 επισκευάστηκαν και αποχαρακτηρίστηκαν επισήμως. Αυτό δείχνει την κακή νοοτροπία που έχουμε εμείς οι Έλληνες».
Πηγή: Εφημερίδα «Πρώτο Θέμα»