Σωτηρία Μπέλλου: Μέσα στον Αύγουστο υπάρχουν δύο ημερομηνίες που σημάδεψαν το ελληνικό τραγούδι. 29 Αυγούστου γεννιέται και 27 Αυγούστου πεθαίνει η Σωτηρία Μπέλλου.
Η κορυφαία τραγουδίστρια της ελληνικής μπλουζ, όπως έγραψαν οι The New York Times. Γνήσια, αθυρόστομη, με πάθη, δηλωμένη λεσβία σε μία εποχή που αυτό ήταν αδιανόητο, αλκοολική, εθισμένη στον τζόγο.
Η Σωτηρία Μπέλλου σφράγισε με τη μοναδική φωνή της δεκάδες μουσικές δημιουργίες. Οι ερμηνείες της δυνατές, συγκλονιστικές, δεν περιορίστηκαν στο να ψυχαγωγήσουν, αλλά κατάφεραν να συνεπάρουν, αγγίζοντας πολύ συχνά ευρύτερες κοινωνικές καταστάσεις.
Επανακυκλοφορεί η βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου
Η φωνή της, για μισό περίπου αιώνα, έδωσε φτερά σε δεκάδες τραγούδια κάνοντάς τα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ψυχής. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που την έχουν κατατάξει στον κατάλογο εκείνων, που μόχθησαν, θυσίασαν, πρόσφεραν στην εξέλιξη της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού.
Το 2021 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή της και με αυτή την αφορμή επανεκδίδεται η βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου με τίτλο «Πότε ντόρτια πότε εξάρες» της Σοφίας Αδαμίδου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη.
Η Μπέλλου σημάδεψε το ελληνικό τραγούδι του 20ού αιώνα
Η συγγραφέας Σοφία Αδαμίδου ανέσυρε στο φως και μας προσφέρει έναν θησαυρό βιωμάτων και αφηγήσεων, που είναι ταυτόχρονα και εικόνες μιας ολόκληρης εποχής. Μίας ερμηνεύτριας που σημάδεψε καθοριστικά με τη διαδρομή της την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού και ευρύτερα του λαϊκού μας πολιτισμού.
Μέσα από διηγήσεις της ίδιας της Σωτηρίας Μπέλλου αλλά και ανθρώπων που τη γνώρισαν, με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό και ντοκουμέντα, φωτίζεται η πολυτάραχη ζωή της, οι αγωνίες, οι αγώνες για την επιβίωσή της, οι πίκρες, αλλά και οι χαρές μιας σπουδαίας καριέρας. Μια ζωή γεμάτη βάσανα, τραύματα, μα και θαύματα μιας ανθρώπινης φύσης εκρηκτικής, ανυπότακτης, καθ’ όλα και αδιαπραγμάτευτα ελεύθερης και μιας ψυχής που έγινε φωνή λαού.
Μια φωνή, που σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό -λαϊκό και έντεχνο- τραγούδι του 20ού αιώνα.
Γεννηθηκε στη Χαλκίδα, Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Οι γονείς της, όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα
Οταν η Μπέλλου έμαθε για τον όγκο στο λαιμό
«Στα πέντε χρόνια φιλίας με την Σωτηρία Μπέλλου, έζησα πολλές δυνατές στιγμές» αναφέρει μιλώντας στο iefimerida η συγγραφέας Σοφία Αδαμίδου. Και συνεχίζει. «Υπάρχουν κάποιες από αυτές όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
«Η γενναιότητα που αντιμετώπισε την ασθένειά της. Θυμάμαι ότι όταν oι γιατροί μας είπαν ότι είχε όγκο δεν ξέραμε πως να το διαχειριστούμε. Οι γιατροί πιστεύουν ότι όταν ο ασθενής γνωρίζει την ασθένεια από την οποία πάσχει, αποκτά δύναμη και μπορεί να την αντιμετωπίσει ενεργοποιώντας το σθένος του. Μας είχαν πει πως έχει έξι μήνες ζωής. Εζησε πάνω από τρία χρόνια.
Μια μέρα λοιπόν, οι γιατροί της μπήκαν στο δωμάτιο και μας ζήτησαν να βγούμε έξω. Της είπαν ότι είχε όγκο. Όταν βγήκαν οι γιατροί, μπαίνουμε μέσα, γεμάτες αγωνία για το πως θα το αντιμετώπιζε. «Έχω όγκο στο λαιμό», είπε πολύ ψύχραιμη».
«Είναι πολύ καλοί γιατροί. Όλα θα πάνε καλά», της είπα. Έδειξε να ελπίζει. Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να την πηγαίναμε το βράδυ στην εκκλησία του Σωτήρος στο Μαρούσι. Ήταν παραμονή της γιορτής. Ρωτήσαμε το γιατρό αν μπορούσε να βγει για λίγες ώρες και αφού της το επέτρεψε, πήγαμε. Άναψε ένα κερί, κάθισε για λίγο μπροστά στην εικόνα, έκανε το σταυρό της και μας είπε «πάμε».
Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια.
Εφυγε από το νοσοκομείο για να παίξει ζάρια
«Θυμάμαι ένα βράδυ πήγα να την δω στο Σωτηρία. Ήταν καλύτερα. Μου ζήτησε να πάμε μα βόλτα. Πήραμε άδεια από τους γιατρούς. Ενθουσιάστηκε. Ντύνεται, και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Είχε βραδιάσει. Βγήκα έξω να περιμένω ταξί. Εκείνη περίμενε μέσα και με έβλεπε από το τζάμι. Βρίσκω ταξί, της κάνω νόημα και έρχεται. Μπαίνουμε στο ταξί και τη ρωτάω που θα ήθελε να πάμε».
«Πάμε και βλέπουμε», μου λέει. Μόλις βγήκαμε από τον περίβολο του νοσοκομείου κι ενώ δεν έχουμε ακόμη πει στον ταξιτζή τον προορισμό μας, γυρνάει και μου λέει «Δεν πάμε στη Γλυφάδα»; «Τόσο μακριά; Είναι αργά» της λέω. «Πάμε να ρίξουμε και καμιά»… μου λέει και μου κάνει νόημα με το χέρι για ζαριά. Δεν το πίστευα. Το πάθος της δεν την εγκατέλειψε. Της είπα πως ήταν αδύνατο να πάω μαζί της γιατί είχα δουλειά και έπρεπε να γυρίσω νωρίς στο σπίτι. «Καλά, θα πάω εγώ. Θες να κατέβεις; Πάμε μια άλλη μέρα όπου θέλεις εσύ».
Εγώ της είχα πει εκείνη τη δικαιολογία για να την αποτρέψω. Φοβόμουν. Τι θα γινόταν αν την έπιαναν, τώρα που βρισκόταν στο νοσοκομείο;
Δε θέλανε πολύ για να την κατηγορήσουν. Προσπάθησα να την προστατέψω, αλλά η Σωτηρία δεν επέτρεπε σε κανέναν τις απαγορεύσεις στο κέφι της. Και το «παιχνίδι» ήταν πάντα ένα πάθος αξεπέραστο ακόμη και σε κείνες τις δύσκολες μέρες που περνούσε».
«Παρακάλεσα τον ταξιτζή να την πάει και αν ήταν δυνατόν να την περιμένει ή να πάει μετά από κάποια ώρα, που θα του έλεγε για να την ξαναφέρει στο νοσοκομείο. «Εντάξει, θα τα βρούμε», είπε ο ταξιτζής, «μην ανησυχείτε, μια Σωτηρία Μπέλλου έχουμε να της χαλάσουμε χατίρι»; είπε χαμογελώντας ο ταξιτζής.
Κατέβηκα και ακόμη δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν ήξερα αν έπρεπε να θυμώσω μαζί της, ή να χαμογελάσω. Και γιατί να θυμώσω; Με ποιο δικαίωμα να κρίνω έναν άνθρωπο που τώρα σ’ αυτή τη δύσκολη φάση της ζωής της γουστάρει να τη ρουφήξει ως το μεδούλι. Να ρουφήξει ό,τι της απέμεινε με τον τρόπο που εκείνη διάλεξε».
«Τα ζάρια ήταν το μεγάλο της πάθος»
«Τον Ιούλιο του 1997 επιστρέφοντας από διακοπές πήγα να την δω. Σας βλέπω καλύτερα από την άλλη φορά της είπα. Μόλις νιώσετε καλύτερα θα πάμε μια βόλτα στο καζίνο.
Ξέρετε, πριν λίγες μέρες, πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου κι εγώ στο καζίνο και σας σκεφτόμουν. Έλεγα μόλις γίνει λίγο καλύτερα η Σωτηρία θα έρθουμε παρέα. Τι λέτε, θα πάμε; Άλλαξε έκφραση το πρόσωπό της. Φωτίστηκε από ένα μεγάλο χαμόγελο. Μου έστειλε ένα φιλί και μου είπε ψιθυριστά «σ’ αγαπώ». Η πρότασή μου, τη γέμισε αισιοδοξία. Από την πλευρά ένιωθα πως της το χρωστούσα από εκείνη τη μέρα που δεν την ακολούθησα στη Γλυφάδα. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου.
Τα ζάρια ήταν το μεγάλο της πάθος, αλλά και η μεγάλη της καταστροφή. Ξενύχτια, μόχθος, όλα χάθηκαν σε κάποιες ζαριές. Δεν αγαπούσε τα λεφτά, αλλά τα χρειαζόταν, όπως είχε πει. Πάντως, σίγουρα δεν πίστεψε ποτέ ότι θα τα αποκτούσε από το «παιχνίδι» για το οποίο αρκετές φορές απασχόλησε την αστυνομία και τον Τύπο.
Η μόνη φορά και μάλλον η τελευταία που «απασχόλησε» την Ασφάλεια, αλλά όχι και τον Τύπο, ήταν τον Ιούνιο του 1994.
Ήταν γύρω στις 3 τα ξημερώματα, όταν μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι βρισκόταν στην Ασφάλεια.
Με έχουν στην Ασφάλεια. Δεν έχω δραχμή, ούτε για ταξί να πάω στο σπίτι μου. Το πρωί θα με περάσουν αυτόφωρο. Μπορείς να ‘ρθεις από την πλαϊνή πόρτα και να με ζητήσεις; Φέρε μου κανένα χιλιάρικο και κάτι να φάω.
Πήρα αμέσως ταξί και έφτασα στην Αλεξάνδρας. Μάταια. Δε μου επέτρεψαν να περάσω και γύρισα πίσω. Με το που φτάνω στο σπίτι ακούω να μιλάει στον τηλεφωνητή. Η ώρα είχε φτάσει τέσσερις το πρωί. Προλαβαίνω και σηκώνω το ακουστικό. Η φωνή της ήταν πολύ κουρασμένη και απογοητευμένη που δεν πήγα. Γιατί δεν ήρθες; Της εξήγησα. Φανερά θυμωμένη τους αλήτες, τους πούστηδες… Την άλλη μέρα την άφησαν».
«Αυτό που δε θα ξεχάσω επίσης ήταν το δάκρυ πριν κλείσει για πάντα τα μάτια της. Δε διαμαρτυρήθηκε ποτέ για πόνους. Ίσως γιατί τον μεγαλύτερο πόνο τον είχε στην ψυχή. Όταν έφτασε το τέλος, σα να το ένιωσε, έκλεισε τα μάτια κι ένα δάκρυ κύλησε.
Έφυγε. Ετσι ήσυχα. Εκείνο το παγωμένο δάκρυ που κύλησε κλείνοντας για πάντα τα μάτια της ήταν η μόνη «διαμαρτυρία» για τον τρίχρονο γενναίο αγώνα της με το θάνατο. Ήταν ό,τι επέμενε από την μικρή ατίθαση Σωτήρα, που παρότι έφερε πλέον στην πλάτη της εβδομήντα έξι χρόνια γεμάτα, πλούσια σε εμπειρίες, δυσκολίες, βάσανα, καημούς, χαρές, σχόλια, αντιθέσεις, καλλιτεχνικές επιτυχίες, παρότι η ταυτότητά της έγραφε Σωτηρία Μπέλλου, εκείνο το δάκρυ ήταν το δάκρυ ενός μικρού παιδιού που θύμωνε και παραπονιόταν γιατί δε χόρτασε τη ζωή», αναφέρει η Σοφία Αδαμίδου.
Το 2021 συμπληρώνονται 100 χρόνια παό τη γέννησή της και επανεκδίδεται η βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου με τίτλο «Πότε ντόρτια πότε εξάρες» της Σοφίας Αδαμίδου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη
Ο Ξένος Τύπος για τη Σωτηρία Μπέλλου
«Η Μπέλλου ήταν η τελευταία και μεγαλύτερη, ίσως, τραγουδίστρια των ρεμπέτικων που, στην ελληνική μουσική σκηνή, αντιστοιχούν στα αμερικάνικα μπλουζ ή στα ταγκό της Αργεντινής. Και η Μπέλλου είχε ύφος – ψυχικό σθένος και στιλ που συνυφαίνονταν με την ικανότητά της να εμπνέει σεβασμό. Παρά τη βασανισμένη ζωή της, δεν έχασε ποτέ το κέφι της ή την τόλμη να υψώνει το ανάστημά της». The Guardian του Constantine Buhayer
«Η Σωτηρία Μπέλλου, κορυφαία τραγουδίστρια της δημοφιλούς ρεμπέτικης μουσικής, που συχνά περιγράφεται σαν ελληνική μπλουζ, πέθανε την Τετάρτη, δύο ημέρες πριν τα εβδομηκοστά έκτα γενέθλιά της». The New York Times του Paul Anastasi
iefimerida.gr