Άλκης Γιαννακάς: Θλίψη έχει σκορπίσει στον καλλιτεχνικό χώρο ο θάνατος του σπουδαίου ηθοποιού Άλκη Γιαννακά, που άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 80 ετών, βάζοντας τίτλους τέλους σε μια ζωή γεμάτη εικόνες, ρόλους και αναμνήσεις από τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου.
Ρεπορτάζ: Κατερίνα Θεοχάρη
Η δυσάρεστη είδηση έγινε γνωστή το πρωί της Τρίτης 14 Οκτωβρίου 2025 και επιβεβαιώθηκε από τη σύντροφό του, Κατερίνα, με την οποία μοιράστηκε 25 χρόνια κοινής πορείας. Η κηδεία του θα τελεστεί την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου, στις 12:00 το μεσημέρι, σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπως ανακοίνωσε η ίδια στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, το οποίο εξέφρασε τα θερμά συλλυπητήρια του στην οικογένεια και στους συνεργάτες του εκλιπόντος.
Ένας αυθεντικός ζεν πρεμιέ της δεκαετίας του ’60
Ο Άλκης Γιαννακάς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαρτίου 1945 και μεγάλωσε σε μια εποχή όπου ο ελληνικός κινηματογράφος γνώριζε άνθηση. Από νεαρή ηλικία έδειξε έφεση στην υποκριτική, κάτι που τον οδήγησε στη μεγάλη οθόνη, όπου καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο αγαπητούς ζεν πρεμιέ της δεκαετίας του ’60.
Η ερμηνεία του στην ταινία «Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» (1965) του χάρισε το προσωνύμιο που τον συνόδευσε σε όλη του τη ζωή — «το ρεμάλι» με την ευγενική ψυχή και τη ροκ στάση. Ο ρόλος αυτός τον καθιέρωσε στη συνείδηση του κοινού ως τον αντιήρωα που συγκινεί και προκαλεί ταυτόχρονα, έναν ήρωα της καθημερινότητας, μακριά από τα στερεότυπα του «καλού παιδιού» της εποχής.
Από τον ρομαντισμό στη σκληρή όψη της ζωής
Η πορεία του στον κινηματογράφο υπήρξε πλούσια και πολυεπίπεδη. Συμμετείχε σε δεκάδες ταινίες που σημάδεψαν την ελληνική φιλμογραφία:
«Ένας ντελικανής» (1963), «Ο παράς και ο φουκαράς» (1964), «Η σοφερίνα», «Τα μυστικά της αμαρτωλής Αθήνας» (1966), «Στα σύνορα της προδοσίας» (1968), «Οι γενναίοι του Βορρά» (1970), «Μαντώ Μαυρογένους» (1971) και πολλές άλλες.
Στη δεκαετία του ’80 εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές παραγωγές, αλλά και σε κοινωνικές ταινίες που κατέγραψαν τη μεταπολιτευτική Ελλάδα με πιο ρεαλιστικό βλέμμα.
Η φυσική του παρουσία, το χαρακτηριστικό βλέμμα και ο αντισυμβατικός τρόπος ζωής του τον μετέτρεψαν σε πρότυπο ανδρικής γοητείας και επανάστασης, σε μια εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στη λαϊκότητα και την καλλιτεχνική έκφραση.
Μια ήσυχη αποχώρηση από τα φώτα
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Άλκης Γιαννακάς αποσύρθηκε οριστικά από το θέατρο και την τηλεόραση. Επέλεξε μια πιο ήσυχη ζωή, μακριά από τις κάμερες και τη δημοσιότητα. Ζούσε στην Αθήνα με τη σύντροφό του, παρακολουθώντας τις εξελίξεις στον χώρο της τέχνης, αλλά σπάνια εμφανιζόταν σε δημόσιες εκδηλώσεις.
Φίλοι και συνεργάτες του περιγράφουν έναν άνθρωπο ευγενή, εσωστρεφή, αλλά πάντα διαθέσιμο για να μοιραστεί ιστορίες από τα γυρίσματα και τη «χρυσή εποχή» των στούντιο.
Η παρακαταθήκη του ελληνικού κινηματογράφου
Ο Άλκης Γιαννακάς υπήρξε μέλος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και υποστηρικτής των νέων δημιουργών. Πίστευε ότι «ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί να ξαναβρεί την ψυχή του, αρκεί να αγαπήσει ξανά τον άνθρωπο».
Οι συνάδελφοί του τον αποχαιρετούν με λόγια αγάπης και νοσταλγίας, μιλώντας για έναν «αθόρυβο πρωταγωνιστή που δεν διεκδίκησε τίτλους, αλλά έγραψε ιστορία με την αλήθεια του».
Το όνομά του θα παραμείνει συνώνυμο μιας ολόκληρης εποχής: των αθώων ρομαντικών, των δρόμων της Φωκίωνος Νέγρη και των θερινών σινεμά που γέμιζαν χαμόγελα.
Η απώλειά του κλείνει ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής κινηματογραφικής μνήμης, αφήνοντας πίσω του μια παρακαταθήκη γνήσιας καλλιτεχνικής ψυχής και σεμνότητας.
Καλό ταξίδι, Άλκη Γιαννακά — το ρεμάλι που αγάπησε η Ελλάδα.