Πολλαπλά ενδιαφέρουσα και, ίσως, (ανάλογα με το αποτέλεσμα που θα προκύψει και θα φανεί σ’ όλο του το εύρος μελλοντικά), βαρύνουσας σημασίας, όχι μόνο για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις αλλά και για ζητήματα ύψιστου ενδιαφέροντος για την Ελλάδα, είναι η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Ουάσινγκτον στις 17 και 18 Οκτωβρίου και η συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τράμπ στον Λευκό Οίκο.
Ιδιαίτερα μετά την πολύ πρόσφατη κατακόρυφη επιδείνωση των ήδη κακών αμερικανοτουρκικών σχέσεων, με την σύλληψη και προφυλάκιση ενός υπαλλήλου του αμερικανικού προξενείου στην Κωνσταντινούπολη και την έκδοση εντάλματος σύλληψης για έναν ακόμη υπάλληλο (που παραμένει έγκλειστος στο προξενείο για να μην συλληφθεί από τις τουρκικές αρχές), τους οποίους η Άγκυρα κατηγόρησε ως «πράκτορες» του Γκιουλέν. Το επεισόδιο προκάλεσε την αντίδραση της Ουάσινγκτον που προέβη άμεσα σε αναστολή έκδοσης βίζας για Τούρκους υπηκόους, μέτρο που ανακοίνωσε αντίστοιχα και η Άγκυρα για Αμερικανούς υπηκόους.
Η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, σε χθεσινή ανακοίνωσή της για την επικείμενη συνάντηση των δύο ηγετών, αναφέρει ότι «ο Πρόεδρος και ο Πρωθυπουργός θα συζητήσουν ένα εύρος διμερών και περιφερειακών θεμάτων, περιλαμβανομένης της αμυντικής συνεργασίας, των οικονομικών επενδύσεων, της ενεργειακής ασφάλειας και των ισχυρών πολιτιστικών δεσμών που συνδέουν τους Αμερικανούς και τους Έλληνες».
Από ελληνικής πλευράς, πέραν της επικοινωνιακής εκμετάλλευσης στην οποία έχει αποδυθεί η κυβέρνηση, η σημασία της επίσκεψης επιχειρείται–κυρίως μέσω διαρροών, να δοθεί στην «πίεση» που θα ασκήσει ο κ. Τσίπρας στον Αμερικανό πρόεδρο προκειμένου το ΔΝΤ να μεταβάλλει την στάση του έναντι του ελληνικού ζητήματος, καθώς επίσης και να εξασφαλίσει την προεδρική υποστήριξη για την προσέλκυση αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Αναφέρονται, βεβαίως, στην κυβέρνηση και στην εξέταση «αμυντικών θεμάτων» που απασχολούν τις δύο χώρες, αλλά αυτό το περνάει σε χαμηλότερο επίπεδο, και… «ευκαιριακά».
Η αναβάθμιση της Σούδας, το «ζουμί»
Να «πιέσει» τον ΔΝΤ, είναι πολύ αμφίβολο αν το μπορεί, ακόμη και αν το θέλει, ο (όποιος…) Αμερικανός Πρόεδρος. Όσο για την μεσολάβησή του να εκδηλωθεί ενεργά και έμπρακτα αμερικανικό επενδυτικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα, είναι κάτι που ο κ. Τραμπ ασφαλώς θα ήθελε, χωρίς φυσικά να μπορεί να… διατάξει τις αμερικανικές επιχειρήσεις, αλλά -ας μην γελιόμαστε- το αν θα υπάρξουν ή όχι ουσιαστικές επενδύσεις στην Ελλάδα, κατά κύριο αν όχι αποκλειστικό λόγο εξαρτάται από την… Ελλάδα, το θεσμικό της πλαίσιο, την ευελιξία και αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού και κυρίως από το εάν και κατά πόσο η χώρα… θέλει επενδύσεις και ιδιωτική πρωτοβουλία. Και επ’ αυτού, οι επιδόσεις ΣΥΡΙΖΑ είναι απογοητευτικές.
Στην πραγματικότητα, αυτό που ώθησε τον κ. Τραμπ να καλέσει τον κ. Τσίπρα, είναι κατά κύριο λόγω το άμεσο και πιεστικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ να ενισχύσουν την στρατιωτική (ναυτική και αεροπορική) παρουσία τους στην εν διαρκεί αναταραχή νοτιοανατολική Μεσόγειο, ιδίως εν όψει απρόβλεπτων (για την κοινή γνώμη, όχι τους επαΐοντες), εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή.
Να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση ανανέωσε πρόσφατα σιωπηρώς (σχεδόν εν κρυπτώ), για ένα ακόμη χρόνο τη συμφωνία για τη Σούδα. Οι Αμερικανοί ζητούσαν πενταετή ανανέωση, προκειμένου να ρίξουν πολλά χρήματα για να αναβαθμίσουν και εκσυγχρονίσουν την βάση τους στην Κρήτη, αλλά μια τέτοια πολυετής συμφωνία θα έπρεπε να περάσει από τη Βουλή, και θα δημιουργούσε, πολύ μεγάλα προβλήματα στην ήδη «φορτωμένη» με… μνημονιακές παρεκκλίσεις κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς επίσης και στο εσωκομματικό σκληρό στελεχιακό δυναμικό.
Η αναβάθμιση της Σούδας δεν εμπεριέχει απλά «τεχνικά» χαρακτηριστικά. Συνδέεται οργανικά με στρατηγικές και επιχειρησιακές ανάγκες των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, μετατοπίζει και ενδυναμώνει (υπέρ των ΗΠΑ, βεβαίως) το γεωπολιτικό βάρος της, σε μια στιγμή που η ευρύτερη περιοχή βρίσκεται υπό αναβρασμό, αναδύεται το ενδεχόμενο μετατόπισης συνόρων και δημιουργίας νέων, ενώ η μέχρι πρότινος ισχυρά Τουρκία καθίσταται ασθενής σύμμαχος των Δυτικών.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, αξίζει να υπενθυμηθεί και να φωτιστεί εντελώς διαφορετικά η σχετικά πρόσφατη «ιδέα-πρόταση» που είχε ρίξει υποτίθεται «τυχαία» ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος, για ενδεχόμενη παραχώρησης βάσεως στις ΗΠΑ και… στην Κάρπαθο.
Κατά τους στρατιωτικούς ειδικούς, η Κάρπαθος θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά και υποστηρικτικά προς την Σούδα. Φαίνεται ότι το αμερικανικό Πεντάγωνο, έχει ήδη βολιδοσκοπήσει την ελληνική πλευρά.
Ο ρόλος Κοτζιά
Αυτό το πιεστικό για τις ΗΠΑ αίτημα για ουσιαστική αναβάθμιση και ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας ΗΠΑ – Ελλάδος (και ενίσχυσης της αμερικανικής παρουσίας στην χώρα), φυσικά το γνωρίζει ο κ. Τσίπρας – άλλωστε θα δημιουργούσε έκπληξη αν δεν τον είχε ενημερώσει διεξοδικά και σε βάθος για όλες τις παραμέτρους, γεωστρατηγικές, οικονομικές και φυσικά πολιτικές, ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς, ο οποίος όχι μόνο έχει γίνει δέκτης των σχετικών αμερικανικών σχεδίων, αλλά διατηρεί και άριστες σχέσεις και διαύλους επικοινωνίας, όχι μόνο με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και με το Πεντάγωνο.
Το ζητούμενο είναι εάν ο κ. Τσίπρας θα πάει στον Λευκό Οίκο επαρκώς προετοιμασμένος για όλο το πολύπλοκο φάσμα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, και το εάν και κατά πόσο θ’ αποδειχθεί διατεθειμένος (και απαλλαγμένος ιδεοληψιών που χαρακτηρίζουν το παρελθόν του) και ικανός να διαπραγματευθεί τα ανταλλάγματα που θα πρέπει να ζητήσει η Ελλάδα. Αυτά τα οποία διακινούνται στους πολιτικούς διαδρόμους περί «ενίσχυσης των ελληνικών οπλικών συστημάτων» (αγορά ή «δωρεά» εκ μέρους των ΗΠΑ κάποιων αναβαθμισμένων F-16, ή παραχώρηση πολεμικού υλικού περασμένων χρήσεων), μόνο ως αστείο μπορούν να εκληφθούν ως «ανταλλάγματα».
Η χώρα αντιμετωπίζει πιεστικά και εν εξελίξει προβλήματα (Σκόπια, Κυπριακό, αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, στρατιωτική συνεργασία Σερβίας – Αλβανίας, με την ενθάρρυνση μάλιστα της Ουάσινγκτον, προσφυγικό) και κυρίως την κλιμακούμενη επιθετικότητα της Άγκυρας, που όσο απομονώνεται τόσο πιο επικίνδυνη γίνεται και «γοητεύεται» με την σκέψη εξαγωγής μιας κρίσης στο Αιγαίο. Θα ζητήσει, επί όλων αυτών, τη βοήθεια (και μια όσο το δυνατόν ισχυρότερη δέσμευση των ΗΠΑ), τώρα που και η Ουάσινγκτον «καίγεται» να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με την Ελλάδα;