«Το νερό δεν ακριβαίνει» τόνισε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Περιβάλλοντος, Πέτρος Βαρελίδης, σε συνέντευξή του στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινή Παρέα» με τον Διονύση Χατζημιχάλη, την επομένη της ανακοίνωσης των μέτρων για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας.
Περιγράφοντας την σημερινή κατάσταση της υδροδότησης στη χώρα, ανέφερε πως υπάρχουν πάνω από 280 πάροχοι που τιμολογούν το νερό στον πολίτη με περισσότερες από 500 διαφορετικές τιμές, ανάλογα με την περιοχή. «Σήμερα λοιπόν όλοι αυτοί οι πάροχοι που μιλάμε, άρα δήμους, ΔΕΥΑ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, όλοι αυτοί οι πάροχοι, με την εξαίρεση της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ που η τιμή τους εγκρίνεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, όλοι οι άλλοι πάροχοι ορίζουν ό,τι τιμή θέλουν και δεν έχει κανένα εργαλείο ο πολίτης και η πολιτεία και το κράτος να ελέγξει αν αυτή η τιμή είναι σωστή ή όχι. Είναι ακριβή, είναι φθηνή, είναι δίκαιη; Ερχόμαστε λοιπόν και βάζουμε κοινούς κανόνες, μια κοινή μεθοδολογία έτσι ώστε να υπάρχει διαφάνεια και να ξέρει ο κάτοικος της Α περιοχής ότι αυτός πληρώνει Χ τιμή το νερό και ο γείτονας του πληρώνει Ψ τιμή το νερό και να υπάρχει μία πίεση επομένως για μία σωστή και δίκαιη τιμολόγηση» σημείωσε ο κ. Βαρελίδης.
«Η ευρωπαϊκή νομοθεσία που δεν είναι τωρινή, η Οδηγία 2000/60 λέει ότι οι υπηρεσίες ύδατος, δηλαδή η ύδρευση-αποχέτευση, θα πρέπει να ανακτούν πλήρως το κόστος τους. Επομένως θα πρέπει το τι πληρώνεις να ανταποκρίνεται στο πόσο κοστίζει το νερό που παράγεται. Αυτό είναι διαφορετικό ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο παράγεται το νερό και από το πόσο κοντά ή μακριά έρχεται και πόσο καθαρό είναι, έτσι ώστε αντίστοιχα να θέλει περισσότερη ή μικρότερη διύλιση. Επομένως, είναι λογικό διαφορετικά μέρη να έχουν διαφορετικές τιμές. Σήμερα όμως, με βάση τα στοιχεία των ίδιων των παρόχων, όπου πρέπει να σας πω, αυτά είναι στοιχεία από λιγότερο από τους μισούς παρόχους, γιατί οι υπόλοιποι μισοί δεν δίνουν καν στοιχεία, δεν δίνουν καν στοιχεία, έχουμε από 21% ανάκτηση κόστους μέχρι 193 % ανάκτηση κόστους. Άρα έχουμε άλλους παρόχους που τιμολογούν, λιγότερο από ό,τι πρέπει και άλλους που τιμολογούν περισσότερο από ό,τι πρέπει. Ούτε το ένα είναι σωστό ούτε το άλλο είναι σωστό. Πρέπει όλα αυτά λοιπόν μέσω των κοινών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης να αναδειχθούν, να δούμε ποια είναι τα προβλήματα, να αποτυπώσουμε σωστά την κατάσταση. Πώς θα το κάνουμε αυτό; Μέσω της Ρυθμιστικής Αρχής Υδάτων, η οποία θα αρχίσει να λειτουργεί από το τέλος του χρόνου, ήδη έχει θεσπιστεί με τον νόμο 5037 του 2023 και τώρα στελεχώνεται έτσι ώστε μετά το κράτος και ο πολίτης σε τελική ανάλυση να έχει ένα εργαλείο να μπορεί να ελέγξει αν αυτό που του ζητείται να πληρώσει είναι σωστό και δίκαιο ή όχι. Τώρα θα μου πείτε προφανώς αυτός που αν είναι σε μία περιοχή που ανακτά το 40% του κόστους, θα πάει στο 100% του κόστους, άρα θα ακριβύνει δυόμιση φορές» προσέθεσε.
Απαντώντας σε όσους κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δρομολογεί την ιδιωτικοποίηση του νερού, ο κ. Βαρελίδης είπε χαρακτηριστικά «θέλω να πιστεύω ότι έχουν παρέλθει αυτές οι εποχές του σουρεαλισμού στη δημόσια συζήτηση. Το νερό ούτε πρόκειται να ιδιωτικοποιηθεί, ούτε θα ακριβύνει λόγω της ΚΥΑ κοστολόγησης τιμολόγησης. Απλά μπαίνουν κανόνες και υπάρχει διαφάνεια έτσι ώστε να υπάρχει μία ενιαία προσέγγιση. Άλλωστε η ίδια η ΚΥΑ κοστολόγηση τιμολόγησης λέει ότι ως γενικός κανόνας δεν μπορεί να αυξηθεί περισσότερο από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή. Επομένως, ο ίδιος ο νομοθέτης προνοεί έτσι ώστε να αποτρέψει στο να χρησιμοποιηθεί αυτή η ΚΥΑως ένα εργαλείο αυξήσεων. Ο τρόπος για να έχεις καλύτερη ανάκτηση κόστους δεν είναι καταρχήν το να αυξήσεις την τιμή. Πρώτα από όλα είναι να μειώσεις τα κόστη σου. Όταν έχεις δίκτυα, όχι ένα και δύο, πολλά δίκτυα που έχουν 50 και 60% απώλειες, καταλαβαίνετε ότι όταν το 50%, το 60% το κάνεις 30%, αμέσως αμέσως θα έχεις περισσότερο 30% νερό, δηλαδή θα καταναλώνεις 30% λιγότερο νερό. Επομένως αμέσως αμέσως, θα έχεις πολύ μεγάλη βελτίωση των στοιχείων του κόστους σου. Άρα το να λέμε ότι αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών είναι πάρα πολύ απλοϊκό και επιπλέον η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, οι δύο πάροχοι που υδροδοτούν πάνω από το 50% του πληθυσμού της χώρας, έτσι κι αλλιώς έχουν πλήρη ανάκτηση κόστους σήμερα που μιλάμε, άρα δεν έχουν κάποιο άμεσο κίνητρο για να αυξήσουν την τιμή».
Ερωτηθείς πώς σχετίζονται τα παραπάνω σχέση με τη λειψυδρία, ο κ. Βαρελίδης εξήγησε πως έχουν σχέση με έναν έμμεσο τρόπο. «Γιατί, αν ως κράτος Θες να παρέμβεις και να μπορέσεις να προγραμματίσεις σωστά το τι πρέπει να κάνεις, πρέπει να έχεις τη σωστή πληροφορία. Αυτή τη στιγμή δυστυχώς στον τομέα της ύδρευσης δεν έχουμε ως κράτος εικόνα για το ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα, σε ποια έκταση και πού οφείλονται. Πρέπει επομένως να χαρτογραφήσουμε την υφιστάμενη κατάσταση με ακρίβεια, έτσι ώστε μετά να μπορέσουμε να παρέμβουμε και να δούμε και με ποιους τρόπους θα παρέμβουμε, πόσα χρήματα μας λείπουν για να μπορέσουμε να προγραμματίσουμε τις δράσεις που απαιτούνται. Προφανώς το ζήτημα της λειψυδρίας δεν λύνεται με διοικητικά και θεσμικά μέτρα. Θέλει και επενδύσεις. Και γι’ αυτό το λόγο προχωράμε και στα έργα της ΕΥΔΑΠ, που είναι η παροχέτευση από τους δύο παραποτάμους του Αχελώου νερού στο φράγμα του Εύηνου. Αυτό δεν είναι καινούργιο έργο. Στην πραγματικότητα ήταν στο ραντάρ της ΕΥΔΑΠ πάντα, γιατί είναι ο τρόπος για να εξασφαλίσουμε νερό για τα επόμενα 30 χρόνια. Από την άλλη και για στρατηγικούς λόγους, προχωράμε παράλληλα σε τουλάχιστον μία μονάδα αφαλάτωσης, έτσι ώστε να υπάρχει μία διαφοροποίηση στις πηγές τροφοδοσίας της Αττικής, γεγονός που δίνει στρατηγικά πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια εφοδιασμού αν, ο μη γένοιτο, κάτι πάει στραβά» είπε καταλήγοντας ο κ. Βαρελίδης.