Ο πρώην διευθυντής της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας δουλεύει στην πιο «μυστική» τράπεζα του κόσμου – Η νέα του καριέρα στην Allen & Co, το αόρατο πλην πανίσχυρο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της 5ης Λεωφόρου στο Μανχάταν, που δεν έχει ούτε εταιρική ιστοσελίδα
Ο Τζορτζ Τένετ δεν θα περάσει σίγουρα στην ιστορία της CIA ως ένας από τους καλύτερους διευθυντές της κεντρικής υπηρεσίας πληροφοριών των ΗΠΑ. Για πολλούς όμως πράκτορες που υπηρέτησαν υπό τις διαταγές του ήταν ένας διευθυντής που κατάφερε να αναγεννήσει τη CIA, να την εκσυγχρονίσει και να αναβαθμίσει τα τμήματά της.
Ωστόσο, η αποτυχία των πρακτόρων της να προλάβουν και να αποτρέψουν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου είναι αυτό που θα τον στοιχειώνει για πάντα, σύμφωνα με πρώην αξιωματούχους και άριστους γνώστες του σκοτεινού κόσμου των μυστικών υπηρεσιών. Μόνο που αυτά δεν φαίνεται να απασχολούν πλέον τον ομογενή με καταγωγή από την Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου, ο οποίος ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική πορεία, αυτή του τραπεζίτη. Μια πορεία όμως που χαρακτηρίζεται από μυστικοπάθεια, αφού η επενδυτική τράπεζα Allen & Co είναι ίσως το πιο «μυστικό» χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του κόσμου.
Δεν διαθέτει εταιρική ιστοσελίδα, δεν προβαίνει σε ανακοινώσεις ή στην έκδοση δελτίων Τύπου για τις δραστηριότητές της, ενώ η φήμη της ως του πιο «απόρρητου» και απρόσιτου επικοινωνιακά χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στον κόσμο έχει γεννήσει ακόμη και αστικούς μύθους.
Κοινωνικός μεν, απολύτως εχέμυθος δε
Οπως ήταν αναμενόμενο, η έλευση του πρώην διευθυντή της CIA Τζορτζ Τένετ στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου παρέμεινε επτασφράγιστο μυστικό για τουλάχιστον δύο χρόνια από τη στιγμή, καθώς τοποθετήθηκε σε αυτή τη θέση. Για πολλούς ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση ειδικά από τη στιγμή που λόγω της θητείας του σε μία από τις πλέον νευραλγικές θέσεις των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ ήξερε πολύ καλά να κάνει ένα πράγμα: να κρατάει το στόμα του κλειστό, όπως και οι υπόλοιποι 135 υπάλληλοι της συγκεκριμένης τράπεζας, η οποία διαθέτει στο πορτφόλιο των πελατών της εταιρείες-κολοσσούς και δισεκατομμυριούχους των μίντια και της βιομηχανίας.
Πολλοί απ’ αυτούς είχαν γνωρίσει τον πρώην πανίσχυρο διευθυντή της CIA, τον μοναδικό μαζί με τον Αλεν Ντάλες με τόσο μακρόχρονη θητεία σε αυτή τη θέση, ο οποίος εκτός υπηρεσίας ήταν άλλος άνθρωπος και σαφώς πιο κοινωνικός. Οταν εγκατέλειψε τη CIA, στην ατζέντα του είχε κρατήσει επαφές με δυνατά ονόματα, ανάμεσά τους και δύο πλανητάρχες, οι οποίοι τον εκτιμούσαν παρά τα λάθη στα οποία υπέπεσε. Ολα αυτά διερευνήθηκαν ενδελεχώς από τον Χέρμπερτ Αλεν τζούνιορ, τον ισχυρό άνδρα αυτής της boutique investment bank, ο οποίος τον προσέλαβε αρχικά ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο ομογενής από τη Χειμάρρα υπέγραψε συμβόλαιο εχεμύθειας το οποίο τον δεσμεύει να μην αποκαλύψει ποτέ οτιδήποτε έχει να κάνει με το αντικείμενο εργασίας του στη συγκεκριμένη τράπεζα, η οποία ειδικεύεται στις υψηλού επιπέδου διασυνδέσεις μεταξύ επενδυτών, top στελεχών της βιομηχανίας των ΜΜΕ και ισχυρών broker.
Ινκόγκνιτο και διακριτικός
Σχεδόν καθημερινά, ο Τένετ περνάει την είσοδο των γραφείων της Allen & Co στο νούμερο 711 της 5ης Λεωφόρου στο Μανχάταν συνήθως μόνος του, αφού οι εποχές που είχε προσωπική ασφάλεια ως διευθυντής της CIA έχουν παρέλθει. Το πρόγραμμά του περιλαμβάνει πληθώρα ραντεβού εντός και εκτός γραφείων, επαγγελματικά δείπνα και ταξίδια εκτός Νέας Υόρκης, οπότε η παρουσία του κρίνεται απαραίτητη. Παρόλο που του ζητήθηκε πολλές φορές να δώσει μια συνέντευξη για τη καινούρια του ζωή, αρνήθηκε ευγενικά μεν αλλά κατηγορηματικά, έχοντας εισπράξει αρκετή πικρία από τον τρόπο που τον αντιμετώπισαν τα ΜΜΕ των ΗΠΑ μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Μίλησε μόνο τρεις ή τέσσερις φορές όταν έβγαλε το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «At the center of the storm: My years in the CIA», για το οποίο δέχτηκε σκληρή κριτική. Διέψευδε, τότε, κατηγορηματικά ότι η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών της χώρας βασάνισε με διάφορες μεθόδους (εικονικό πνιγμό, ηλεκτροσόκ) Αραβες υπόπτους για τρομοκρατία σε μυστικές φυλακές ανά τον κόσμο. Ηταν η εποχή των περίφημων πτήσεων με τα αεροσκάφη της CIA, που μετέφεραν κρατούμενους σε διάφορες μυστικές τοποθεσίες στην Ευρώπη, προτού σταλούν στο στρατόπεδο X-Ray στο Γκουαντάναμο της Κούβας.
Δυστυχώς για τον ίδιο η επιβεβαίωση για όλα τα παραπάνω ήρθε στις 9 Δεκεμβρίου του 2014, όταν η επιτροπή της Γερουσίας που ερευνούσε τις καταγγελίες για τις απαγωγές, την κράτηση και τις μεθόδους ανάκρισης υπόπτων για τρομοκρατία από τη CIA έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή της.
ΤΟ ΔΕΞΙ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΟΥΣ
Οκτώβριος 2000: Μαζί με την τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ στην κρίσιμη συνάντηση με τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ, στο σπίτι του Αμερικανού πρέσβη στο Παρίσι
Σεπτέμβριος 2001: Ατελείωτες οι συσκέψεις στον Λευκό Οίκο με τον πρόεδρο Μπους μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου – Μαζί του η τότε σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας
και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις
Μάρτιος 2003: Στο Οβάλ Γραφείο με τον πλανητάρχη και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ντικ Τσέινι
Αψογη η συνεργασία και με τον Μπιλ Κλίντον φυσικά – Εδώ στα 50ά γενέθλια της CIA στα θρυλικά γραφεία του Λάνγκλεϊ
Μια έκθεση που επιβεβαίωνε όλα όσα αρνούνταν κατηγορηματικά ο Ελληνας πρώην διευθυντής της πανίσχυρης μυστικής υπηρεσίας, που αρνήθηκε κατηγορηματικά να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο. Επέλεξε να αποστείλει στα ΜΜΕ μια γραπτή δήλωση στην οποία έλεγε πόσο λυπόταν για τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, «η οποία προκαλεί ζημιά στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, αλλά και στους άντρες και τις γυναίκες της CIA». Υπεραμύνθηκε των χειρισμών του, είπε ότι το πρόγραμμα κατευθυνόταν από τον πρόεδρο Μπους, ότι όλοι όσοι έπρεπε να γνωρίζουν γνώριζαν και μετά από όλα αυτά επέστρεψε στη συνήθη καθημερινότητά του και τις νέες επαγγελματικές του ευθύνες στην πιο μικρή αλλά και πιο «μυστική» τράπεζα της Αμερικής.
Αλεν, όπως λέμε Μπίλντερμπεργκ
Κάθε καλοκαίρι, συνήθως στις αρχές Ιουλίου, το μικρό ειδυλλιακό θέρετρο του Σαν Βάλεϊ στο Αϊνταχο γίνεται για λίγες μέρες το επίκεντρο του επιχειρηματικού κόσμου των ΗΠΑ. Μεγιστάνες του Τύπου, πανίσχυροι επιχειρηματίες και CEOs σε εταιρείες-κολοσσούς, σχεδόν όλοι τους δισεκατομμυριούχοι δίνουν ηχηρό «παρών» στο ετήσιο συνέδριο της Allen & CO.
Μιας τράπεζας που επικοινωνιακά τουλάχιστον λειτουργεί όπως η περίφημη λέσχη Μπίλντερμπεργκ, σε ό,τι έχει να κάνει με τις επενδυτικές της κινήσεις εδώ και δεκαετίες.
Ιδρύθηκε το 1922 από τον Τσαρλς Ρόμπερτ Αλεν τον νεότερο, δίπλα στον οποίο τάχθηκαν σύντομα και τα άλλα δύο αδέρφια του, Χέρμπερτ και Χάρολντ. Από την πρώτη στιγμή η μυστικοπάθεια γύρω από τις δραστηριότητές της και η απόλυτη εχεμύθεια απέναντι στους πελάτες της δημιούργησε τον μύθο που τη συνοδεύει μέχρι σήμερα. Ανθρωποι του χώρου τη χαρακτηρίζουν ως μια boutique investment bank η οποία ειδικεύεται σε επενδυτικές κινήσεις στον χώρο των ΜΜΕ και του Entertainment στις ΗΠΑ. Οταν το 1973 αγόρασε ένα ποσοστό της κινηματογραφικής εταιρείας Columbia, αρκετοί απόρησαν με τη κίνηση αυτή. Εννέα χρόνια αργότερα, όταν η εταιρεία αγοράστηκε από την Coca-Cola, η Allen & Co αποκόμισε ένα πολύ μεγάλο κέρδος -το ποσό δεν έγινε ποτέ γνωστό-, ενώ ο ιδιοκτήτης της Χέρμπερτ Αλεν τζούνιορ κέρδισε μια θέση στο συμβούλιο της εταιρείας που διακινεί το πιο δημοφιλές αναψυκτικό στον κόσμο. Εκτοτε συνεργάστηκε στενά και ήταν παρούσα σε deals δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ στο πελατολόγιό της φιγουράρουν η Google, το Facebook και ο μιντιακός κολοσσός News Corporation. Κανένα από τα deals -συγχωνεύσεις, εξαγορές εταιρειών- που πραγματοποιεί δεν δημοσιοποιείται στον Τύπο. Αξίζει ιδιαιτέρως να σημειωθεί ότι η τράπεζα δεν διαθέτει καν εταιρικό site και ότι φυσικά τα δελτία Τύπου είναι έννοια άγνωστη για τα στελέχη της. Στη δημοσιότητα έρχεται μόνο μία φορά τον χρόνο, όταν λαμβάνει χώρα το ετήσιο συνέδριό της στο Σαν Βάλεϊ. Είναι η εποχή που δεκάδες lear jets προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του μικρού θερέτρου και η μοναδική φορά που οι φωτογράφοι έχουν την ευκαιρία να φωτογραφίσουν τους πανίσχυρους δισεκατομμυριούχους πελάτες της. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ο πολύς Μουχτάρ Κεντ, CEO της Coca-Cola, o Αυστραλός μεγιστάνας του Τύπου Ρούπερτ Μέρντοκ, ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ του Facebook, ο εκ των κορυφαίων κινηματογραφικών παραγωγών του Χόλιγουντ Μπράιαν Γκρέιζερ και ο Τζον Γουίλιαμ Χένρι, ιδιοκτήτης της Boston Globe και της Λίβερπουλ.
Οπως χαρακτηριστικά σχολιάζουν οικονομικοί συντάκτες, πρόκειται ίσως για την απόλυτη ίσως συνάθροιση τόσο ισχυρών ονομάτων του επιχειρείν από μια μικρή τράπεζα με πελατολόγιο που θα ζήλευε ακόμη και η Goldman Sachs.