Κορκίδης: Ο έλεγχος των τιμών των πολυεθνικών εταιριών είναι ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο θέμα που εμπλέκει πολλούς φορείς και παράγοντες.
Οι συνήθεις τρόποι που μπορεί να ελέγχονται οι τιμές περιλαμβάνουν τον ανταγωνισμό, τα κανονιστικά όργανα, τους καταναλωτές και τη διαφάνεια. Ένας υγιής ανταγωνισμός είναι σημαντικός για τον έλεγχο των τιμών και μπορεί να ασκήσει πίεση για τη διατήρηση των τιμών σε λογικά επίπεδα. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να επιβάλλουν κανόνες για τις τιμές σε ορισμένες αγορές και στους κλάδους που έχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Οι καταναλωτές μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές με τις αγοραστικές τους επιλογές, εάν αντιδράσουν αρνητικά σε αυξήσεις τιμών, ώστε οι εταιρίες να αναθεωρήσουν τις τιμές τους. Η διαφάνεια στην πολιτική τιμολόγησης και η δημοσιοποίηση των τιμών μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο των τιμών και στην αποτροπή παράνομων πρακτικών. Είναι βεβαίως σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο έλεγχος των τιμών των πολυεθνικών εταιριών είναι ένα σύνθετο θέμα και η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται από τον συνδυασμό των παραπάνω παραγόντων και την ενεργητική ρύθμιση της αγοράς.
Οι πολυεθνικές διαθέτουν δίκτυα πωλήσεων με μητρικές και θυγατρικές εταιρίες που λειτουργούν με πολλούς τρόπους, ανάλογα με τη στρατηγική και τον τομέα της επιχείρησης. Ο γενικός τρόπος λειτουργίας είναι η μητρική που είναι και η κεντρική εταιρία βρίσκεται στη χώρα προέλευσης της πολυεθνικής. Συνήθως, η μητρική εταιρία διαχειρίζεται τις στρατηγικές αποφάσεις, την έρευνα και την ανάπτυξη, την χρηματοοικονομική διαχείριση και άλλες κεντρικές λειτουργίες. Οι θυγατρικές εταιρείες είναι υποκαταστήματα της μητρικής εταιρίας που λειτουργούν σε άλλες χώρες και είναι υπεύθυνες για την τοπική διαχείριση, τις πωλήσεις, το μάρκετινγκ, την υποστήριξη πελατών και άλλες δραστηριότητες. Την κεντρική διαχείριση διαθέτει η μητρική εταιρία με ένα κεντρικό σύστημα που επιτρέπει τον έλεγχο και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων όλων των θυγατρικών εταιρειών. Αναφορικά με τη δικτύωση των προμηθευτών, οι πολυεθνικές συνήθως συνεργάζονται με τοπικούς προμηθευτές για την προμήθεια υλικών και προϊόντων, ώστε να πετύχουν τη μείωση του κόστους παραγωγής. Βεβαίως υπάρχουν λεπτομέρειες που μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τον κλάδο και τη στρατηγική της κάθε εταιρίας.
Οι τιμές των πολυεθνικών εταιριών σε καταναλωτικά αγαθά καθορίζονται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων του κόστους παραγωγής, του ανταγωνισμού, τη ζήτηση και προσφορά, τις στρατηγικές τιμολόγησης και τη φορολογία. Το κόστος που σχετίζεται με την παραγωγή του προϊόντος, συμπεριλαμβάνει το κόστος των υλικών, του εργατικού δυναμικού, του εξοπλισμού, της αποθήκευσης, της μεταφοράς και άλλων δαπανών. Ο βαθμός του ανταγωνισμού στην αγορά επηρεάζει τις τιμές, αφού σε αγορές με αυξημένο ανταγωνισμό, οι τιμές τείνουν να παραμένουν χαμηλότερες. Επίσης οι τιμές προσαρμόζονται σύμφωνα με τη ζήτηση και την προσφορά, αφού όταν η ζήτηση είναι υψηλή και η προσφορά χαμηλή, οι τιμές αυξάνονται. Οι εταιρίες συνήθως χρησιμοποιούν διάφορες στρατηγικές τιμολόγησης, όπως τη διαφοροποίηση τιμών για διάφορες αγορές ή τη χρήση εκπτώσεων και προσφορών για να επηρεάσουν την αγορά. Τελευταίος αλλά ο σημαντικότερος παράγοντας είναι οι φόροι που επηρεάζουν τις τιμές, καθώς πολλές χώρες επιβάλλουν υψηλό ΦΠΑ, αλλά και άλλους φόρους στα προϊόντα. Οι πολυεθνικές εταιρίες συνυπολογίζουν όλους τους παραπάνω παράγοντες κατά την καθορισμό των τιμών τους προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη και το μερίδιο τους σύμφωνα με τις ανάγκες της κάθε αγοράς.
Η συγκέντρωση της αγοράς από πολυεθνικές εταιρίες επιδρά σίγουρα στις τιμές και μάλιστα εξαρτάται από διάφορους παράγοντες και δεν είναι πάντοτε ίδιοι. Ορισμένες πτυχές που λαμβάνονται υπόψη είναι ο ανταγωνισμός, η αποδοτικότητα και η καταναλωτική ζήτηση. Αν η συγκέντρωση της αγοράς οδηγεί σε μείωση του ανταγωνισμού, τότε οι πολυεθνικές εταιρίες έχουν περισσότερη εξουσία να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους. Οι μεγάλες εταιρίες μπορούν να επωφεληθούν από την οικονομία κλίμακας και την αποδοτικότητα στην παραγωγή, που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των λειτουργικών δαπανών και ενδεχομένως σε μειωμένες τιμές για τους καταναλωτές. Η ζήτηση από τους καταναλωτές είναι πολύ σημαντική, αφού εάν οι καταναλωτές έχουν περισσότερες επιλογές και αγοραστική δύναμη, οι πολυεθνικές εταιρίες ίσως δυσκολευτούν να αυξήσουν τις τιμές χωρίς να χάσουν πελάτες. Συνολικά, η επίδραση της συγκέντρωσης της αγοράς στις τιμές είναι καθοριστική και το μέγεθος της εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες και την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών.
Οι ευρωπαϊκοί κανόνες που υπάρχουν και η νομοθεσία που διέπει τον έλεγχο των πολυεθνικών εταιριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περιλαμβάνουν τους κανόνες ανταγωνισμού, φορολογίας και προστασίας των καταναλωτών. Η ΕΕ έχει νομοθεσία που αντιμετωπίζει περιπτώσεις ανταγωνιστικών πρακτικών που ενδέχεται να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό, όπως τις συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων. Οι πολυεθνικές εταιρίες υπόκεινται σε κανόνες φορολόγησης στα κράτη μέλη της ΕΕ, και υπάρχουν προσπάθειες για τη βελτίωση της φορολογικής διαφάνειας και την αντιμετώπιση της φορολογικής αποφυγής. Επίσης υπάρχει νομοθεσία που προστατεύει τους καταναλωτές από παραπλανητικές πρακτικές και επιβάλλει υψηλά πρότυπα ασφάλειας για προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρονται στην ευρωπαϊκή αγορά. Αυτοί είναι οι βασικοί ευρωπαϊκοί κανόνες που εφαρμόζονται για τον έλεγχο των πολυεθνικών στην ΕΕ με σκοπό να διασφαλίσουν τον επαρκή έλεγχο και τη συμμόρφωση των πολυεθνικών εταιριών σύμφωνα με τους νόμους της ΕΕ. Το ερώτημα είναι εάν πράγματι αυτοί οι κανόνες λειτουργούν σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού και εάν επαρκούν στη παρατεταμένη ακρίβεια που διανύουμε τα τελευταία δύο χρόνια.
Ο ΦΠΑ μπορεί να είναι ένας βασικός παράγοντας για τις αποκλίσεις των τιμών σε όμοια προϊόντα, με τη χώρα μας μάλιστα να βρίσκεται στην πρώτη 5άδα των ευρωπαϊκών χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ. Όμως εάν εξετάσουμε τις τιμές πολλών προϊόντων πολυεθνικών χωρίς ΦΠΑ, καταδεικνύεται πως η Ελλάδα έχει από τις μεγαλύτερες κοστολογήσεις, που δεν δικαιολογούνται ούτε από φυσικές καταστροφές της κλιματικής αλλαγής, ούτε από το μεταφορικό κόστος λόγω της απόστασης της χώρας μας από τα παραγωγικά κέντρα της Ευρώπης, ούτε από τα αντίστοιχα κόστη σε ενέργεια, ούτε από το μέγεθος της αγοράς και αντίστοιχες οικονομίες κλίμακας στις προμήθειες αυτών των προϊόντων. Υπενθυμίζεται μάλιστα ότι το θέμα της διαφορετικής τιμολόγησης σε Ελλάδα και άλλες χώρες υφίσταται από την προηγούμενη μεγάλη πληθωριστική κρίση του 2008, με τον όρο transfer pricing, που αφορούσε τις ενδοομιλικές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούσαν τη χαμηλή φορολογία γειτονικών Βαλκανικών χωρών. Οι συνηθέστερες πρακτικές που ακολουθούνται για να ανεβάζουν το κόστος των πωλούμενων στην Ελλάδα προϊόντων, ειδικά όταν η θυγατρική στην Ελλάδα είναι εμπορική εταιρεία, είναι η επιβολή πολύ υψηλών δικαιωμάτων χρήσης των σημάτων “royalties”, οι υψηλές τιμές προϊόντων ιδιωτικής τους ετικέτας, ο εσωτερικός τους δανεισμός με πολύ υψηλά επιτόκια και βεβαίως εκμεταλλεύονται τα χαμηλά επίπεδα φορολόγησης σε χώρες της ΕΕ.
Στην Ελλάδα η ακρίβεια παραμένει στα ύψη, παρά τις πολλές προσπάθειες της κυβέρνησης να την περιορίσει με κάθε δυνατό τρόπο, κηρύσσοντας μάλιστα πόλεμο κατά των πολυεθνικών που παραβιάζουν το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους που έχει επιβάλει. Τα στοιχεία μας δείχνουν πως οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν ακριβότερα πολλά προϊόντα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ και χρειάζεται να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη για μία σειρά από προϊόντα, τα οποία ελέγχουν οι πολυεθνικές και είναι απαραίτητα για κάθε νοικοκυριό, όπως τρόφιμα, προϊόντα οικιακής χρήσης και προσωπικής υγιεινής. Ενδεικτικά της δυσκολίας στην εγχώρια αγορά είναι και τα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία οι Έλληνες εμφανίζουν αγοραστική δύναμη χαμηλότερη κατά 18,2% από το 2000, με τις τιμές των τροφίμων να έχουν διπλασιαστεί με αυξήσεις +54,7%, υπερκαλύπτοντας το +26,5% στις αυξήσεις των μισθών. Το ζητούμενο λοιπόν είναι οι τιμές των πολυεθνικών στα ράφια των ελληνικών σούπερ μάρκετ να έχουν την ελάχιστη ή και καθόλου απόκλιση από αυτά της υποτιθέμενης ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.