ΔΝΤ
Του Γιώργου Κούρου
Συνταγή ανάπτυξης και ενίσχυσης της ρευστότητας των κρατικών ταμείων κρίνουν τα στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ότι αποτελεί η πρότασή τους προς την κυβέρνηση για δραστική μείωση του αφορολόγητου και κατάργηση των φοροαπαλλαγών.
Το νέο καθεστώς φορολογίας που προτείνει το Ταμείο στην κυβέρνηση έχει ουσιαστικά ως στόχο, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονές του, την αύξηση των εσόδων, που θα εξασφαλίσει το δημοσιονομικό εκείνο περιθώριο το οποίο θα επιτρέψει τη μείωση των συντελεστών φορολόγησης φυσικών και νομικών προσώπων.
Ειδικότερα, το ΔΝΤ, όπως προκύπτει και από τις εισηγήσεις του, κρίνει ότι οι συντελεστές φορολογίας εισοδήματος των νομικών προσώπων (τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, λοιπών Α.Ε., ΕΠΕ, Ο.Ε., Ε.Ε. κ.λπ.) κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να μειωθούν έως και δέκα ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή κοντά στο 20% από 29% που είναι σήμερα, καθώς και αυτοί των φυσικών προσώπων στα επίπεδα του 15% έως 20% από 22% έως 45% που κυμαίνονται σήμερα, γράφει η εφημερίδα Ναυτεμπορική.
Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, το ΔΝΤ θεωρεί ότι θα μπορούσε να προχωρήσει και μια μείωση του ανώτατου συντελεστή ΦΠΑ κατά μία ποσοστιαία μονάδα, δηλαδή για επαναφορά του συντελεστή αυτού από το 24% στο 23%.
Οι παρεμβάσεις αυτές, πάντως, κατά την άποψη του ΔΝΤ, εφόσον υιοθετηθούν θα συμβάλουν στην προσέλκυση επενδύσεων, στην ανάπτυξη, αλλά και στη δημιουργία θέσεων εργασίας στην πραγματική οικονομία.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και στην τελευταία έκθεση του Ταμείου περιγράφονται τα προτεινόμενα δημοσιονομικά μέτρα και υπογραμμίζεται η ανάγκη να μειωθεί το αφορολόγητο όριο των μισθωτών, των συνταξιούχων και των αγροτών ώστε να διευρυνθεί η φορολογική βάση.
Υπενθυμίζεται ότι για να επιτευχθεί ο ανωτέρω στόχος, το ΔΝΤ εισηγείται τη δραστική μείωση της έκπτωσης φόρου των 1.900-2.100 ευρώ, η οποία ισοδυναμεί με αφορολόγητο όριο 8.636-9.545 ευρώ, καθώς και την κατάργηση των λοιπών φοροαπαλλαγών στη φορολογία εισοδήματος (όπως της έκπτωσης 1,5% επί της μηνιαίας παρακράτησης φόρου επί των μισθών και των συντάξεων, της έκπτωσης φόρου λόγω δαπανών ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης κ.λπ.).
Όσον αφορά το αφορολόγητο όριο, βέβαια, από τις μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεις με την τρόικα προκύπτει ότι έχει ήδη «υπογραφεί» η σημαντική περικοπή της έκπτωσης φόρου των 1.900 ευρώ που ισχύει σήμερα και οδηγεί σε έμμεσο αφορολόγητο όριο στα 8.636 ευρώ για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους αγρότες χωρίς παιδιά.
Συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», το αφορολόγητο όριο από τα 8.636 ευρώ θα υποχωρήσει στα 5.900 ευρώ, καθώς μόνο η δραστική αυτή μείωση μπορεί να αποφέρει έσοδα ύψους 1% του ΑΕΠ, ή περίπου 1,8 δισ. ευρώ. Αυτό, όμως, ουσιαστικά σημαίνει ότι περίπου το 49% των μισθωτών και συνταξιούχων που σήμερα παραμένει αφορολόγητο θα βρεθεί αντιμέτωπο με επιβαρύνσεις που υπολογίζεται ότι θα ξεκινούν από 22 ευρώ για όσους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα μέχρι και 6.000 ευρώ, ενώ θα φτάνουν τα 602 ευρώ για όσους δηλώνουν από 8.700 ευρώ και άνω.
[irp posts=”118310″ name=”Βούτσης: Η κυβέρνηση δεν θα δεχθεί νέες απαιτήσεις από τους δανειστές”]
Τα σχέδια για αλλαγή και της φορολογικής κλίμακας
Προκειμένου να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις από ενδεχόμενη μείωση του αφορολόγητου και κατάργηση των φοροαπαλλαγών, αλλά και να αποφευχθούν εσωτερικές αναταράξεις ειδικά κατά την ψήφιση του νέου «πακέτου» μέτρων, το οικονομικό επιτελείο προχωρά σε «σχέδια επί χάρτου» για αλλαγή και της φορολογικής κλίμακας. Ειδικότερα, ως αντιστάθμισμα μελετά τη μείωση του αρχικού συντελεστή φορολόγησης από το 22% είτε στο 19%, είτε ακόμη και στο 15%, καθώς και ταυτόχρονη μείωση των υπόλοιπων φορολογικών συντελεστών από τρεις έως και πέντε ποσοστιαίες μονάδες.
Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι εξετάζονται και άλλα συνδυαστικά «πακέτα» που, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», θα περιλαμβάνουν την ταυτόχρονη μείωση των συντελεστών φορολόγησης με μείωση και των εισοδηματικών ορίων που ισχύουν σήμερα, με στόχο να επιτυγχάνεται το ίδιο εισπρακτικό αποτέλεσμα. Θα πρέπει, μάλιστα, να αναφερθεί ότι με βάση τις μελέτες των παραγόντων του υπουργείου Οικονομικών, στην περίπτωση που ο κατώτατος συντελεστής, από το 22% που ισχύει για εισοδήματα έως και 20.000 ευρώ υποχωρήσει στο 19% ή στην καλύτερη περίπτωση στο 15%, τότε οι υπόλοιποι συντελεστές θα διαμορφωθούν ως εξής:
* Ο συντελεστής 29% που ισχύει για εισοδήματα από 20.001 έως 30.000 ευρώ θα υποχωρήσει είτε στο 26% είτε στο 24%.
* Ο συντελεστής 37% για το κλιμάκιο από 30.001 έως 40.000 ευρώ θα πέσει στο 34% ή 32%.
* Ο υψηλός συντελεστής 45% για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ θα μειωθεί στο 42% ή στο 40%.
Με βάση το «χειρότερο» σενάριο της μείωσης των συντελεστών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, οι επιβαρύνσεις για όσους δηλώνουν εισοδήματα έως 20.000 ευρώ θα ξεπερνούν τα 750 ευρώ σε ετήσια βάση, για εισοδήματα από 20.000 έως 30.000 ευρώ θα φθάνουν τα 450 ευρώ, ενώ όσοι δηλώνουν πάνω από 40.000 ευρώ υπολογίζεται ότι θα είναι οι «τυχεροί» του νέου συστήματος.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, εκτός από τυχόν αναπροσαρμογή των συντελεστών σε άλλες περιπτώσεις κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και σε άλλες κατά πέντε, επεξεργάζονται σενάρια διαφοροποίησης και των εισοδηματικών κλιμακίων.
«Ανοιχτά» τα αντίμετρα που προτείνει η κυβέρνηση
Η κυβέρνηση, εκτός από τα σχέδια για το αφορολόγητο και τη φορολογική κλίμακα, έχει θέσει στο τραπέζι των συζητήσεων με τους δανειστές και μια σειρά άλλων αντίμετρων, που ωστόσο παραμένουν ακόμη «ανοιχτά» και προκαλούν τριβές με την τρόικα, καθώς έχουν στόχο την ενίσχυση πρωτίστως των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, τα οποία μεταξύ άλλων, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», προβλέπουν:
Μείωση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) και συνολικό επανασχεδιασμό του φόρου με επαναφορά του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ) ώστε η μείωση να στοχεύει στα χαμηλά εισοδήματα. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ, πάντως, πρέπει να θεωρείται δεδομένη και το μόνο που μένει να «κλειδώσει» είναι το ποσοστό, αφού οι δανειστές δεν δέχονται να ανέλθει στο 35% ή 40% που επιθυμεί η κυβέρνηση.
Μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια (ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο) κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες, από το 13% στο 6%.
Μείωση του ΦΠΑ για τις υπηρεσίες δημόσιων και ιδιωτικών μεταφορών (τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, βαπόρια) κατά 11 μονάδες, από το 24% στο 13%.
Μείωση του ΦΠΑ των βασικών συσκευασμένων και μεταποιημένων ειδών διατροφής και της εστίασης κατά 11 μονάδες, από το 24% στο 13%.