Αφορολόγητο: Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν άνοιξε ούτε επί αμερικανικού εδάφους τα χαρτιά του αναφορικά με την τύχη του αφορολόγητου, επιχειρώντας να κάνει παραλληλισμούς με τη θετική κατάληξη που είχε το άλλο φλέγον θέμα της περικοπής των συντάξεων.
Ωστόσο, αυτή τη φορά το υπουργείο Οικονομικών δεν είναι απλώς υποχρεωμένο να φανερώσει πολύ πιο νωρίς τις προθέσεις του, αλλά και να επιλέξει ποιους τελικά θα επιβαρύνει: τα χαμηλά εισοδήματα ή τη μεσαία τάξη;
Στο περσινό θρίλερ με τις συντάξεις, το υπουργείο Οικονομικών και η κυβέρνηση είχαν την πολυτέλεια του χρόνου να ανοίξουν τα παζάρια μετά από τη ΔΕΘ, φέρνοντας -για όσους δεν το θυμούνται- δύο σενάρια στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, το οποίο έφτασε στη Βουλή στις αρχές Οκτωβρίου. Αυτή η άνεση χρόνου βοήθησε, συν τοις άλλοις, το υπουργείο Οικονομικών να σχηματίσει πληρέστερη και ασφαλέστερη εικόνα για τις προοπτικές του πλεονάσματος. Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Κατ’ αρχάς, πέρα από το ΔΝΤ, είναι και οι Ευρωπαίοι που θεωρούν ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της μείωσης του αφορολόγητου είναι κυρίως διαρθρωτικό μέτρο, καθώς επιτρέπει τη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Κοινώς, εξυπηρετεί τη λογική «περισσότεροι πληρώνουν λιγότερα». Αυτό που «καίει», ωστόσο, την κυβέρνηση, πέρα από την ουσία της διαπραγμάτευσης, είναι ότι πρέπει να ανοίξει τα χαρτιά της άμεσα, στο Μεσοπρόθεσμο της περιόδου 2020-2023, δηλαδή πριν καλά-καλά συμπληρωθεί το εξάμηνο του έτους, άρα χωρίς να υπάρχει ακόμα σαφής εικόνα για τη ροή εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος και ακινήτων. Θα «τολμήσει» άραγε εκ νέου δύο σενάρια; Και κάπου εδώ ανακύπτει το βασικό δίλημμα.
Χωρίς μείωση αφορολογήτου δεν έχει αντίμετρα
Το δημοσιονομικό όφελος από τη μείωση του αφορολόγητου έχει υπολογιστεί στα 1,920 δισ. ευρώ. Για να το εξισορροπήσει, το υπουργείο Οικονομικών είχε περάσει μια δέσμη φορολογικών αντίμετρων, και συγκεκριμένα τη μείωση του φόρου των επιχειρήσεων κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες εφάπαξ, τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, τη μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20% και τη ριζική αλλαγή της κλίμακας για την έκτακτη εισφορά, απαλλάσσοντας πλήρως τα εισοδήματα ως 30.000 ευρώ.
Όπως συνέβη με τις συντάξεις, αν δεν εφαρμοστεί η μείωση του αφορολόγητου, τότε δεν θα εφαρμοστούν τα δύο τελευταία αντίμετρα, ενώ μπαίνει αστερίσκος για το κόστος της μείωσης του ΕΝΦΙΑ και του φόρου επιχειρήσεων, που ήδη «τρέχουν» από φέτος.
Το δίλημμα της κυβέρνησης και τα παραδείγματα με το αφορολόγητο
Από τα παρακάτω ενδεικτικά παραδείγματα γίνεται πιο σαφές το δίλημμα για την κυβέρνηση.
Αυτήν τη στιγμή το αφορολόγητο, μέσω της έκπτωσης φόρου των 1.900 ευρώ, υπολογίζεται σε 8.636 ευρώ για έναν άγαμο. Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε κινείται σε χαμηλότερα εισοδηματικά επίπεδα είναι αφορολόγητος.
Με τη μείωση της έκπτωσης φόρου στα 1.250 ευρώ, παρά τη μείωση του πρώτου συντελεστή στο 20% (το πρώτο αντίμετρο), το αφορολόγητο πέφτει στα 6.250 ευρώ και αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ένας εργαζόμενος των 8.000 ευρώ, δηλαδή των 571 ευρώ τον μήνα, θα πρέπει ξαφνικά να πληρώσει φόρο 350 ευρώ.
Φυσικά, ο εν λόγω μισθωτός δεν έχει το παραμικρό όφελος από τις αλλαγές στην έκτακτη εισφορά, καθώς και σήμερα απαλλάσσεται από αυτήν (η εισφορά ξεκινά από τα 12.000 ευρώ και πάνω).
Αφορολόγητο και μεσαία τάξη – Παραδείγματα
Ας δούμε, τώρα, την περίπτωση ενός φορολογούμενου των 30.000 ευρώ, δηλαδή έναν μισθωτό της μεσαίας τάξης, που, όπως έχει παραδεχθεί πολλάκις και ο κ. Τσακαλώτος, σήκωσε πολλαπλάσια βάρη τα προηγούμενα χρόνια.
Με τα σημερινά δεδομένα, ο φόρος εισοδήματός του διαμορφώνεται σε 5.500 ευρώ, ενώ επιβαρύνεται και με έκτακτη εισφορά 675,93 ευρώ, δηλαδή συνολικά με 6.176 ευρώ φόρο. Ο φόρος εισοδήματός του, μετά από τη μείωση του αφορολόγητου και του πρώτου συντελεστή, θα διαμορφωθεί στα 5.750 ευρώ, ωστόσο θα απαλλαγεί πλήρως από την έκτακτη εισφορά (το δεύτερο φορολογικό αντίμετρο), άρα συνολικά η φορολογική του επιβάρυνση θα είναι 426 ευρώ μικρότερη, αναφέρει το iefimerida.gr.
Ποιον από τους δύο θα επιλέξει το υπουργείο Οικονομικών, ακόμα κι αν ξεπεράσει τον σκόπελο των δανειστών;