Έτος δοκιμασίας και καμπής τόσο και για την παγκόσμια όσο και για την ελληνική οικονομία αποτέλεσε το 2020, όπως αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank, η πανδημική κρίση επιτάχυνε ραγδαία εξελίξεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται νωρίτερα, υποχρέωσε τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων όλων των χωρών να ακολουθήσουν πρωτόγνωρες και σχεδόν αιρετικές, μερικούς μήνες πριν την πανδημία, πολιτικές παρέμβασης και, τέλος, οδήγησε στην ανάληψη συντονισμένων πρωτοβουλιών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στους τομείς της υγείας και της οικονομίας, τις οποίες ουδείς ανέμενε τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, σε συνδυασμό με τη διαδικασία του Brexit, είχαν δημιουργήσει ήδη από τα προηγούμενα έτη ένα ανάχωμα στην τάση παγκοσμιοποίησης, όσον αφορά στην διασυνοριακή κίνηση προϊόντων και κεφαλαίων.
Η πανδημία αποτέλεσε ένα ακόμη πλήγμα σε αυτήν την κατεύθυνση, καθώς διέκοψε προσωρινά όχι μόνο τις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά, κυρίως, την ταξιδιωτική κίνηση, επιφέροντας ένα ισχυρό shock στους κλάδους του τουρισμού και των μεταφορών
Παράλληλα -σύμφωνα με την Alpha Bank- ο κόσμος μετά την πανδημία θα είναι πολύ περισσότερο ψηφιακός.
Σε περιοχές τεχνολογικών εφαρμογών, όπως η εργασία από απόσταση και οι ηλεκτρονικές αγορές έλαβε χώρα μία συμπύκνωση ετών μετασχηματισμού μέσα σε μερικούς μόνο μήνες.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποφασίστηκε η έκδοση συλλογικού χρέους, για πρώτη φορά, με σκοπό την αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης, μέσω της συγκέντρωσης του ιλιγγιώδους ποσού των Ευρώ 750 δισ., ενώ, παράλληλα, τέθηκαν οι βασικές αρχές για την αξιοποίησή του, δίδοντας έμφαση στην πράσινη μετάβαση και στην ψηφιακή οικονομία.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην ελληνική οικονομία
Σύμφωνα με την Alpha Bank, στην Ελλάδα, η πανδημική κρίση έγινε αισθητή, κυρίως, ως μια διαταραχή της εξωτερικής ζήτησης, όπως φαίνεται από την κατακόρυφη πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 80%, σε ετήσια βάση, στο τρίτο τρίμηνο του έτους, γεγονός που αντανακλά τη μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την εισερχόμενη τουριστική κίνηση.
Η επιβολή των δύο lockdowns, την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2020, φαίνεται ότι είχε διακριτές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης ενσωμάτωσης, από την πλευρά των επιχειρήσεων, των ηλεκτρονικών εργαλείων πώλησης (ζήτηση) και της τηλεργασίας (παραγωγή) και της μικρότερης επίδρασης του εισερχόμενου τουρισμού, το τελευταίο τρίμηνο του έτους, συγκριτικά με το δεύτερο τρίμηνο.
Ένα σημαντικό μάθημα για τη μελέτη τόσο ισχυρών και αιφνίδιων shocks από τους οικονομικούς αναλυτές ήταν ότι η αξιοποίηση των δεδομένων κινητικότητας της κοινότητας (π.χ. Google trends) αποτελούν πιο έγκυρο και χρησιμότερο «πρόδρομο δείκτη» για την πορεία του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση του ΑΕΠ, σε σχέση με τους παραδοσιακούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίοι δημοσιεύονται με σχετική, χρονική υστέρηση.
Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση έλαβε άνευ προηγουμένου διαστάσεις, χωρίς ουδεμία υποχώρηση του αξιόχρεου του ελληνικού Δημοσίου, καθώς το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου ακολούθησε πτωτική πορεία, υποστηριζόμενο από τη μη συμβατική, επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την ισχυρή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις, οδήγησαν σε σημαντική άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων στη συνολική δαπάνη και στις θέσεις απασχόλησης στη χώρα μας.
Ιδιαίτερα δε, η πιστωτική πολιτική που υιοθετήθηκε από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οδήγησε σε μια εντυπωσιακή αύξηση του δανεισμού προς τις ελληνικές επιχειρήσεις που πλήττονταν από την πανδημική κρίση.
Ως αποτέλεσμα, σε αντίθεση με την εξωτερική ζήτηση, η εγχώρια ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, σημείωσαν άνοδο, σε ετήσια βάση, στο τρίτο τρίμηνο, κατά 1% και 4,4%.
Αύξηση των καταθέσεων
Τέλος, σημαντικό χαρακτηριστικό της χρονιάς που φεύγει ήταν η επιτάχυνση της πορείας ανόδου των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, εξέλιξη που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη συγκράτηση των δαπανών τόσο από την πλευρά των νοικοκυριών, όσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων, εξαιτίας των lockdowns και, κυρίως, της αυξημένης αβεβαιότητας για την απασχόληση, τα μελλοντικά εισοδήματα και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων.
Οι καταλύτες του 2021
Ποιοί θα είναι όμως οι καταλύτες για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας την επόμενη χρονιά;
Πρώτον, ο βαθμός στον οποίο τα εμβολιαστικά προγράμματα θα απελευθερώσουν την ταξιδιωτική κίνηση και την ιδιωτική κατανάλωση, και δεύτερον, η ενεργοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης της ΕΕ-27 (“Next Generation EU”, NGEU).
H αποτελεσματικότητα του εμβολιαστικού προγράμματος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις χώρες προέλευσης των τουριστών, θα προσδιορίσει το βαθμό ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και της κινητικότητας του πληθυσμού.
Κρίσιμη παράμετρος για τη σταδιακή επάνοδο του τουρισμού είναι η άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών και η υποχώρηση της ανάγκης κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Η επάνοδος στην κανονικότητα, σε αυτό το πεδίο, πιθανότατα να απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Η επιστροφή των αφίξεων και των εισπράξεων από τον τουρισμό στο 50%-60% των υψηλών επιδόσεων του 2019 θα μπορούσε να θεωρηθεί εφικτός στόχος, εφόσον διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες, εξέλιξη που θα βοηθήσει σημαντικά στη σταδιακή εξομάλυνση του ελλείμματος εξωτερικών πληρωμών.
Η προοπτική πρόσβασης στα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, δύναται να ενισχύσει σημαντικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
Οι επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν θα κατευθυνθούν κυρίως στην πράσινη και στην ψηφιακή ανάπτυξη.
Συνολικά, κατά την περίοδο 2021-2026, η ελληνική οικονομία αναμένεται να ωφεληθεί με 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 19,3 δισ. ευρώ αφορούν επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ αφορούν δάνεια με ευνοϊκό επιτόκιο και όρους.
Ειδικά για το 2021, αναμένεται να αντληθούν με τη μορφή επιχορηγήσεων 2,6 δισ. ευρώ περίπου από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility, RRF) και 1,6 δισ. ευρώ, από την πρωτοβουλία REACT-EU, καθώς και 1,3 δισ. ευρώ με τη μορφή δανείων.
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2021, τα κονδύλια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εκτιμάται ότι θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις κατά ποσοστό 70% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος.
Οι θετικές επιδράσεις του προγράμματος αναμένεται ότι θα είναι άμεσες, οι οποίες θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των επενδύσεων που θα πραγματοποιηθούν, αλλά και έμμεσες, μέσω των πολλαπλασιαστών της κατανάλωσης αλλά και των επενδύσεων.
Σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η προχρηματοδότηση από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα ανέλθει σε 10% των συνολικών επιχορηγήσεων και δανείων, ενώ αναμένεται η απορρόφηση των κονδυλίων να σημειώσει επιτάχυνση προς τα τελευταία έτη της προγραμματικής περιόδου.
Μοναδική ευκαιρία, η αξιοποίηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης
Η αποτελεσματική αξιοποίηση των κεφαλαίων αυτών αποτελεί μοναδική ευκαιρία για τη χώρα μας, όχι μόνο για να στηριχτεί η οικονομία μετά την τεράστια ζημία που προκάλεσε η πανδημική κρίση αλλά και για να προσαρμοστεί, με ταχύ ρυθμό, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Το κυριότερο, όμως, είναι να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που σωρεύθηκε, κατά την οικονομική ύφεση της περασμένης δεκαετίας.
H έγκαιρη απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί καταλύτη για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και μπορεί να οδηγήσει τις πραγματικές επενδύσεις να προσεγγίσουν τη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ το 2021.
Όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 1, και σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 23,2% και σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αποτελέσουν τις ισχυρότερες συνιστώσες της αύξησης του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά.
Τα κονδύλια του RRF, σύμφωνα τον Προϋπολογισμό του 2021, αναμένεται να προσθέσουν περίπου δύο εκατοστιαίες μονάδες (2,1%) στην αύξηση του ΑΕΠ το 2021.
Παράλληλα, στο πλαίσιο των δράσεων του ΕΣΠΑ 2014-2020, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στους τομείς των μεγάλων έργων υποδομών (οδικά έργα, σιδηρόδρομοι, μετρό κ.λπ.), της επιχειρηματικότητας (κυρίως στους τομείς της μεταποίησης και του τουρισμού), της δημιουργίας απασχόλησης, της εκπαίδευσης και κατάρτισης, της υγείας και της πρόνοιας και των έργων για την προστασία του περιβάλλοντος.
Η δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων της κυβέρνησης
Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, κατά το τρέχον έτος, αλλά και τα μέτρα που έλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση με σκοπό την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, όπως οι αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η μείωση της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος αλλά και η παροχή αποζημίωσης ειδικού σκοπού, προς τους εργαζόμενους των κλάδων που έχουν πληγεί από την πανδημία, η στήριξη των ανέργων κ.λπ., είχαν σημαντική επίπτωση και στα δημοσιονομικά μεγέθη της οικονομίας.
Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2021, το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, υπό όρους ενισχυμένης εποπτείας, εκτιμάται σε -7,2% του ΑΕΠ (11,8 δισ. ευρώ) το 2020 και -3,9% του ΑΕΠ (6,7 δισ. ευρώ) το 2021.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να ανέλθει στο 208,9% του ΑΕΠ το 2020, πριν εισέλθει και πάλι σε μια πτωτική πορεία το 2021, φθάνοντας το 199,6% του ΑΕΠ, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της οικονομικής ανάκαμψης, δηλαδή της αύξησης του παρονομαστή του λόγου χρέος προς ΑΕΠ.
Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι
Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή η προσπάθεια έχει οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών κινδύνων.
Θα πρέπει να διευκρινισθεί, καταρχάς, ότι το φαινόμενο των ελλειμματικών δημοσιονομικών ισοζυγίων, για το 2020 και των ελλειμματικών προϋπολογισμών, για το επόμενο έτος, συνιστά παγκόσμιο φαινόμενο.
Παρά την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, λόγω της πανδημίας και την αύξηση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ το 2020, οι αποδόσεις των χρεογράφων της Ελληνικής Κυβέρνησης παρέμειναν σε πτωτική τάση, αντικατοπτρίζοντας το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους που χαρακτηρίζεται από χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, για τα επόμενα δύο χρόνια, μια μακρά μέση περίοδο λήξης και σταθερά επιτόκια.
Η ζήτηση για ελληνικά ομόλογα από τους διεθνείς επενδυτές παραμένει υψηλή, καθώς η χώρα διαθέτει ακόμη ένα σημαντικό απόθεμα ρευστότητας, ενώ, παράλληλα, στηρίζεται από το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, εξαιτίας της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme, PEPP) της ΕΚΤ.
Εξελίξεις στο ισοζύγιο πληρωμών
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε σε 9,4 δισ. ευρώ, διογκωμένο σημαντικά σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Συγκεκριμένα, την αντίστοιχη περυσινή περίοδο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είχε παρουσιάσει έλλειμμα 0,8 δισ. ευρώ.
Η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οφείλεται στην έντονη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, σε σύγκριση με τους πρώτους δέκα μήνες του 2019.
Η μεταβολή αυτή αντισταθμίστηκε, εν μέρει, από την πτώση των ελλειμμάτων των ισοζυγίων αγαθών και πρωτογενών εισοδημάτων, καθώς και από το πλεόνασμα του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων (Γράφημα 2).
Πιο αναλυτικά, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών μειώθηκε κατά 4 δισ. ευρώ, ή 20,3%, σε ετήσια βάση, λόγω της αντίστοιχης μείωσης των ελλειμμάτων του ισοζυγίου αγαθών εκτός καυσίμων, κατά περίπου 2,3 δισ. ευρώ και του ισοζυγίου καυσίμων, κατά 1,7 δισ. ευρώ.
Οι εισαγωγές αγαθών, τους πρώτους δέκα μήνες του 2020, μειώθηκαν συνολικά κατά 15,9%, σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι και διαμορφώθηκαν σε 39,2 δισ. ευρώ.
Η εν λόγω πτώση προήλθε, πρωτίστως, από τη μείωση των εισαγωγών καυσίμων κατά 36,7%, σε ετήσια βάση, αλλά και από τη μείωση των εισαγωγών αγαθών εκτός καυσίμων κατά 8,6%, αντίστοιχα.
Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 12,7% και διαμορφώθηκαν σε 23,6 δισ. ευρώ.
Η μείωση των συνολικών εξαγωγών αγαθών προήλθε, κυρίως, από τη συρρίκνωση των εξαγωγών καυσίμων, κατά 35,8% ή 2,7 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές εκτός καυσίμων μειώθηκαν ηπιότερα, κατά 3,7%.
Επιπρόσθετα, το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020, μειώθηκε σημαντικά κατά 67,6%, σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκε σε 6,5 δισ. ευρώ, έναντι 20,1 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα πέρυσι.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, πρωτίστως, στη συρρίκνωση των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, κατά 77%, σε ετήσια βάση, ή 13,5 δισ. ευρώ, εξαιτίας της πανδημίας COVID-19 και των περιορισμών στις μετακινήσεις που επιβλήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επιπλέον, οι εισπράξεις από μεταφορές κατέγραψαν πτώση, ύψους 2,6 δισ. ευρώ, ή 18,3%.
Οι εισπράξεις από υπηρεσίες
Τέλος, οι συνολικές εισπράξεις από υπηρεσίες μειώθηκαν κατά 45,5%, ενώ οι αντίστοιχες πληρωμές κατά 17,1%.
Πιο αναλυτικά, τον Οκτώβριο, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας) μειώθηκαν κατά 64%, σε ετήσια βάση, ενώ οι ταξιδιωτικές αφίξεις συρρικνώθηκαν κατά 65,6%.
Συνολικά, τους πρώτους δέκα μήνες του έτους, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση μειώθηκε κατά 76,1%, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι, ενώ οι εισπράξεις, αντίστοιχα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, κατά 77%.
Σχετικά με την γεωγραφική κατανομή, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της ΕΕ-27 μειώθηκε κατά 73,2%, ενώ μείωση κατά 80,4% κατέγραψαν οι τουριστικές αφίξεις από τις χώρες εκτός ΕΕ-27. Αντίστοιχη ήταν και η μείωση των εισπράξεων την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019, κατά 71,5% από τους κατοίκους χωρών εντός ΕΕ-27 και κατά 82,6%, αντίστοιχα, από τους κατοίκους χωρών εκτός ΕΕ-27.
Τέλος, το ισοζύγιο των πρωτογενών εισοδημάτων παρουσίασε έλλειμμα ύψους 477 εκατ. ευρώ, χαμηλότερο σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο (-1,3 δισ. ευρώ), ενώ το ισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων κατέγραψε πλεόνασμα ύψους 168,6 εκατ. ευρώ, έναντι ελλείμματος 9 εκατ. ευρώ, την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Οι εξελίξεις στην αμερικανική οικονομία
Σύμφωνα με την τρίτη (τελική) εκτίμηση του Bureau of Economic Analysis, στο τρίτο τρίμηνο του 2020, ο ετησιοποιημένος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ ήταν θετικός, της τάξης του 33,4%, έναντι μείωσης κατά 31,4%, το δεύτερο τρίμηνο και κατά 5,0%, το πρώτο τρίμηνο του έτους (Γράφημα 3).
Η αύξηση του ΑΕΠ, το τρίτο τρίμηνο, η οποία ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από τη δεύτερη εκτίμηση, συνιστά μια ιστορική άνοδο, τη μεγαλύτερη από την έναρξη καταγραφής των στοιχείων της έρευνας, το 1947.
Χαρακτηριστικό της έντασης της μεγέθυνσης της αμερικανικής οικονομίας είναι ότι η αμέσως μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ ήταν 16,7%, το πρώτο τρίμηνο του 1950, ήτοι το ήμισυ της τρέχουσας ανόδου.
Η σταδιακή άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου, σε συνδυασμό με την ισχυρή στήριξη της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής οδήγησαν στη σημαντική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, το τρίτο τρίμηνο.
Όσον αφορά στις επιμέρους συνιστώσες του ΑΕΠ, σημειώνονται τα ακόλουθα:
Πρώτον, η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία συνιστά περί το 70% του ΑΕΠ και αποτέλεσε το βασικότερο πυλώνα του αναπτυξιακού προτύπου των ΗΠΑ πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, αυξήθηκε κατά 41%, το τρίτο τρίμηνο του 2020, έναντι μείωσης κατά 33,2%, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, με αποτέλεσμα η συμβολή της στη μεταβολή του ΑΕΠ να είναι θετική, της τάξης των 25,44 εκατοστιαίων μονάδων, έναντι αρνητικής συνεισφοράς κατά 24,01 εκατοστιαίες μονάδες, στο προηγούμενο τρίμηνο.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση που έχει καταγραφεί, εξέλιξη που αποδίδεται τόσο στην ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και στη σημαντική αποκλιμάκωση του ποσοστού της ανεργίας, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση καταναλωτικών δαπανών που είχαν ανασταλεί το προηγούμενο τρίμηνο και κατά συνέπεια την αύξηση της ζήτησης.
Υπενθυμίζεται ότι το τρίτο τρίμηνο του έτους, το μέσο ποσοστό της ανεργίας υποχώρησε στο 8,8% (εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία), έναντι 13%, το δεύτερο τρίμηνο και 3,8%, το πρώτο τρίμηνο.
Επισημαίνεται ότι, κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2019-Φεβρουαρίου 2020, το ποσοστό της ανεργίας κυμαινόταν στο εύρος 3,5%-3,6%, καταγράφοντας επιδόσεις που αποτελούν χαμηλό 50 ετών.
Δεύτερον, η δημόσια κατανάλωση, η οποία μειώθηκε κατά 4,8%, συνέβαλε αρνητικά στη μεταβολή του ΑΕΠ, το τρίτο τρίμηνο του 2020, κατά 0,75 της εκατοστιαίας μονάδας, έναντι θετικής συνεισφοράς κατά 0,77 της εκατοστιαίας μονάδας, στο προηγούμενο τρίμηνο όταν είχε αυξηθεί κατά 2,5%.