Με μελανά χρώματα περιγράφει η Deutsche Welle την Ελλάδα της κρίσης μετά τα μνημόνια.
Η χώρα αυτοχρηματοδοτείται επί έξι μήνες, αλλά η κατάσταση για τους Ελληνες παραμένει προβληματική, σημειώνει το δημοσίευμα. Η οικονομική ανάπτυξη παραμένει στάσιμη, οι νέοι φεύγουν στο εξωτερικό, τονίζει η Deutsche Welle και επισημαίνει ότι «στενεύουν τα περιθώρια για τον Αλέξη Τσίπρα».
Για να σκιαγραφήσει την κατάσταση στη χώρα μας, το δημοσίευμα παραθέτει την ιστορία του Γιάννη Παπαδόπουλου.
Ζούσε για 35 χρόνια στη Γερμανία, όπου σπούδασε βιολογία και εργαζόταν, αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα το 2010 όταν αρρώστησε η μητέρα του.
Τώρα, ως υπάλληλος εταιρείας καθαρισμού σχολικών κτιρίων παίρνει 560 ευρώ τον μήνα. Και κουνά το κεφάλι του όταν ακούει τους πολιτικούς να λένε ότι τελείωσε η κρίση. «Η κατάσταση ακόμη και με τον Τσίπρα δεν έχει καλυτερεύσει, είναι το ίδιο όπως και όλες οι άλλες κυβερνήσεις, όλες θέλουν να κερδίσουν χρόνο», δηλώνει.
Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα, έπαθε σοκ.
Είδε για πρώτη φορά γείτονες να ψάχνουν στα σκουπίδια για να τα βγάλουν πέρα. Αλλά και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, δεν βλέπει την κρίση να τελειώνει.
Τα στατιστικά στοιχεία που ακούει δεν τον εντυπωσιάζουν. «Το κράτος χρωστά στους πολίτες δισ. ευρώ σε επιστροφές φόρων, κι όταν λένε οι πολιτικοί ότι έχουν πλεόνασμα, αναρωτιέμαι, πως είναι δυνατόν» μονολογεί.
Η υποτιθέμενη ανάπτυξη δεν κάνει τη ζωή ευκολότερη
Στα χαρτιά η ανεργία μειώθηκε από 27,5% το 2013%, στο 18,6%, αλλά παραμένει η υψηλότερη στην Ευρώπη.
Η νεανική ανεργία κατέβηκε επίσης από πάνω από το 50% στο 36,6%. Αλλά αυτό δεν χαροποιεί κανένα, διότι η υποτιθέμενη ανάπτυξη δεν κάνει τη ζωή των ανθρώπων ευκολότερη, σημειώνει η Deutsche Welle, συμπληρώνοντας ότι είναι στα ύψη η δυσπιστία για τα αισιόδοξα προγνωστικά τη χρονιά των βουλευτικών εκλογών.
Ο Νίκος Βαρσακέλης, καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκη, μπορεί να αντιληφθεί την απαισιοδοξία των Ελλήνων.
«Θα πάρει ακόμη πολλά χρόνια για να έρθει η ανάπτυξη, θα πρέπει πρώτα να έρθουν επιχειρηματίες» υποστηρίζει. Αλλά δεν έρχονται, το αντίθετο, σημειώνει το δημοσίευμα.
Στον τομέα της παραγωγής υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Όσες παραγωγικές μονάδες έκλεισαν ή έφυγαν στο απόγειο της κρίσης, προκάλεσαν μεγάλα τραύματα. Μεγάλος αριθμός εργαζομένων μετακόμισε σε άλλη χώρα, συνεχίζει η Deutsche Welle.
Ο Βαρσακέλης εκτιμά το κόστος ανάμεσα στα 80 με 100 δισ. ευρώ. Στον κατασκευαστικό τομέα χάθηκαν 500.000 θέσεις εργασίας, ενώ σε παραδοσιακούς τομείς, όπως τροφίμων και μεταλλουργίας, σημαντικούς για την οικονομική σταθερότητα, ο ρυθμός ανάπτυξης έχει μειωθεί. Το ασφαλιστικό σύστημα είναι άδικο.
«Οι εισφορές δεν προσανατολίζονται με βάση το εισόδημα, αλλά με τα χρόνια ασφάλισης» λέει η Μαριλένα Παπαδάκη, που μαζί με τον άνδρα της είχαν γυμναστήριο. «Είναι αδιάφορο εάν έχεις ένα μικρό περίπτερο ή ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ, το ασφαλιστικό κόστος παραμένει το ίδιο, ακόμη και όταν δεν μπαίνουν λεφτά στο ταμείο».
Φεύγουν οι νέοι
Ο Νίκος Βαρσακέλης γνωρίζει αυτά και πολλά άλλα προβλήματα. Η αύξηση των δαπανών στις επιχειρήσεις δεν προκύπτει μόνο από τους φόρους ή τις ασφαλιστικές εισφορές, αλλά και από άλλους τομείς, όπως το ηλεκτρικό και η ενέργεια.
«Υπάρχει και το διοικητικό κομμάτι, η πολύπλοκη ελληνική γραφειοκρατία παράγει μεγάλο κόστος για τους επιχειρηματίες, χρειάζεται πολύς χρόνος και πολύ προσωπικό για να τα βγάλουν πέρα με αυτά τα προβλήματα» λέει. Σύμφωνα με μελέτη το κόστος διοίκησης ανέρχεται στο 7% με 8% του ΑΕΠ.
Η μεγαλύτερη ανησυχία του καθηγητή είναι ο τομέας της τεχνολογίας. Στην πραγματικότητα είναι ο κλάδος που φέρνει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, αλλά κι εδώ η Ελλάδα δεν επωφελείται. «Επιχειρήσεις σε αυτόν τον κλάδο φεύγουν από τη χώρα και έτσι δεν μπορούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα λαμπροί επιστήμονες που λόγω της κρίσης αναζήτησαν την τύχη τους στο εξωτερικό. Στις ελληνικές εταιρείες που μένουν, συγκεντρώνουν τις πρώτες τους εμπειρίες νέοι πρωτοεργαζόμενοι, που όμως στη συνέχεια επιλέγουν τους εμφανώς υψηλότερους μισθούς σε χώρες όπως τη Βρετανία και τη Γερμανία», αναφέρει.
Τι προτείνει όμως ο Νίκος Βαρσακέλης; «Νομίζω ότι το ελληνικό κράτος πρέπει να γυρίσει στο μηδέν, να κάνει μια νέα αρχή και να απαντήσει στο ερώτημα, τι κράτος θέλουμε ακριβώς να είμαστε». Όχι μόνο ο Αλέξης Τσίπρας υποσχέθηκε να ανακαλύψει τον ελληνικό τροχό, αλλά όλοι οι προκάτοχοί του, χωρίς κανένας τους να το καταφέρει, αποφαίνεται ο Βασκαρέλης.
«Όταν το 2015 ο Τσίπρας κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές υποσχέθηκε ένα δικαιότερο κράτος. Η ελπίδα ότι ένας νέος πρωθυπουργός, με ευαισθησία στα κοινωνικά προβλήματα θα έφερνε τα πάνω κάτω στους διεφθαρμένους και αργούς θεσμούς, ήταν μεγάλη. Τώρα, τα περιθώρια στενεύουν για τον Τσίπρα. Νέες εκλογές θα γίνουν μέχρι τον Οκτώβριο. Κανείς δεν ξέρει εάν η κυβέρνηση μειοψηφίας, της οποία ηγείται, θα αντέξει μέχρι τότε. Και πολύ περισσότερο εάν οι Έλληνες θα τον εμπιστευτούν και πάλι», καταλήγει η Deutsche Welle.