Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να παραμείνει ισχυρή στο 3,5% το 2022 παρά τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, εκτιμά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην τελευταία αξιολόγηση του στο πλαίσιο του Άρθρου IV του καταστατικού του που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Οι υψηλές τιμές ενέργειας αναμένεται να ανεβάσουν τον μέσο πληθωρισμό στο 6,1% το 2022, αναφέρει το Ταμείο. Τόσο η ανάπτυξη, όσο και ο πληθωρισμός, αναμένεται να επιβραδυνθούν το 2023, φτάνοντας στο 2,6% και 1,2% αντίστοιχα.
Για το δημόσιο χρέος το Ταμείο σημειώνει ότι βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και οι κίνδυνοι αναχρηματοδότησης φαίνονται διαχειρίσιμοι μεσοπρόθεσμα.
Προειδοποιεί πάντως ότι σημαντικοί καθοδικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να θολώνουν τις προοπτικές, ειδικά από την περαιτέρω όξυνση του πολέμου στην Ουκρανία και τις ακόμα σημαντικές αβεβαιότητες που συνδέονται με την πανδημία.
Ειδικότερα, το Ταμείο σημειώνει στην ανάλυση του ότι η ελληνική οικονομία ανέκαμψε σθεναρά από τη σοβαρή ύφεση που προκλήθηκε από τον COVID-19, με την παραγωγή να επιστρέφει στο προπανδημικό επίπεδο το 2021. Η ισχυρή δημοσιονομική απάντηση, η διευκολυντική νομισματική πολιτική και οι πολιτικές προληπτικής εποπτείας και η σημαντική στήριξη της ΕΕ ήταν το κλειδί για την προώθηση της ανάκαμψης.
Παρά το δύσκολο περιβάλλον, οι μεταρρυθμίσεις σημείωσαν πρόοδο σε διάφορους τομείς, όπως η ψηφιοποίηση, η ιδιωτικοποίηση, η βελτίωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής και η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών. Η Ελλάδα ολοκλήρωσε την πρόωρη καταβολή όλης της εκκρεμούς πίστωσης του ΔΝΤ τον Απρίλιο, η οποία τερματίζει την αξιολόγηση μετά τη χρηματοδότηση.
Τα στελέχη του Ταμείου τονίζουν παράλληλα την ανάγκη να συνεχιστούν οι συνετές πολιτικές και η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και να προωθηθεί η χωρίς αποκλεισμούς και πιο πράσινη ανάπτυξη.
Συμφώνησαν ταυτόχρονα ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει διευκολυντική αλλά καλά στοχευμένη το 2022, προτού επιστρέψει σε μια σταδιακή και φιλική προς την ανάπτυξη εξυγίανση, με διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα στη συνέχεια. Σε αυτό το πλαίσιο, συνέστησαν να αντικατασταθούν οι γενικές επιδοτήσεις για τις υψηλές τιμές ενέργειας με στοχευμένη στήριξη για τις ευάλωτες ομάδες.
Συμφώνησαν παράλληλα σε γενικές γραμμές στην ανάγκη προσεκτικής αξιολόγησης των επιπτώσεων των σχεδίων για μόνιμες περικοπές στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και την κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης. Τόνισαν ότι η πρόσφατη αύξηση των δαπανών για την υγεία και των δημοσίων επενδύσεων πρέπει να διατηρηθεί, ενώ θα πρέπει να υπάρχει αντίσταση στις πιέσεις για αύξηση των συντάξεων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Τα στελέχη του ΔΝΤ συνέστησαν περαιτέρω ενίσχυση του συστήματος Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος ώστε να αποτελέσει τη βάση για στοχευμένη υποστήριξη σε σοβαρούς κλυδωνισμούς.
Το ΔΝΤ σημειώνει παράλληλα την ταχεία μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις μεγάλες τράπεζες και για τη δέσμευσή τους να αντιμετωπίσουν τις υπόλοιπες προκλήσεις για την ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο τα στελέχη του Ταμείου τόνισαν ότι περαιτέρω πρόοδος στη μείωση του προβληματικού χρέους θα πρέπει να προέλθει από την εφαρμογή του νέου νόμου περί αφερεγγυότητας, τη βελτίωση της διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την ανάπτυξη βιώσιμων μακροπρόθεσμων αναδιαρθρώσεων. Συνέστησαν επίσης την ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και της ποιότητας του κεφαλαίου, την αποκατάσταση υγιών παραγόντων κερδοφορίας, την αντιμετώπιση μεσοπρόθεσμων προκλήσεων χρηματοδότησης και την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων. Γενικά ενθάρρυναν τις αρχές να προετοιμάσουν έναν οδικό χάρτη βάσει των συνθηκών που θα καθοδηγεί την ενεργοποίηση των μακροπροληπτικών εργαλείων μεσοπρόθεσμα, σε περίπτωση που προκύψουν συστημικές αδυναμίες.
Τα στελέχη του ΔΝΤ σημειώνουν τέλος ότι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο υποστηρίζεται από τα κεφάλαια του Next Generation EU, αποτελεί μια βασική ευκαιρία για την ενίσχυση των προηγούμενων μεταρρυθμιστικών επιτευγμάτων, την αντιμετώπιση των υπολειπόμενων διαρθρωτικών προβλημάτων που εντοπίζονται, μεταξύ άλλων και στην αγορά εργασίας, την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού και τέλος για να διασφαλιστεί βιώσιμη, πλούσια σε θέσεις εργασίας και πιο πράσινη ανάπτυξη.
Σημείωσαν επίσης τη θετική επίδραση της αύξησης του κατώτατου μισθού στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ενώ συνέστησαν την παρακολούθηση των πιθανών επιπτώσεών της στον πληθωρισμό και την ανεργία των νέων. Χαιρέτησαν τέλος τη δέσμευση των ελληνικών αρχών για φιλικές προς το κλίμα πολιτικές και τόνισαν την ανάγκη για ένα ισχυρότερο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας -το οποίο θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από υψηλότερους φόρους άνθρακα όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες- για να διευκολυνθεί η πράσινη μετάβαση.