Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται ο υπόγειος πόλεμος Ουάσιγκτον – Βερολίνου με αφορμή την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κλιμακώνει την πίεση προς τους Ευρωπαίους, απαιτώντας σαφή δέσμευση των πιστωτών της Ελλάδας για την ελάφρυνση του χρέους της ώστε να καταστεί βιώσιμο.
Την ίδια ώρα ωστόσο, το Βερολίνο φαίνεται πως επιχειρεί μέσα από τη διαρροή απόρρητης έκθεσης της Deutsche Bank, να επαναφέρει το εφιαλτικό σενάριο που απεργαζόταν και παρουσίασε στο Eurogroup του Ιουλίου ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για προσωρινό Grexit, το οποίο θα συνοδεύει μία γενναία αναδιάρθρωση του χρέους.
Στο ελληνικό κυβερνητικό επιτελείο παρατηρούν προσεκτικά όλες τις κινήσεις στη σκακιέρα των διεθνών πιστωτών της χώρας, τονίζοντας πως δεν πρέπει να αφεθούν τα περιθώρια στη Γερμανία να ξαναβάλει στο τραπέζι το σενάριο το οποίο αποφεύχθηκε με τη συμφωνία του καλοκαιριού, πίσω από τις κλειστές πόρτες της Συνόδου Κορυφής της 12ης Ιουλίου. Πέραν τούτου, σημειώνουν πως μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί η διαρροή της επίμαχης απόρρητης έκθεσης της Deutsche Bank στη γερμανική Bild, η οποία παραδοσιακά εδώ και χρόνια αποτελεί τη «φωνή» του Γερμανού υπουργού Οικονομικών απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Ενδεικτικό δε, σημειώνουν, είναι το γεγονός ότι η έκθεση υιοθετήθηκε τη Δευτέρα επίσημα από εκπρόσωπο του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
Εκπρόσωπος του Σόιμπλε υιοθετεί την έκθεση για κούρεμα και προσωρινό Grexit
«Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς κούρεμα χρέους», αλλά ακόμα και «αν κάναμε ένα κούρεμα πάνω από 100 ή 200 δισ. τώρα, σε μερικά χρόνια θα είχαμε πάλι το ίδιο πρόβλημα και θα χρειάζονταν και τέταρτο πακέτο, αν δεν γίνει ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία», δηλώνει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Λίντερ Γκέρκεν, καθηγητής του πανεπιστημίου της Βρέμης και πρόεδρος του «Κέντρου Ευρωπαϊκής πολιτικής» του Φράιμπουργκ σχολιάζοντας πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας Bild, η οποία επικαλούμενη εσωτερικό έγγραφο της Deutsche Bank, κάνει λόγο για ενδεχόμενο κούρεμα του ελληνικού χρέους ύψους 200 δις ευρώ μέχρι το τέλος του έτους.
Eν γνώσει του δεν έχει περιέλθει, όπως μας είπε, το εν λόγω «μυστικό» έγγραφο το οποίο επικαλείται η εφημερίδα, αλλά το γερμανικό think tank, του οποίου προΐσταται, έχει την άποψη ότι «για να βγούμε από τον φαύλο πρέπει η Ελλάδα να εγκαταλείψει οικειοθελώς την ευρωζώνη «ώστε να ξαναγίνει ανταγωνιστική». Αν παραμείνει, δεν βλέπει «καμιά πιθανότητα να αναρρώσει πραγματικά η οικονομία της χώρας στα επόμενα δέκα χρόνια».
Σε ερώτηση για το κατά πόσο μπορεί η Ελλάδα να το εξοφλήσει το χρέος της ή θα χρειαστεί ένα γενναίο κούρεμα του ύψους που αναφέρεται στο δημοσίευμα της Bild, ο Λίντερ Γκέρκεν σημείωσε πως «εμείς θεωρούμε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί με τις δικές της δυνάμεις να σηκώσει το βάρος του χρέους της. Αυτό που η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως είναι μια ανταγωνιστική οικονομία, ώστε η χώρα να προσελκύσει ξανά επενδύσεις. Αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας, διότι τα ποσοστά των επενδύσεων είναι αυτή τη στιγμή αρνητικά. Χωρίς υγιή οικονομία η Ελλάδα δεν μπορεί να ανακάμψει. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς κούρεμα χρέους, αλλά από μόνο του το κούρεμα του χρέους δεν λύνει επίσης το πρόβλημα»
«Αν κάναμε ένα κούρεμα πάνω από 100 ή 200 δις τώρα, σε μερικά χρόνια θα είχαμε πάλι το ίδιο πρόβλημα όπως σήμερα, διότι ακριβώς δεν έχει αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Δεν θα πρέπει να δίνεται σημασία μόνο στο χρέος του ελληνικού κράτους, αλλά θα έπρεπε να προσεχθεί επίσης και το πως εξελίσσεται συνολικά η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Η πιστοληπτική ικανότητα δεν εξαρτάται ακριβώς μόνον από το κράτος, αλλά επίσης και από το ιδιωτικό χρέος, τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Όσο η Ελλάδα δεν επιτυγχάνει εμπορικά πλεονάσματα, δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να αποπληρώσει τα δάνεια από το εξωτερικό. Για να επανακάμψει η οικονομία απαιτούνται επενδύσεις οι οποίες, αν εξαιρέσει κανείς τον τουριστικό τομέα, δεν υπάρχουν.
«Για να γίνει ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία θα ήταν χρήσιμη η αποχώρηση της Ελλάδος από το ευρώ, αλλά έχει πολιτικά αποφασισθεί ότι αυτό δεν είναι επιθυμητό» πρόσθεσε χαρακτηριστικά, ενώ αναφερόμενος στις συνέπειες ενός τέτοιου ενδεχόμενου, τόνισε πως «η αποχώρηση θα είχε φυσικά και αρνητικές συνέπειες επίσης, διότι ένα νέο ελληνικό νόμισμα θα υποτιμούνταν ισχυρά και επομένως όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, από τη βενζίνη μέχρι τα φάρμακα, θα ακρίβαιναν πολύ. Εδώ θα έπρεπε να βοηθήσει η Ε.Ε. και θα το έκανε. Μολαταύτα είμαι πεπεισμένος, ότι θα ήταν ευκολότερο για την Ελλάδα να ξανασταθεί στα πόδια της, αν εγκατέλειπε οικειοθελώς το ευρώ, ώστε να ξαναγίνει ανταγωνιστική. Αν η Ελλάδα μείνει στο ευρώ, δεν βλέπω καμιά πιθανότητα να αναρρώσει πραγματικά η οικονομία της χώρας στα επόμενα δέκα χρόνια».
ΔΝΤ: Δέσμευση τώρα για αναδιάρθρωση χρέους για να μετέχει στο πρόγραμμα
Οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να δεσμευθούν για μία αποδεκτή αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας, πριν το ΔΝΤ χρηματοδοτήσει εκ νέου τη χώρα, δήλωσε ο πρώτος αναπληρωτής γενικός διευθυντής του, Ντέιβιντ Λίπτον, σε συνέντευξη που έδωσε στο πρακτορείο Bloomberg. Οι υποσχέσεις για την επανεξέταση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους θα είναι επαρκείς, μόνο αν συνοδεύονται από συγκεκριμένους όρους για τη μείωση του βάρους δανεισμού, δήλωσε ο Λίπτον στην Ουάσιγκτον.
«Θέλουμε μία συμφωνημένη διαδικασία για το χρέος μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της», δήλωσε ο Λίπτον, προσθέτοντας: «Για να προχωρήσουμε, θέλουμε περισσότερα από μία γενική διαβεβαίωση ότι το θέμα θα αντιμετωπισθεί, με επαρκώς συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τον τρόπο αντιμετώπισης, ώστε να διαβεβαιώσουμε το Ταμείο ότι το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους θα ακολουθήσει μία βιώσιμη διαδρομή».
Το τρέχον πρόγραμμα του ΔΝΤ λήγει τον ερχόμενο Μάρτιο και το όποιο νέο πρόγραμμα θα πρέπει να εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιό του, το οποίο εκπροσωπεί τις 188 χώρες – μέλη του Ταμείου. Ο Λίπτον σημείωσε ότι το ποσό της νέας χρηματοδότησης του ΔΝΤ δεν έχει αποφασισθεί. Πολλές χώρες της Ευρωζώνης έχουν δηλώσει ότι η διαγραφήη δανείων που έχουν δοθεί στην Ελλάδα θα αποτελούσαν «κόκκινη γραμμή», αλλά σημειώνουν ότι μπορεί να συμφωνήσουν στη βελτίωση των όρων εξυπηρέτησης τους, όπως σε χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερες περιόδους αποπληρωμής, που θα μείωναν τα ποσά που πρέπει να αποπληρώνει η Ελλάδα στη διάρκεια του χρόνου. Μία ομάδα εμπειρογνωμόνων στις Βρυξέλλες εξετάζει τις λεπτομέρειες, σημειώνει το πρακτορείο.
Ο Λίπτον δήλωσε ότι το ΔΝΤ έχει τέσσερις προτεραιότητες για ένα νέο πρόγραμμα: Την εφαρμογή των πολιτικών για τις οποίες υπάρχει δέσμευση, διαρθρωτικές δημοσιονομικές πολιτικές που απαιτούνται για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα, τη σταθεροποίηση του τραπεζικού τομέα και την αντιμετώπιση του χρέους. Πέραν των συζητήσεων για την ελάφρυνση του χρέους, ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία και αποτέλεσε κορυφαίο θέμα συζήτησης στην ετήσια σύνοδο κορυφής του ΔΝΤ στη Λίμα του Περού τον Οκτώβριο, σημειώνει το Bloomberg. «Υπάρχει πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει, για να διασφαλισθεί ότι το τραπεζικό σύστημα είναι υγιές και με καλή διακυβέρνηση», δήλωσε ο Λίπτον, προσθέτοντας: «Οι Ευρωπαίοι συμμερίζονται την ανησυχία μας, και αυτός είναι ο λόγος που δίνεται τόσο μεγάλη προσοχή στην αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού και την ανακεφαλαιοποίηση ή τα απαιτούμενα κεφάλαια».
Μετά την τελευταία συμφωνία της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ βοηθά τις Ευρωπαϊκές Αρχές να καθορίσουν τα προαπαιτούμενα για τη χρηματοδότηση και να ελέγχουν την πρόοδο. Ο Λίπτον ανέφερε ότι το Ταμείο δεν μπορεί να εμπλακεί περισσότερο, έως ότου υπάρξει μία συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους, αν και «ο χρονικός ορίζοντας της είναι ένα άλλο θέμα».
«Οι Ευρωπαίοι θα προτιμούσαν να μην γίνει μία αναδιάρθρωση του χρέους, για πολλούς λόγους, κυρίως για πολιτικούς», δήλωσε στο Bloomberg ο Αντρέα Μοντανίνο, που ήταν μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ από το 2012 έως το 2014 και σήμερα είναι διευθυντής του παγκόσμιου προγράμματος επιχειρήσεων και οικονομιών του Ατλαντικού Συμβουλίου στην Ουάσιγκτον.
Οι ΗΠΑ, που είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος του ΔΝΤ, πιθανόν θα στηρίξουν την πίεση που ασκεί το ΔΝΤ για συγκεκριμένη αντιμετώπιση του χρέους. Η προσέγγιση στο πρόγραμμα του Αυγούστου φαίνεται να είναι «σωστή», υποθέτοντας ότι όλες οι πλευρές μπορούν να ωφεληθούν από τη στρατηγική, δήλωσε ο Αμερικανός υφυπουργός Διεθνών Υποθέσεων, Νάθαν Στις, σε συνέντευξη που έδωσε στο Bloomberg την Παρασκευή. «Είναι επιτακτικό για όλους του βασικούς συμμετέχοντες να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους. Τώρα, είμαστε σε ένα σημείο, όπου οι δύο πλευρές πρέπει να υλοποιήσουν πραγματικά αυτές τις δεσμεύσεις και επομένως για την Ελλάδα αυτό σημαίνει να συνεχίσει να κινείται προς τις μεταρρυθμίσεις και για την Ευρώπη σημαίνει να αρχίσει τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους».