Την περίοδο μετά το 2012 περιορίσθηκε λίγο ο αριθμός των ελληνικών νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες θέρμανσης, διατροφής και διακοπών, αλλά συνέχισαν να χειροτερεύουν σημαντικά οι δυσκολίες στις πληρωμές (δανείων, δόσεων κλπ) και στην κάλυψη απροσδόκητων εξόδων τους.
Αυτό αναφέρεται σε άρθρο του Νικόλαου Κανελλόπουλου, με τίτλο: «Εξελίξεις στην ανατομία της υλικής στέρησης», που περιλαμβάνεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Οικονομικές Εξελίξεις» του ΚΕΠΕ (Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών) και αφορά στην περίοδο από το 2003 έως το 2017.
Οι συνθήκες κατοικίας των Ελλήνων εμφανίζουν συστηματική βελτίωση την εξεταζόμενη περίοδο, μιας και όλοι οι καταγραφόμενοι δείκτες ακόμη και την περίοδο της κρίσης βελτιώνονται, σημειώνει το άρθρο. Ωστόσο το 13,5% συνεχίζει να διαμένει σε σπίτι με πρόβλημα υγρασίας, το οποίο πιθανόν να σχετίζεται και με τη δυσκολία για κατάλληλη θέρμανση.
Η μελέτη του ΚΕΠΕ
Όπως αναφέρει η μελέτη του ΚΕΠΕ, ήδη από το 2003 το 60% του πληθυσμού αντιμετώπιζε κάποια μορφή οικονομικής δυσπραγίας.
«Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να μετριάζεται τα επόμενα έτη και το 2009 μειώνεται σε 55%. Έκτοτε, κατά τη διάρκεια της κρίσης, αυξάνεται και το 2016 λαμβάνει την υψηλότερη τιμή του, 76%, ενώ το 2017 υποχωρεί οριακά σε 74,5%.
Προκύπτει, λοιπόν, ότι ακόμα και πριν την κρίση ένα σημαντικό μερίδιο του πληθυσμού αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, οι οποίες φυσικά κατά τη διάρκεια της κρίσης εξαπλώθηκαν σε μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού.
Οι υπόλοιπες τρεις συνιστώσες της υλικής στέρησης το 2003 αφορούσαν περίπου τρεις στους δέκα Έλληνες. Είναι ενδιαφέρον ότι, με την πάροδο των ετών, η συνιστώσα που αφορά τη δυνατότητα απόκτησης διαρκών καταναλωτικών αγαθών, καθώς και η συνιστώσα που έχει να κάνει με την ποιότητα της κατοικίας διαμονής μειώνονται σταθερά, υπονοώντας αντίστοιχη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ελληνικών νοικοκυριών.
Πέρα από την πτώση των τιμών σε πολλά διαρκή καταναλωτικά αγαθά, καθώς και τη βελτίωση στην κατασκευή των νέων κατοικιών και των υλικών που χρησιμοποιούνται για την ανακαίνιση παλαιότερων κατοικιών κατά την εξεταζόμενη περίοδο, διαφαίνεται ότι και την περίοδο της βαθιάς κρίσης οι Έλληνες κατάφεραν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαμονής τους στα σπίτια τους.
Αναφορικά με το περιβάλλον στο οποίο είναι εγκατεστημένο το νοικοκυριό, μετά από μία επιδείνωση που άρχισε το 2007 και κορυφώθηκε το 2011, παρατηρείται καθοδική τάση στο ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει σχετικά προβλήματα, η οποία ωστόσο αντιστράφηκε ελαφρώς από το 2016. Σημασία, πέρα από το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κάποια από τις τέσσερις κύριες συνιστώσες της υλικής στέρησης, έχει και το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε καθεμία από τις υποκατηγορίες που τις αποτελούν.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι το 2003 ο πιο συνηθισμένος λόγος που κάποιος θεωρούνταν ότι αντιμετώπιζε υλική στέρηση ήταν η αδυναμία να πληρώσει διακοπές για μία εβδομάδα (50,1%). Εντούτοις, το 2017 ο βασικότερος λόγος που θέτει κάποιον σε καθεστώς υλικής στέρησης έχει να κάνει με την αδυναμία του να πληρώσει έκτακτα οικονομικά έξοδα (52,7%). Η δε αδυναμία χρηματοδότησης διακοπών κατέστη ο δεύτερος λόγος (50,9%) και τρίτος είναι η αδυναμία να ανταποκριθεί σε δόσεις δανείων ή/και αγορών (44,9%).
Παρόλο που όλες οι συνιστώσες που αφορούν την αντιμετώπιση οικονομικών δυσκολιών αυξήθηκαν μεταξύ 2003 και 2017, είναι εντυπωσιακή η κατά 48% αύξηση των ατόμων που πλέον δεν μπορούν να κρατήσουν το σπίτι τους ικανοποιητικά ζεστό (2003: 17,4%, 2017: 25,7%). Επίσης, 13% του πληθυσμού δεν μπορεί για οικονομικούς λόγους κάθε δεύτερη μέρα να έχει γεύμα με κρέας, ψάρι (ή χορτοφαγικό ισοδύναμο).
Έχει ενδιαφέρον επίσης πώς εξελίχθηκαν οι δείκτες οικονομικής δυσκολίας την περίοδο 2003 -2008 (δηλαδή πριν την κρίση όταν υπήρχε αξιόλογη αύξηση του ΑΕΠ), την περίοδο 2008-2012 (από την εκδήλωση της κρίσης έως την κορύφωσή της) και την περίοδο 2012-2017 (στην παράταση και προσαρμογή στην κρίση).
Την πρώτη περίοδο της άνθησης της οικονομίας όλοι οι δείκτες οικονομικής δυσκολίας βελτιώθηκαν εντυπωσιακά, ιδιαίτερα εκείνοι των πληρωμών εκτάκτων δαπανών ή δανείων. Την περίοδο της εκδήλωσης και κορύφωσης της οικονομικής κρίσης οι δείκτες οικονομικής στέρησης χειροτέρευσαν εντυπωσιακά (μόνο στην ευχέρεια διακοπών η χειροτέρευση ήταν μικρή), ενώ την τελευταία περίοδο φαίνεται ότι συγκρατήθηκαν οι δυσκολίες θέρμανσης, διατροφής και διακοπών, αλλά συνέχισαν να χειροτερεύουν σημαντικά οι δυσκολίες στις πληρωμές και στα απροσδόκητα έξοδα.
Αναφορικά με την αγορά διαρκών αγαθών και τις συνθήκες της οικίας διαμονής, όλες οι υποκατηγορίες την εξεταζόμενη περίοδο έχουν βελτιωθεί με εξαίρεση την απόκτηση τηλεφώνου, η οποία ωστόσο περιορίζεται μόλις στο 0,6% του πληθυσμού. Εντυπωσιακή και ενθαρρυντική είναι η συνεχής μείωση του ποσοστού των ατόμων που δεν διαθέτουν χρήματα για την αγορά ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο από 20,6% το 2003 περιορίστηκε στο 6,1% το 2017. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι ελάχιστοι πλέον δηλώνουν αδυναμία απόκτησης πλυντηρίου ρούχων (γύρω στο 1%). Από την άλλη πλευρά, παρά τη μείωση μεταξύ 2003 και 2017, περίπου 10% των Ελλήνων δηλώνουν ότι δεν μπορούν να αγοράσουν ή να συντηρήσουν ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο.
Οι συνθήκες κατοικίας επίσης εμφανίζουν συστηματική βελτίωση την εξεταζόμενη περίοδο, μιας και όλοι οι καταγραφόμενοι δείκτες ακόμη και την περίοδο της κρίσης βελτιώνονται. Ωστόσο το 13,5% συνεχίζει να διαμένει σε σπίτι με πρόβλημα υγρασίας, το οποίο πιθανόν να σχετίζεται και με τη δυσκολία για κατάλληλη θέρμανση.
Τέλος, αναφορικά με το περιβάλλον που είναι εγκατεστημένη η κατοικία των ερωτηθέντων τα σχετικά ποσοστά δείχνουν ότι υπήρξε αξιόλογη χειροτέρευση την περίοδο 2007-2012 και παρόμοια ανάκαμψη την περίοδο 2012-2017. Η επιβάρυνση σε μόλυνση και θόρυβο την περίοδο 2008-2012 αποκαταστάθηκε την περίοδο 2012-2017, ενώ η χειροτέρευση της εγκληματικότητας, αν και αντιστράφηκε την περίοδο 2012-2017, παραμένει υψηλότερη από το 2008. Συνοπτικά, σημειώνουμε ότι το 2017 ένα πέμπτο των Ελλήνων αναφέρει ότι κατοικεί σε περιοχή με θόρυβο ή μόλυνση, ενώ σχεδόν το 14% των ατόμων διαμένουν σε περιοχή με πρόβλημα εγκληματικότητας».