Ο Άρειος Πάγος με πρόσφατη απόφασή του (ΑΠ 690/2017) έκρινε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της της ΚΥΑ 19040/1981, συνδυαζόμενες με εκείνες του ν. 3863/2010 για την αμοιβή με εργόσημο, συνάγεται ότι το ελάχιστο ποσό επιδόματος Χριστουγέννων και Πάσχα, που προσδιορίζεται στο τελευταίο εδάφιο και συνδέεται με το γενικό κατώτατο όριο ημερομισθίου, αναφέρεται μόνο σε όσους απασχολούνται περιστασιακά σε πλείονες του ενός εργοδότες.
Ως εκ τούτου δεν ισχύει για εκείνους που εργάζονται αποκλειστικά σε έναν εργοδότη, για τους οποίους ισχύουν οι γενικές ρυθμίσεις του άρθρου 1 παρ.1 και 2 της ΚΥΑ 19040/1981.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση η ενάγουσα είχε προσληφθεί από τον εναγόμενο κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2009, προκειμένου να προσφέρει σ’ αυτόν, που είναι ολικά ανάπηρος, υπηρεσίες οικόσιτης οικιακής βοηθού, με πλήρη απασχόληση, επί 24ώρου βάσεως. Ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών της ενάγουσας είχε συμφωνηθεί μισθός 400 ευρώ μηνιαίως. Η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της περί το τέλος του έτους 2013. Κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της ο εναγόμενος παρέλειψε την προς αυτήν καταβολή του δώρου εορτών και του επιδόματος αδείας.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου καταλήγει στα εξής: Το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης,) επιδίκασε τελεσίδικα υπέρ της ενάγουσας και σε βάρος του εναγομένου το συνολικό ποσό των 2.941,46 ευρώ. Εάν το δικαστήριο της ουσίας είχε εφαρμόσει τις προσήκουσες διατάξεις, θα είχε επιδικάσει 800 ευρώ για επίδομα αδείας, 1.600 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων και 800 ευρώ για δώρο Πάσχα, ήτοι συνολικώς το ποσό των 3.200 ευρώ.
[irp posts=”143601″ name=”ΕΦΚΑ: Εκτός ρύθμισης των 120 δόσεων χιλιάδες μη ενεργοί οφειλέτες”]
Σημείωση: Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι στο παρελθόν (σ.σ. 2.1.2014) το υπ. Εργασίας είχε κοινοποιήσει το παρακάτω έγγραφο που σχετίζεται με τους όρους αμοιβής οικιακών και οικόσιτων μισθωτών.
Υπ. Εργασίας 40578/898/2.1.2014 «Όροι αμοιβής οικιακών και οικοσίτων μισθωτών – Άδεια, καταγγελία»
Α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 663 Α.Κ., 3 παρ. 1β΄ β.δ. 16-7-20, 1 παρ. 2 α.ν. 539/45, άρθρον μόνον εδ. γ΄ β.δ. 376/1971 «περί επεκτάσεως του α.ν. 539/45 επί του οικόσιτου και άλλου προσωπικού», 2 παρ. 1 δ΄ β.δ. 748/1996, 43 ν. 1836/1989, 8 παρ. 2 της από 26-2-75 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. κυρωθείσης δια του Ν. 133/75 και 1 παρ. 1 ν. 1876/1990 προκύπτουν τα εξής:
α) Οικιακοί μισθωτοί είναι εκείνοι που με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παρέχουν στον εργοδότη τις υπηρεσίες τους κατά κύριο λόγο για την εξυπηρέτηση οικιακών ή προσωπικών αναγκών αυτού, των μελών της οικογενείας του ή τρίτων. Η δευτερεύουσα απασχόλησή τους σε εργασίες οι οποίες έχουν σχέση με το επάγγελμα του εργοδότη που ασκείται στην κατοικία του, δεν αναιρεί την ιδιότητά τους ως οικιακών μισθωτών. Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην κατοικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.
β) Επί των οικόσιτων οικιακών μισθωτών, λόγω της ιδιάζουσας φύσης των υπηρεσιών που παρέχουν και των ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες τις παρέχουν (εντός του οικιακού περιβάλλοντος, υπό συνθήκες σχέσης εμπιστοσύνης και ειδικής μέριμνας για το μισθωτό – άρθρο 663 Α.Κ.), δεν εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις για τα χρονικά όρια εργασίας των μισθωτών, την εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, νύχτα, ημέρες αναπαύσεως, για την υπερεργασία και τις υπερωρίες καθώς και οι διατάξεις για τις εκτός έδρας μετακινήσεις (Μον. Πρωτ. Αθηνών 720/2012, Μον. Πρωτ. Αθηνών 294/2011, Εφ. Αθηνών 5241/2010, Μον. Πρωτ. Αθηνών 362/2008, Α.Π. 1955/2007, Α.Π. 1292/2004, Εφ. Αθηνών 1349/2004, Εφ. Αθηνών 7809/2003, Α.Π. 964/1998, Εφ. Αθηνών 2872/1996, Μον. Πρωτ. Αθηνών 2165/1996, Α.Π. 172/1993).
Β) Ισχύουν, όμως, και για τους οικιακούς μισθωτούς οι διατάξεις για την παροχή αδείας μετ` αποδοχών, ύστερα από την επέκταση των διατάξεων του Α.Ν. 539/1945 και στους οικιακούς οικόσιτους μισθωτούς με το Β.Δ. 376/1971 και το άρθρο 8 παρ. 2 της από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. Περαιτέρω, κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρθρο 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966 (ΦΕΚ 57/Α΄/14-3-1966)). Σημειώνεται ότι το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας.
Δικαιούνται, επίσης, επιδόματα εορτών, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 1082/1980 και το άρθρο 4, παρ. 9 της Κ.Υ.Α, 19040/1981 (ΦΕΚ 742/Β΄/9-12-1981), καθώς και αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Ν. 1836/1989.
(Μον. Πρωτ. Αθηνών 720/2012, Μον. Πρωτ. Αθηνών 294/2011, Εφ. Αθηνών 5241/2010, Α.Π. 1955/2007, Α.Π. 1397/2006, Εφ. Αθηνών 1349/2004, Εφ. Αθηνών 7809/2003, Εφ. Πειραιώς 667/2001, Εφ. Αθηνών 2872/1996).
Γ) Οι όροι αμοιβής και εργασίας των οικιακών μισθωτών, πλην των οικόσιτων οικιακών μισθωτών, ρυθμίζονται από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 27 Α΄), όπως ισχύει), σε συνδυασμό με τον καθορισμένο νόμιμο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, όπως ορίζεται στην παρ. 3α. της Υποπαραγράφου ΙΑ.11 του ν. 4093/2012. Η αμοιβή, όμως, των οικόσιτων οικιακών μισθωτών δεν υπάγεται στα ανωτέρω κατώτατα όρια, αλλά εξαρτάται από την ατομική συμφωνία που αυτοί καταρτίζουν με τον εκάστοτε εργοδότη, ενώ σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, οφείλεται ο «ειθισμένος μισθός». Εάν, επομένως, δεν υπάρχει συμφωνία για το ύψος του μισθού, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τον «ειθισμένο μισθό», δηλαδή εκείνον τον οποίο καταβάλλουν άλλοι εργοδότες για την παροχή ομοίων εργασιών ή υπηρεσιών σε άλλους εργαζομένους της ίδιας ηλικίας, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες του ίδιου είδους στον ίδιο τόπο και χρόνο και υπό τις αυτές συνθήκες (Μον. Πρωτ. Αθηνών 720/2012, Μον. Πρωτ. Αθηνών 294/2011, Εφ. Αθηνών 5241/2010, Α.Π. 1123/2007, Εφ. Ιωαν. 237/2005, Α.Π. 1292/2004, Εφ. Αθηνών 7809/2003, Α.Π. 964/1998, Εφ. Θεσσ. 1714/1998, Μον. Πρωτ. Αθηνών 2165/1996, Εφ. Αθηνών 4793/1991).
Δ) Όπως αναφέρθηκε και στο σημείο Β του παρόντος, στους οικιακούς μισθωτούς έχουν επεκταθεί, με το άρθρο 43 του Ν. 1836/1989, οι διατάξεις για την αποζημίωση απολύσεως (κατά τον ΠΙΝΑΚΑ των εργατοτεχνιτών) και επομένως η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας τους είναι έγκυρη εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, ήτοι εφόσον αυτή έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυομένου στο τηρούμενο για το Ι.Κ.Α. μισθολόγιο ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος (Μον. Πρωτ. Αθηνών 720/2012, Μον. Πρωτ. Αθηνών 294/2011, Εφ. Αθηνών 5241/2010, Α.Π. 1397/2006, Εφ. Αθηνών 1349/2004, Εφ. Αθηνών 7809/2003, Εφ. Αθηνών 5258/2001, Εφ. Πειραιώς 667/2001, Εφ. Αθηνών 2872/1996).
Αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, σας επισημαίνουμε τα εξής:
α) Το εδάφιο α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 3198/1955 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων» (ΦΕΚ 98/Α’/23-4-1955), όπως ισχύει, ορίζει τα εξής: «Ο υπολογισμός της αποζημιώσεως, γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως».
β) Το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 2112/1920 «Περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» (ΦΕΚ 67/Α’/18-3-1920), όπως ισχύει, διαλαμβάνει τα εξής: «Ως τακτικαί αποδοχαί υπαλλήλου θεωρούνται ο μισθός ως και πάσα άλλη παροχή, εφόσον δίδεται αντί μισθού, οίον παροχαί σε είδος, προμήθεια κ.λ.π.».
γ) Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του Β.Δ. 16/18 Ιουλίου 1920 «Περί επεκτάσεως του Ν.2112 και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών» (ΦΕΚ 158/Α΄/18-7-1920) προβλέπει ότι: «Η εκ του Ν.2112 υποχρέωσις καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων ισχύει εφεξής και επί των πάσης κατηγορίας εργατών, τεχνιτών και υπηρετών…».
δ) Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη επιπλέον του νομίμου ή συμπεφωνημένου μισθού σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας χορηγούμενη παροχή του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται, λόγω της τακτικότητας της παροχής τους (θεωρούμενων δηλαδή και αυτών ως τακτικών αποδοχών), και η ποσοστιαία μηνιαία αναλογία των επιδομάτων εορτών και αδείας που προβλέπονται από την αριθμ. 19040/1981 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και από την παρ. 16 του άρθρου 3 του Ν. 4504/1966 αντίστοιχα, η οποία (αναλογία) τις προσαυξάνει κατά το 1/6 (Εφ. Λαρ. 753/2007, Εφ. Αθ. 9370/2005, Εφ. Αθ. 2392/2005, Α.Π. 546/1999, Α.Π. 72/1998, Α.Π. 1023/1980, Α.Π. 1142/1979 κ.λ.π.).
Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 74 του Ν. 4144/2013 «Αντιμετώπιση της παραβατικότητας στην Κοινωνική Ασφάλιση και στην αγορά εργασίας και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας» (ΦΕΚ 88 Α΄), με τις οποίες αντικαθίστανται τα άρθρα 20 και 21 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α΄), όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από την παρ. 8 του άρθρου 76 του ν. 3996/2011 (ΦΕΚ 170 Α΄), ρυθμίζονται τα θέματα αμοιβής και ασφάλισης του κατ’ οίκον του εργοδότη απασχολούμενου προσωπικού που παρέχει εξαρτημένη εργασία ή υπηρεσίες, με τη διαδικασία έκδοσης και εξαργύρωσης της ειδικής επιταγής «Εργόσημο». Σχετική πληροφόρηση παρέχει και η αριθμ. 43 Εγκύκλιος του Ι.Κ.Α.–Ε.Τ.Α.Μ., με αριθμ. πρωτ. Α21/449/63/11-7-2013 και Α.Δ.Α: ΒΛ4Υ4691ΩΓ-ΖΧΤ. Ευνόητο είναι ότι οι σχετικές ρυθμίσεις περί εργόσημου δεν καταργούν υφιστάμενες ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας.
Κατόπιν των ανωτέρω, έχουμε την άποψη ότι το θέμα σας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σύμφωνα με το προεκτεθέν νομικό και νομολογιακό πλαίσιο, αναφέρει η απόφαση που δημοσιεύει το taxheaven.gr.