Η ελάττωση του φυσικού κεφαλαίου οδηγεί σε συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας
Είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι οι δαπάνες για την απόκτηση κεφαλαιουχικών αγαθών, ήτοι προϊόντων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία για περισσότερες από μια περιόδους, εκτός του ότι αποτελούν μια εκ των συνιστωσών της συνολικής ζήτησης στο παρόν, διευρύνουν μέσω της συσσώρευσης του φυσικού κεφαλαίου, τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας στο μέλλον.
Αυτό αναφέρει η Eurobank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της υπό τον τίτλο “7 ημέρες οικονομία”, στην οποία σχολιάζει τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), οι επενδύσεις παγίων αποτέλεσαν τον αρνητικό πρωταγωνιστή στη μακροοικονομική επίδοση της Ελλάδας το 2018.
Συγκεκριμένα, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου διαμορφώθηκε στα €20,6 δις σε τρέχουσες τιμές καταγράφοντας ετήσια πτώση της τάξης των -€2,7 δις ή -11,4% από ετήσια αύξηση €2,0 δις ή 9,2% το 2017.
Ποια ήταν η συνεισφορά των επί μέρους θεσμικών τομέων της οικονομίας στην προαναφερθείσα μεταβολή του συνόλου των επενδύσεων παγίων στην Ελλάδα;
Κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισε ο θεσμικός τομέας της γενικής κυβέρνησης.
Αναλυτικά, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου της γενικής κυβέρνησης συρρικνώθηκε σε ετήσια βάση κατά -€2,3 δις ή -28,7%.
Ακολούθησε ο θεσμικός τομέας των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών με ετήσια πτώση στις επενδύσεις παγίων της τάξης των -€0,5 δις ή -4,9%.
Τέλος, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου των χρηματοοικονομικών εταιρειών κατέγραψε ετήσια μείωση -€35,9 εκατ. ή -3,4%, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στα νοικοκυριά – κυρίως επενδύσεις σε κατοικίες – σημείωσε αύξηση €117,2 εκατ. ή 2,7%.
Βάσει των προαναφερθέντων μεγεθών, τα μερίδια των θεσμικών τομέων της οικονομίας επί του συνόλου των επενδύσεων παγίων διαμορφώθηκαν το 2018 ως εξής: οι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες είχαν την υψηλότερη συνεισφορά με ποσοστό 45,9% (€9,5 δις) και ακολούθησαν η γενική κυβέρνηση με 27,2% (€5,6 δις), τα νοικοκυριά με 21,9% (€4,5 δις) και οι χρηματοοικονομικές εταιρείες με 5,0% (€1,0 δις). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα εν λόγω μερίδια υπέστησαν υψηλές μεταβολές κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης.
Ξεχωρίζει ο θεσμικός τομέας των νοικοκυριών με μείωση του σχετικού μεριδίου κατά -29,4 ποσοστιαίες μονάδες (από 51,2% το 2007 στο 21,9% το 2018).
Η παραπάνω πτώση συνοδεύτηκε από την άνοδο των αντίστοιχων μεριδίων των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών, της γενικής κυβέρνησης και των χρηματοοικονομικών εταιρειών κατά 16,7 (από 29,2% στο 45,9%), 8,6 (από 18,6% στο 27,2%) και 4,1 (από 0,9% στο 5,0%) ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.
Η αρνητική επίδραση στην ελληνική οικονομία από την πτώση των επενδύσεων παγίων το 2018 δεν αποτυπώνεται μόνο στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης του περασμένου έτους.
Όπως αναφέραμε στην αρχή του παρόντος δελτίου, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου προσδίδει δυναμικό χαρακτήρα στην οικονομία μέσω της συσσώρευσης του παραγωγικού συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου όπως κτίρια, μηχανολογικός εξοπλισμός, μεταφορικός εξοπλισμός κ.α.
Στο Σχήμα 1 παραθέτουμε τις επενδύσεις παγίων, τις αποσβέσεις παγίων και τη συσσώρευση παγίων για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας από το 1999 μέχρι το 2019 (σημείωση: υποθέτουμε ότι οι καθαρές επενδύσεις παγίων της περιόδου t επιδρούν αυξητικά αν είναι θετικές ή μειωτικά αν είναι αρνητικές στο φυσικό κεφάλαιο της περιόδου t+1). Επιπρόσθετα, στα Σχήματα 2Α έως 2Δ παρουσιάζουμε τις αντίστοιχες χρονολογικές σειρές για τους 4 βασικούς θεσμικούς τομείς της οικονομίας.
Παρατηρούμε τα εξής:
• Τα τελευταία 8 χρόνια το επίπεδο των επενδύσεων παγίων στην ελληνική οικονομία υπολείπεται του αντιστοίχου επιπέδου των αποσβέσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις παγίων που πραγματοποιούνται δεν επαρκούν για να αντικαταστήσουν το φυσικό κεφάλαιο που φθείρεται ή απαξιώνεται. Συνεπώς οι καθαρές επενδύσεις είναι αρνητικές και ως εκ τούτου το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας μειώνεται. Η ελάττωση του φυσικού κεφαλαίου οδηγεί σε συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.
• Το 2018 το αρνητικό επίπεδο των καθαρών επενδύσεων στην Ελλάδα διευρύνθηκε στα -€8,6 δις από -€6,2 δις το 2017. Η εν λόγω διεύρυνση προήλθε κυρίως από τον θεσμικό τομέα της γενικής κυβέρνησης, της οποίας οι καθαρές επενδύσεις από θετικές €1,2 δις το 2017 διαμορφώθηκαν σε αρνητικές -€1,0 δις το 2018.
• Για το σύνολο της περιόδου 2011-2019, το φυσικό κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας συρρικνώθηκε κατά -€76,5 δις. Οι θεσμικοί τομείς των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και των νοικοκυριών είχαν την υψηλότερη συνεισφορά στην προαναφερθείσα πτώση. Στον μεν πρώτο οι συνολικές απώλειες συσσωρευμένων παγίων ήταν της τάξης των -€37,6 δις, στο δε δεύτερο -€34,6 δις (κυρίως λόγω μείωσης των επενδύσεων σε κατοικίες).
Εν κατακλείδι, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αποτέλεσε τον αρνητικό πρωταγωνιστή στη μακροοικονομική επίδοση της Ελλάδας το 2018.
Ένας λόγος για τον οποίο η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημάδια ήπιας και όχι ισχυρής ανάκαμψης είναι ακριβώς αυτή η ισχνή επίδοσή της σε όρους επενδύσεων παγίων.
Επιπρόσθετα, η αρνητική επίδραση στην οικονομία από το χαμηλό επίπεδο των δαπανών για κεφαλαιουχικά αγαθά δεν περιορίζεται μόνο στο παρόν αλλά εμφανίζεται και στο μέλλον, δηλαδή έχει δυναμικό και όχι στατικό χαρακτήρα.
Οι καθαρές επενδύσεις παρέμειναν σε αρνητικό έδαφος για όγδοο συνεχές έτος με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η φθίνουσα πορεία του φυσικού κεφαλαίου και η συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.
Οι αρνητικές καθαρές επενδύσεις, η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και η ισχνή συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας αποτελούν εμπόδια για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης.
Η τελευταία αποτελεί σημαντική συνθήκη για την περαιτέρω μείωση του κόστους δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας και τη συνεχή και βιώσιμη πρόσβασή της στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2019, τα καθαρά έσοδα παρουσίασαν υπέρβαση έναντι του στόχου (που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2019) κατά €1.331 εκατ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση. Από την πλευρά των δαπανών καταγράφηκε συγκράτηση έναντι του στόχου κατά €1.010 εκατ.
Ως εκ τούτου, το πρωτογενές αποτέλεσμα και το ισοζύγιο ΚΠ ήταν υψηλότερα σε σχέση με τον στόχο κατά €2.403 και €2.341 εκατ. αντίστοιχα.
Πιο συγκεκριμένα το πρώτο τρίμηνο του 2019, τα καθαρά έσοδα ΚΠ διαμορφώθηκαν σε €11.986 εκατ., παρουσιάζοντας υπέρβαση έναντι του στόχου κατά €1.331 εκατ., σε τροποποιημένη ταμειακή βάση.
Η εν λόγω επίδοση οφείλεται α) κυρίως στο γεγονός ότι εισπράχθηκε ποσό €1.176 εκατ., το οποίο αν και αρχικά είχε προϋπολογιστεί να εισπραχθεί τον Δεκέμβριο του 2018 τελικά εισπράχθηκε τον Μάρτιο του 2019 και αφορά στην επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών και β) δευτερευόντως στα αυξημένα κατά €196 εκατ. έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ).
Επισημαίνεται ότι συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2018 τα καθαρά έσοδα εμφανίστηκαν ελαφρώς μειωμένα κατά €93 εκατ.
Από την πλευρά των δαπανών, καταγράφηκε συγκράτηση έναντι του στόχου της τάξης των €1.010 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση, €12.754 εκατ. σε σύγκριση με τον στόχο των €13.763 εκατ.).
Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, η εν λόγω διαφορά οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι είχε προβλεφθεί πίστωση ύψους €982 εκατ. προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα πληρωμής, κατά το έτος 2019, των εφάπαξ χρηματικών ποσών του νόμου 4575/2018 σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης των πληρωμών εντός του 2018 (εμφανίζεται στις πιστώσεις υπό κατανομή).
Ωστόσο οι πληρωμές που υλοποιήθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2019 τελικά ανήλθαν σε €324 εκατ. (εμφανίζονται στη στήλη της πραγματοποίησης στη γραμμή «Παροχές σε εργαζόμενους»), »), δηλαδή ήταν μικρότερες κατά €658 εκατ.
Σημειώνουμε ότι το συγκεκριμένο ποσό είναι σε τροποποιημένη ταμειακή βάση και αποτυπώνεται στα δημόσια εθνικολογιστικά στοιχεία του έτους 2018.
Οι δαπάνες του ΠΔΕ παρουσίασαν υστέρηση έναντι του στόχου κατά €120 εκατ. και διαμορφώθηκαν σε €545 εκατ.
Τέλος, επισημαίνεται ότι συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2018 οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού εμφανίστηκαν αυξημένες κατά €1.094 εκατ., γεγονός που οφείλεται κυρίως στις σημαντικά αυξημένες πληρωμές για τόκους κατά €751 εκατ. (ήτοι στα €2.211 εκατ. το πρώτο τρίμηνο του 2019 από €1.460 εκατ. την αντίστοιχη περίοδο του 2018) και στις προαναφερθείσες πληρωμές των εφάπαξ χρηματικών ποσών του νόμου 4575/2018 ύψους €328 εκατ.
Βάσει των παραπάνω στοιχείων, το πρωτογενές αποτέλεσμα για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2019 διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους €1.443 εκατ., έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα €960 εκατ. (ήτοι υψηλότερο κατά €2.403 εκατ.), πλην όμως χαμηλότερο κατά €436 εκατ. σε σχέση με το αντίστοιχο αποτέλεσμα για την ίδια περίοδο το 2018.
Τέλος, το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα ύψους €768 εκατ. έναντι στόχου για έλλειμμα €3.109 εκατ. (ήτοι χαμηλότερο έλλειμμα κατά €2.341 εκατ.) και έναντι πλεονάσματος €419 εκατ. για το αντίστοιχο διάστημα του 2018.