Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη, αντικατοπτρίζει το μέγεθος της υποεκμετάλλευσης του παραγωγικού συντελεστή εργασίας στην Ελλάδα.
Πτωτικά στο 18,1% του εργατικού δυναμικού τον Μάρτιο 2019 κινήθηκε το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, μειωμένο κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο 2019 και κατά -2,1 ΠΜ σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους.
Σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του Σεπτεμβρίου 2013 (27,8%), η συνολική πτώση του ποσοστού ανεργίας ανέρχεται στις 9,7 ΠΜ (βλέπε Σχήμα 1Α), διαπιστώνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο δελτίο της ‘7 ημέρες οικονομία’.
Σε όρους τριμήνου (μέσος όρος 3 μηνών), το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μειώθηκε στο 18,3% του εργατικού δυναμικού το 1ο τρίμηνο 2019 από 18,6% και 20,5% το 4ο τρίμηνο 2018 και το 1ο τρίμηνο 2018 αντίστοιχα.
Η εν λόγω πτώση συνοδεύτηκε από ενίσχυση της απασχόλησης (2,2% ή 2,4% σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού).
Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο τεύχος του δελτίου 7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, η ποσοστιαία αύξηση της απασχόλησης δεν μεταφράστηκε σε ίση ή και μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ λόγω της μείωσης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η ετήσια αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων το 1ο τρίμηνο 2019 προήλθε κυρίως από τους τομείς του τουρισμού, του δημοσίου, της ενημέρωσης και επικοινωνίας, των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων, της μεταποίησης και των μεταφορών & αποθήκευσης.
Παρά τη συνεχή πτώση των τελευταίων 5,5 ετών, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα παραμένει το υψηλότερο ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης (στη 2η θέση βρίσκεται η Ισπανία με 14,0% και στην 3η η Ιταλία με 10,2%, βλέπε Σχήμα 1Α).
Συγκεκριμένα, η απόκλιση σε σύγκριση με το αντίστοιχο μέγεθος της Ευρωζώνης διαμορφώθηκε στις 10,4 ποσοστιαίες μονάδες τον Μάρτιο 2019 (βλέπε Σχήμα 2), μειωμένη ωστόσο κατά 5,4 ΠΜ σε σύγκριση με το ιστορικό υψηλό του Σεπτεμβρίου 2013 (15,8 ΠΜ).
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη, αντικατοπτρίζει το μέγεθος της υποεκμετάλλευσης του παραγωγικού συντελεστή εργασίας στην Ελλάδα.
Επί παραδείγματι, αν το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν ίσο με το αντίστοιχο της Ευρωζώνης, τότε η απασχόληση θα ήταν υψηλότερη κατά 488,0 χιλ άτομα ή 12,7% (ο εν λόγω υπολογισμός γίνεται με βάση τα στοιχεία του Μαρτίου 2019 και με την υπόθεση ότι το εργατικό δυναμικό παραμένει σταθερό στα τρέχοντα επίπεδα, ήτοι 4.698,1 χιλ άτομα τον Μάρτιο 2019).
Ωστόσο, υπό το πρίσμα μιας περισσότερο ρεαλιστικής προσέγγισης, δηλαδή αν συγκρίνουμε το τρέχον ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα με το αντίστοιχο δομικό (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το εκτιμά στο 13,2% για το 2019), η δυνητική αύξηση της απασχόλησης διαμορφώνεται στα 229,7 χιλ άτομα ή 6,0%. Το υψηλό ποσοστό δομικής ανεργίας στην Ελλάδα συνδέεται με χρόνιες διαρθρωτικές στρεβλώσεις και με την επίδραση της πρόσφατης μεγάλης ύφεσης.
Η προαναφερθείσα δυνητική αύξηση της απασχόλησης αντανακλάται σε ισόποση συνεισφορά στη σωρευτική μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ.
Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα της αγοράς εργασίας, η είσοδος της ελληνικής οικονομίας σε ένα μονοπάτι βιώσιμης ανάπτυξης συναρτάται: α) με την ενίσχυση της κυκλικής ανάκαμψης (π.χ. ενίσχυση των επενδύσεων και των εξαγωγών με θετικές επιδράσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας), β) την πτώση του δομικού ποσοστού ανεργίας (π.χ. εφαρμογή θεσμικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας) και γ) την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
Θετικές εξελίξεις στα 3 προαναφερθέντα πεδία δύναται να οδηγήσουν σε ενίσχυση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας στη μεσοπρόθεσμη και στη μακροπρόθεσμη περίοδο.