Σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της μηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο λόγος των ανέργων ως προς το εργατικό δυναμικό μειώθηκε στο 16,9% (για πρώτη φορά κάτω του 17,0% από τον Μάιο 2011) από 17,1% και 19,1% τον Ιούνιο 2019 και τον Ιούλιο 2018 αντίστοιχα.
Για το σύνολο της περιόδου Ιανουαρίου-Ιουλίου 2019, ο μέσος όρος του ποσοστού ανεργίας διαμορφώθηκε στο 17,7%, μειωμένος κατά -2,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 1, η προαναφερθείσα δυναμική στην ετήσια πτώση του ποσοστού ανεργίας είναι παρόμοια με αυτή που διαμορφώνεται από το 2ο τρίμηνο 2017 και έπειτα (κοντά στις -2,0 ποσοστιαίες μονάδες).
Επί παραδείγματι, στο προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2020, το εκτιμώμενο ποσοστό ανεργίας για τα έτη 2019 και 2020 είναι στο 17,4% και 15,6% αντίστοιχα (από 19,3% το 2018).
Η ψαλίδα ανάμεσα στο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη έχει μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια.
Συγκεκριμένα, από τις 15,8 ποσοστιαίες μονάδες τον Οκτώβριο 2013 (27,8% vs 12,0%) μειώθηκε στις 9,4 ποσοστιαίες μονάδες τον Ιούλιο 2019 (16,9% vs 7,5%).
Εντούτοις, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλή. Τον Ιούλιο 2019 η ελληνική οικονομία είχε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης των 28 Κρατών Μελών (βλέπε Σχήμα 2).
Την εν λόγω αρνητική πρωτιά τη διατηρεί ανελλιπώς από τον Αύγουστο 2012. Εκτός της Ελλάδας, άλλες οικονομίες με σχετικά υψηλό ποσοστό ανεργίας είναι η Ισπανία (13,9%), η Ιταλία (9,8%) και η Γαλλία (8,5%).
Στο άλλο άκρο της κατανομής συναντάμε χώρες με σχετικά χαμηλό ποσοστό ανεργίας (π.χ. κάτω του 4,0%), όπως η Ρουμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Γερμανία και η Τσεχία.
Ποιο είναι το κόστος που επωμίζεται η ελληνική οικονομία λόγω της υψηλής απόκλισης που παρουσιάζει σε όρους ποσοστού ανεργίας σε σύγκριση με την Ευρωζώνη;
Για να δώσουμε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα υπολογίζουμε τον αριθμό των απασχολούμενων ατόμων στην Ελλάδα που αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό ανεργίας ίσο με αυτό της Ευρωζώνης, ήτοι 7,5%.
Κάνοντας την υπόθεση ότι το εργατικό δυναμικό διατηρείται στα τρέχοντα επίπεδα, ήτοι 4.706,5 χιλιάδες άτομα (βλέπε Σχήμα 3), τότε, αν το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν ίσο με 7,5% αντί για 16,9%, η απασχόληση (3.909,3 χιλ άτομα τον Ιούλιο 2019) θα ήταν υψηλότερη κατά 11,4% ή 444,2 χιλ άτομα.
Υπό το πρίσμα μιας νεοκλασικής συνάρτησης παραγωγής (με διαμέτρηση των παραμέτρων βάσει των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας), η προαναφερθείσα ενίσχυση της απασχόλησης ισοδυναμεί με αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 6,6% ή 12,6 δις (υπό την υπόθεση ceteris paribus των υπολοίπων συντελεστών της παραγωγής και της συνολικής παραγωγικότητας).
Συνεπώς, αν θέσουμε ως μέτρο σύγκρισης την οικονομία της Ευρωζώνης, τότε τα προαναφερθέντα μεγέθη αποτελούν μια προσέγγιση του ετήσιου κόστους – σε όρους απολεσθείσας απασχόλησης και παραγωγής – που επωμίζεται η ελληνική οικονομία εξαιτίας του υψηλού ποσοστού ανεργίας (σε σχέση με την Ευρωζώνη) που τη χαρακτηρίζει.
Ταυτόχρονα, ισοδυναμούν με τη σωρευτική ανάπτυξη που δύναται να συνεισφέρει ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας κατά τη διάρκεια της κυκλικής ανάκαμψης της οικονομίας (μεσοπρόθεσμα).
Ωστόσο μακροπρόθεσμα η συμβολή του συνδέεται με τον ρυθμό μεταβολής του εργατικού δυναμικού και του πληθυσμού, με τις μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις για τον τελευταίο να είναι δυσμενείς για την ελληνική οικονομία.