Την ανάγκη διατήρησης της τρέχουσας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής σε όλη την ευρωζώνη προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι επιπτώσεις της πανδημίας, τόνισε, μεταξύ άλλων, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στο 4ο Συνέδριο Προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΤτΕ κανείς δεν μπορεί να εφησυχάσει αναφορικά με την πανδημία, καθώς πέραν της απώλειας ζωών που έχει προκαλέσει, δημιουργεί ένα ιδιαίτερα δύσκολο περιβάλλον για όλες τις οικονομίες. Όπως τόνισε, μάλιστα, χαρακτηριστικά «ωστόσο, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Διανύουμε αυτή την περίοδο το δεύτερο κύμα της πανδημίας, το οποίο αυξάνει εκ νέου την αβεβαιότητα στους πολίτες. Εκτιμούμε ότι η αβεβαιότητα αυτή θα παραμένει υψηλή μέχρι την αποτελεσματική και γενικευμένη χρήση του εμβολίου, που αναμένεται στα μέσα του 2021.
Έως τότε, τα απαραίτητα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης εντείνουν τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και δυσχεραίνουν την ανάκαμψη. Για τους λόγους αυτούς, η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική χρειάζεται να παραμείνουν διευκολυντικές και να ενισχύουν η μία την άλλη, συνεχίζοντας να στηρίζουν τα εισοδήματα των πολιτών, την παραγωγή και την κατανάλωση σε όλη τη ζώνη του ευρώ».
Παράλληλα ο κ. Στουρνάρας στην ομιλία του αναφέρθηκε διεξοδικά στα μέτρα που έχει λάβει η ΕΚΤ από την αρχή της πανδημίας έως και σήμερα, το ύψος των οποίων ξεπερνά τα 1,8 τρισ. ευρώ και που έχουν βασικό στόχο να στηρίξουν οικονομίες αλλά και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, η αποτελεσματικότητα της άμεσης και ουσιαστικής νομισματικής παρέμβασης, μπορεί να διαπιστωθεί από την εξομάλυνση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και την ενίσχυση των μακροοικονομικών μεγεθών. Με βάση εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το πακέτο των μέτρων αυτών αναμένεται να αυξήσει το ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ κατά 1,3% και τον πληθωρισμό κατά 0,8% την περίοδο 2020 – 2022, ενώ παράλληλα συνέβαλε στη διατήρηση ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Στουρνάρα στο 4ο Συνέδριο Προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να χαιρετίσω για ακόμα μία φορά την έναρξη του Συνεδρίου Προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του τέταρτου κατά σειρά, που διοργανώνεται από την ομάδα φοιτητών ‘Get Involved’ και υποστηρίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, το Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.
Από το προηγούμενο συνέδριο έχει περάσει ένας χρόνος, στη διάρκεια του οποίου ζήσαμε όλοι μας πρωτόγνωρες περιστάσεις με την εμφάνιση της πανδημίας του κορωνοϊού σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι επιπτώσεις της πανδημίας είναι σοβαρές, πρωτίστως σε απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και δευτερευόντως στην οικονομική ευημερία των πολιτών. Οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρώπης, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, χρειάστηκε να αναλάβουν αποφασιστική δράση για την ενίσχυση του τομέα της δημόσιας υγείας και να επιβάλουν μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης για να περιορίσουν την εξάπλωση της πανδημίας, με επιπρόσθετο ωστόσο αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα. Με σκοπό το μετριασμό των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και του επακόλουθου περιορισμού των δραστηριοτήτων, οι επίσημοι φορείς έλαβαν άμεσα καθοριστικές αποφάσεις.
Από την πλευρά της δημοσιονομικής πολιτικής, όλα τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν προβεί σε υψηλές δημόσιες δαπάνες για τη στήριξη της παραγωγής και της απασχόλησης και την ανάκαμψη της οικονομίας. Επιπλέον, σε συλλογικό επίπεδο, ο μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνδυασμό με τη δημιουργία του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) αποτελούν τη μεγαλύτερη δέσμη μέτρων οικονομικής ανάκαμψης (συνολικού ύψους 1,8 τρισεκατομμυρίων ευρώ) που έχει χρηματοδοτηθεί ποτέ στην Ευρώπη για τη στήριξη των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων.
Από την πλευρά του Ευρωσυστήματος, το οποίο αποτελεί το σύστημα των εθνικών κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, που ασκούν από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τη νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ, έχουμε λάβει έκτακτα και δραστικά μέτρα νομισματικής πολιτικής και τραπεζικής εποπτείας με σκοπό να αντιμετωπίσουμε τρεις προκλήσεις: πρώτον, να σταθεροποιηθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, δεύτερον, να εξασφαλιστεί η ροή πιστώσεων προς κάθε τομέα της οικονομίας σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, και τρίτον, να αναχαιτιστούν οι αρνητικές πιέσεις στον πληθωρισμό. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήδη από τον περασμένο Μάρτιο όταν φάνηκαν οι πρώτες ενδείξεις της νέας κρίσης, λάβαμε άμεσες και καθοριστικές αποφάσεις προκειμένου να διατηρηθούν ευνοϊκές οι συνθήκες χρηματοδότησης και να διευκολυνθεί η παροχή δανείων, παράλληλα με τα μέτρα που προϋπήρχαν της πανδημίας, όπως το μηδενικό επιτόκιο στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης των τραπεζών και το αρνητικό επιτόκιο στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων από τις τράπεζες.
Πιο αναλυτικά, αποφασίσαμε την άμεση εφαρμογή ενός έκτακτου, λόγω πανδημίας, προγράμματος αγοράς τίτλων (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) για να διαδραματίσει διττό ρόλο, συμβάλλοντας τόσο στη σταθερότητα των αγορών, όσο και στην ενίσχυση της νομισματικής χαλάρωσης.
Για την επίτευξη του πρώτου στόχου, δηλαδή της εξομάλυνσης των χρηματοοικονομικών διαταραχών, το έκτακτο πρόγραμμα PEPP σχεδιάστηκε με πρωτοποριακή ευελιξία στη σύνθεση των αγορών για την αποτελεσματική μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλη τη ζώνη του ευρώ. Συγκεκριμένα, η συνολική αξία των τίτλων που αγοράζονται μπορεί να διακυμαίνεται διαχρονικά ανάλογα με τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες που επικρατούν, αντί να παραμένει σταθερή μηνιαίως. Επιπροσθέτως, ενώ η κατανομή των αγορών των τίτλων του δημόσιου τομέα μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ πρέπει να βασίζεται στην κλείδα συμμετοχής κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας (αναλόγως με το μέγεθος της οικονομίας της χώρας της) στο μετοχικό κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχει δοθεί διακριτική ευχέρεια στις εθνικές κεντρικές τράπεζες να προβαίνουν προσωρινά σε αγορές κατά παρέκκλιση από την κλείδα αυτή. Με αυτό τον τρόπο, αντιμετωπίζονται οι δυσχέρειες στο μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που προέκυψαν από τη στροφή προς ασφαλείς τίτλους λόγω αβεβαιότητας και αποτρέπεται ο κίνδυνος κατακερματισμού της ζώνης του ευρώ.
Γιατί έχει τόσο μεγάλη σημασία η ευελιξία για την αποτελεσματικότητα του έκτακτου προγράμματος αγορών; Στην αρχή της πανδημίας, οι επιπτώσεις ήταν ιδιαίτερα έντονες σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης, ενώ σε κάποιες άλλες ήταν συγκριτικά πιο ήπιες. Εξαιτίας αυτής της διαφοροποίησης, στις πρώτες χώρες δημιουργήθηκε έντονο κλίμα ανησυχίας, με υψηλές διακυμάνσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές τους, και οι αποδόσεις των κρατικών τους ομολόγων αυξήθηκαν απότομα. Αντίθετα, στις υπόλοιπες χώρες οι αποδόσεις κατέγραψαν ηπιότερη άνοδο. Ως εκ τούτου, οι διαφορές (spreads) των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων που εκδίδονται από τις πρώτες χώρες σε σχέση με εκείνων των υπόλοιπων χωρών εκτοξεύθηκαν σε υψηλά επίπεδα. Οι αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του PEPP, που προσδίδουν μεγαλύτερο βάρος σε ομόλογα των χωρών που επλήγησαν περισσότερο, κατόρθωσαν να μειώσουν δραστικά τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των χωρών αυτών, και να περιορίσουν τις διαφορές των αποδόσεών τους σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες.
Ιδιαίτερη σημασία για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών στην Ελλάδα είχε και η χορήγηση παρέκκλισης (waiver) από τις απαιτήσεις ελάχιστης πιστοληπτικής διαβάθμισης, που ισχύουν στο υπάρχον πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (Public Sector Purchase Programme – PSPP), στους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου ώστε να ενταχθούν στο έκτακτο πρόγραμμα PEPP. Με την απόφαση αυτή καταδεικνύεται έμπρακτα η αποτελεσματικότητα της ευελιξίας του PEPP, καθώς οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μειώθηκαν δραστικά, ήδη με την ανακοίνωση του προγράμματος, και διαμορφώνονται πλέον σε επίπεδα χαμηλότερα σε σύγκριση με την προ της πανδημίας περίοδο. Με γνώμονα την εξασφάλιση του ενιαίου στοιχείου της νομισματικής πολιτικής σε όλη τη ζώνη του ευρώ, είναι σκόπιμο να συνεχιστεί η αποδοχή των ελληνικών κρατικών τίτλων για αγορές στο πλαίσιο του PEPP, αλλά και ως εξασφαλίσεις στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών, παρόλο που δεν ικανοποιούν τα κριτήρια πιστοληπτικής διαβάθμισης, όπως αποφασίστηκε τον Απρίλιο μαζί με επιπρόσθετα μέτρα χαλάρωσης των απαιτήσεων για τις αποδεκτές εξασφαλίσεις από τις τράπεζες.
Ο δεύτερος ρόλος του PEPP αφορά την περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής επιπλέον αυτής που έχει ήδη επιτευχθεί με το διευρυμένο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (Asset Purchase Programme – APP) που εφαρμόζεται από το 2015 ως απάντηση στην τότε χρηματοπιστωτική κρίση. Αγοράζοντας ομόλογα απευθείας από τις τράπεζες, αλλά και από επιχειρήσεις, θέτουμε στη διάθεσή τους περισσότερα κεφάλαια. Με αυτό τον τρόπο, μειώνεται το κόστος δανεισμού, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τη ροή πιστώσεων, και τονώνονται η κατανάλωση και οι επενδύσεις. Ως εκ τούτου, συμβάλλουμε στην οικονομική ανάκαμψη και στην επίτευξη ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα συνεπή με τη σταθερότητα των τιμών. Πιο αναλυτικά, η αξία των χρεογράφων που διακρατούνται από το Ευρωσύστημα στο πλαίσιο του APP αγγίζει σήμερα σχεδόν τα 3 τρισεκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των επιπρόσθετων αγορών που αποφασίσαμε το Μάρτιο (120 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το τέλος του 2020). Αυτό το ποσό ενισχύεται από την αξία των χρεογράφων που έχουν αγορασθεί στο πλαίσιο του PEPP και υπερβαίνει τα 700 δισεκατομμύρια ευρώ κατά το 2020. Οι καθαρές αγορές τίτλων στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος θα συνεχιστούν με ευελιξία τουλάχιστον έως το τέλος Μαρτίου 2022 και σε κάθε περίπτωση μέχρι να κριθεί ότι η κρίση της πανδημίας έχει παρέλθει, έως το συνολικό ποσό των 1,85 τρισεκατομμύριων ευρώ, όπως αποφασίσαμε στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου αξιολογώντας τις συνεχιζόμενες αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, λόγω της ανάγκης για παρατεταμένη στήριξη, έχουμε αποφασίσει ότι τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση των αποκτηθέντων τίτλων θα επανεπενδύονται κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023.
Για την εξασφάλιση της απαραίτητης ρευστότητας των τραπεζών και τη χρηματοδότησή τους ώστε να χορηγούν δάνεια με ευνοϊκά επιτόκια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, θεωρήσαμε απαραίτητο να προβούμε σε πρόσθετες, έκτακτες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης των τραπεζών λόγω της πανδημίας (PELTROs) και σε ουσιαστική βελτίωση των όρων της τρίτης σειράς των στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLΤRO-III). Σε αυτές τις μακροπρόθεσμες πράξεις (των οποίων το συνολικό ύψος χρηματοδότησης διαμορφώνεται σήμερα στα 1,75 τρισεκατομμύρια ευρώ) το επιτόκιο δανεισμού των τραπεζών καθορίστηκε σε αρνητικά επίπεδα, που στην περίπτωση των TLΤRO-III είναι δυνατόν να φθάσει έως -1% εφόσον οι τράπεζες διατηρούν σταθερό το ρυθμό αύξησης του δανεισμού προς τον ιδιωτικό τομέα (PELTROs: -0,25%). Επιπλέον, προκειμένου να διευκολυνθούν οι τράπεζες να συμμετέχουν στις πράξεις αυτές, οι οποίες θα διενεργούνται μέχρι το τέλος του 2021, κρίναμε σκόπιμο οι απαιτήσεις για τις αποδεκτές εξασφαλίσεις των τραπεζών να είναι λιγότερο αυστηρές και το φάσμα των τίτλων που γίνονται αποδεκτοί ως εξασφαλίσεις να διευρυνθεί προσωρινά. Σε συνδυασμό με τη χαλάρωση των εποπτικών κανόνων, παραδείγματος χάριν με τη δυνατότητα οι τράπεζες να λειτουργούν με χαμηλότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας για την περίοδο της πανδημίας και να δείχνουν μεγαλύτερη ανοχή στις στάσεις αποπληρωμής δόσεων των δανείων, καθώς και με την παροχή κρατικών εγγυήσεων σε δάνεια, τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που προανέφερα συμβάλλουν καθοριστικά στην προστασία των δανειοληπτών και στη στήριξη της πιστωτικής επέκτασης.
Με τη λήψη των παραπάνω μέτρων από την εμφάνιση της πανδημίας, ο ισολογισμός του Ευρωσυστήματος έχει εκτοξευθεί από περίπου 4,7 τρισεκατομμύρια ευρώ στις αρχές του έτους σε πάνω από 6,9 τρισεκατομμύρια ευρώ το Δεκέμβριο (την ίδια περίοδο, ο ισολογισμός της Τράπεζας της Ελλάδος έχει αυξηθεί από περίπου 110 δισεκατομμύρια ευρώ σε περίπου 175 δισεκατομμύρια ευρώ). Η αποτελεσματικότητα της άμεσης και ουσιαστικής νομισματικής παρέμβασης, μπορεί να διαπιστωθεί από την εξομάλυνση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και την ενίσχυση των μακροοικονομικών μεγεθών. Με βάση εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[1], το πακέτο των μέτρων αυτών αναμένεται να αυξήσει το ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ κατά 1,3% και τον πληθωρισμό κατά 0,8% την περίοδο 2020 – 2022, ενώ παράλληλα συνέβαλε στη διατήρηση ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας. Χωρίς αυτές τις αποφάσεις θα είχαμε πολύ χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και περισσότερο αρνητικούς ρυθμούς πληθωρισμού από ό,τι παρατηρούμε σήμερα.
Ωστόσο, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Διανύουμε αυτή την περίοδο το δεύτερο κύμα της πανδημίας, το οποίο αυξάνει εκ νέου την αβεβαιότητα στους πολίτες. Εκτιμούμε ότι η αβεβαιότητα αυτή θα παραμένει υψηλή μέχρι την αποτελεσματική και γενικευμένη χρήση του εμβολίου, που αναμένεται στα μέσα του 2021. Έως τότε, τα απαραίτητα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης εντείνουν τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και δυσχεραίνουν την ανάκαμψη. Για τους λόγους αυτούς, η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική χρειάζεται να παραμείνουν διευκολυντικές και να ενισχύουν η μία την άλλη, συνεχίζοντας να στηρίζουν τα εισοδήματα των πολιτών, την παραγωγή και την κατανάλωση σε όλη τη ζώνη του ευρώ. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε δεόντως τα εργαλεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να εξασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα κινείται σταθερά σε επίπεδα συνεπή με το στόχο μας για τη σταθερότητα των τιμών και ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα ανακάμψει.
Παράλληλα με τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής που λαμβάνουμε αξιολογώντας τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και τις τρέχουσες εξελίξεις των μακροοικονομικών μεγεθών, από τις αρχές του έτους επανεξετάζουμε τη στρατηγική της νομισματικής πολιτικής μας. Σκοπός της επανεξέτασης είναι να διασφαλίσουμε ότι η στρατηγική μας είναι κατάλληλη για να εκπληρώνουμε την εντολή μας όσον αφορά τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Η προηγούμενη επανεξέταση της στρατηγικής είχε πραγματοποιηθεί το 2003 και από τότε έχουν σημειωθεί θεμελιώδεις εξελίξεις παγκοσμίως που καθιστούν αναγκαίο τον επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής μας. Πιο συγκεκριμένα, έχει παρατηρηθεί δραστική μείωση του ‘φυσικού’ επιτοκίου (δηλαδή του επιτοκίου στο οποίο η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής γίνεται ουδέτερη) περιορίζοντας τα περιθώρια άσκησης επεκτατικής πολιτικής μέσω της ‘παραδοσιακής’ μείωσης των επιτοκίων πολιτικής, τα οποία έχουν διαμορφωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα. Επιπροσθέτως, εξελίξεις όπως οι μεταβαλλόμενες χρηματοπιστωτικές δομές και ο ταχύς ψηφιακός μετασχηματισμός (μεταξύ άλλων και τα ψηφιακά νομίσματα), η κλιματική αλλαγή, η παγκοσμιοποίηση, καθώς και η επιβράδυνση της παραγωγικότητας και η συνεχιζόμενη γήρανση του πληθυσμού, θέτουν νέες προκλήσεις για τις κεντρικές τράπεζες.
Ένα από τα βασικά θέματα που θα επανεξετάσουμε αφορά το επιθυμητό επίπεδο του πληθωρισμού στο οποίο πρέπει να στοχεύουμε προκειμένου να εξασφαλίζουμε τη σταθερότητα των τιμών με απόλυτα συμμετρικό τρόπο, μειώνοντας έτσι τις προς τα κάτω αποκλίσεις του πληθωρισμού από το στόχο. Επίσης, θα αξιολογήσουμε ποια είναι η κατάλληλη μεθοδολογία για τη μέτρηση του πληθωρισμού και τις μεθόδους ανάλυσης των οικονομικών και νομισματικών εξελίξεων. Μεγάλη σημασία για την άμεση και αποτελεσματική αντίδρασή μας σε πιθανές διαταραχές στο μέλλον έχει η κατανόηση του τρόπου διαμόρφωσης των προσδοκιών για τον πληθωρισμό καθώς και η ενσωμάτωση των μη-συμβατικών μέσων νομισματικής πολιτικής, που έχουμε ενεργοποιήσει τα τελευταία χρόνια, στη μόνιμη εργαλειοθήκη μας. Τέλος, θα χρειαστεί να ενσωματωθούν τα διδάγματα από τις πρόσφατες κρίσεις, αλλά και η ανάγκη ανταπόκρισης στις νέες προκλήσεις, ώστε η στρατηγική μας να είναι όσο το δυνατόν πιο εποικοδομητική και σήμερα και στο μέλλον.
Οι εργασίες για την επανεξέταση της στρατηγικής μας αναμένεται να ολοκληρωθούν το επόμενο έτος, λαμβάνοντας υπόψη και τη γνώμη του ευρύτερου κοινού, καθώς θέλουμε όλοι οι πολίτες να κατανοούν την αποστολή και τις αποφάσεις μας.
Γι’ αυτό, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και οι δικές σας τοποθετήσεις στα εξής ερωτήματα: Τι σημαίνει για εσάς η σταθερότητα των τιμών;
Ποιες είναι οι οικονομικές σας προσδοκίες και ανησυχίες;
Ποια άλλα θέματα έχουν σημασία για εσάς;
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να επικοινωνούμε μαζί σας;
Αναμένουμε με ενδιαφέρον τις απόψεις σας μέσω της συμμετοχής σας στο Συνέδριο Προσομοίωσης, η σύνοψη των οποίων θα συνεκτιμηθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Μπορείτε επίσης να παρακολουθήσετε και τις σχετικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται αυτή την περίοδο από το Ευρωσύστημα.
Ήδη πραγματοποιήθηκε διαδικτυακή εκδήλωση[2] της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την Τετάρτη 21 Οκτωβρίου, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, στην οποία πήραν μέρος η πρόεδρος Christine Lagarde και ο επικεφαλής οικονομολόγος Philip Lane. Η εκδήλωση μεταδόθηκε απευθείας από το διαδίκτυο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημοσίευσε στη συνέχεια την περίληψη των συζητήσεων. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδωσε τη δυνατότητα σε όλους τους πολίτες να εκφράσουν τη γνώμη τους, μέσω της διαδικτυακής πύλης «Η ΕΚΤ σάς ακούει», όπου οι ενδιαφερόμενοι απάντησαν σε μια σειρά ερωτήσεων για την άποψή τους για την οικονομία και τις προσδοκίες τους από την κεντρική τράπεζα.
Στις αρχές του 2021 προγραμματίζουμε στην Τράπεζα της Ελλάδος τη διοργάνωση της δικής μας εκδήλωσης, με τίτλο «Η Τράπεζα της Ελλάδος σάς ακούει», με τη συμμετοχή κοινωνικών εταίρων και με στόχο την προώθηση του διαλόγου για τη στρατηγική της νομισματικής πολιτικής.
Κλείνοντας θα ήθελα να συγχαρώ όλους όσοι συνετέλεσαν στην πραγματοποίηση του συνεδρίου αυτού.