Λίγες είναι μέχρι στιγμής οι ενδείξεις για αύξηση στους μισθούς λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού, όπως δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Κατά τη συμμετοχή του σε διάσκεψη στην Κύπρο, μέσω τηλεδιάσκεψης, ο Γιάννης Στουρνάρας είπε ότι η αύξηση των μισθών στην Ευρωζώνη παραμένει σχετικά ήπια και ότι υπάρχουν λίγες ενδείξεις μέχρι στιγμής ότι ο πληθωρισμός θα μπορούσε να μεταφραστεί σε ένα σπιράλ αύξησης μισθών – τιμών.
«Μέχρι στιγμής, οι αυξήσεις των μισθών είναι μέτριες, αποδεικνύοντας ότι οι κραδασμοί δεν έχουν ενσωματωθεί στις προσδοκίες», είπε συγκεκριμένα ο Γιάννης Στουρνάρας.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Στην εισαγωγή του στη συζήτηση με τίτλο «Μια νομισματική πολιτική κατάλληλη για σήμερα και αύριο», ο Κωνσταντίνος Ηροδότου εξέφρασε την χαρά του για τη συζήτηση για τις προκλήσεις της νομισματικής πολιτικής σε αυτές τις δύσκολες στιγμές υψηλού πληθωρισμού και αυξημένης οικονομικής αβεβαιότητας με τους ομολόγους του στο λέγοντας ότι θα συνεχίσουν τη συζήτηση και επίσημα στη Φρανκφούρτη την επόμενη εβδομάδα.
Αναφερόμενος στον πόλεμο στην Ουκρανία, είπε ότι έχει διαταράξει την επιστροφή στην κανονικότητα που αναμένετο μετά το τέλος των lockdown λόγω της πανδημίας. Οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν την πρόκληση να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, είπε. Έτσι, πρόσθεσε, είναι χρήσιμο να δούμε τα κύρια στοιχεία αυτής της δυναμικής του πληθωρισμού.
Επεσήμανε ότι ο πόλεμος επιδείνωσε σημαντικά τον πληθωρισμό κυρίως μέσω του σοκ στις τιμές της ενέργειας, προσθέτοντας ότι στη μέτρηση του ενεργειακού πληθωρισμού συμπεριλαμβάνουμε μεταξύ άλλων τις τιμές των καυσίμων, του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού.
Αυτή η πληθωριστική δυναμική, είπε, συνεχίζει με τις πιέσεις στις τιμές της ενέργειας στον πιο πρόσφατο υπολογισμό τον περασμένο μήνα να είναι εξαιρετικά υψηλές στο 40,7% σε σύγκριση με 38,6% τον Αύγουστο. Ο δεύτερος σημαντικότερος παράγοντας που συμβάλλει στον πληθωρισμό είναι οι τιμές των τροφίμων που αυξήθηκαν κατά 11,8% τον Σεπτέμβριο σε σύγκριση με με 10,6% τον Αύγουστο. Ο Διοικητής ανέφερε ότι και ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες αυξάνεται και ότι οι παράγοντες ζήτησης συνέβαλαν όλο και περισσότερο στον πληθωρισμό των υπηρεσιών καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 και κατέληξαν να ξεπεράσουν τους παράγοντες που εξαρτώνται από την προσφορά το τρίτο τρίμηνο. Παρόμοια αυξανόμενη συμβολή των παραγόντων της ζήτησης έναντι των παραγόντων της προσφοράς παρατηρείται στον πληθωρισμό των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών το 2022, πρόσθεσε.
Οπως είπε, ο μετρικός πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω από τα ήδη πολύ υψηλά επίπεδα, κατά μέσο όρο στο 8,1% το 2022, στη συνέχεια θα μειωθεί στο 5,5% το επόμενο έτος και στο 2,3% το 2024.
Σημείωσε ότι αυτοί είναι ετήσιοι μέσοι όροι πληθωρισμού και πρόσθεσε ότι αυτό είναι επίσης σημαντικό γιατί για να φτάσουμε στο 5,5% του μέσου πληθωρισμού το επόμενο έτος, αφού ο πληθωρισμός ξεκινά το επόμενο έτος σε υψηλό επίπεδο, σημαίνει ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι στο 3,3% το τέταρτο τρίμηνο του 2023, υποθέτοντας, φυσικά, ότι δεν υπάρχουν νέα εξωτερικά σοκ.
Ο κ. Ηροδότου είπε ότι στόχος της νομισματικής πολιτικής, μέσω των υψηλότερων επιτοκίων, είναι να στηρίξει τις αποπληθωριστικές πιέσεις μέσω πτωτικών πιέσεων στη ζήτηση. Έτσι, πρόσθεσε, η Νομισματική Πολιτική έχει μια πιο δύσκολη δουλειά από ό,τι όταν ασχολείται μόνο με τον τυπικό πληθωρισμό που βασίζεται στη ζήτηση.
Καταλήγοντας, είπε ότι δεδομένων των πιο πάνω εκτιμήσεων και του εξαιρετικά αβέβαιου περιβάλλοντος, η εγγενής ευελιξία της προσέγγισης ανά συνάντηση που αποφασίστηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο είναι κατάλληλη για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής, σύμφωνα με τα εισερχόμενα δεδομένα και τις εξελισσόμενες προοπτικές.
ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Είναι μεγάλη χαρά και τιμή μου που συμμετέχω στο Οικονομικό Φόρουμ της Λεμεσού και
ευχαριστώ τον Κωνσταντίνο Ηροδότου για την πρόσκληση.
Το φόρουμ έχει αποκτήσει μια εξαιρετική φήμη στη διεξαγωγή υψηλής ποιότητας και επίκαιρων συζητήσεων.
Το φετινό φόρουμ πραγματοποιείται σε μια περίοδο κατά την οποία το γεωπολιτικό και το
παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις.
Στις εισαγωγικές παρατηρήσεις μου θα επικεντρωθώ στις οικονομικές προκλήσεις που
αντιμετωπίζει η κοινότητα των χωρών που απαρτίζουν τη ζώνη του ευρώ.
Από το 2020 μέχρι σήμερα αυτή η κοινότητα έχει πληγεί από διαδοχικές πληθωριστικές
διαταραχές.
Ασφαλώς, οι διαταραχές αποτελούν ένα επαναλαμβανόμενο γνώρισμα του οικονομικού τοπίου — υπενθυμίζω τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1996-97, την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις ΗΠΑ το 2007 και το 2008.
Η διαφορά από προηγούμενα επεισόδια είναι ότι οι διαταραχές τα τελευταία χρόνια είναι
διαδοχικές.
Τα αλλεπάλληλα κύματα της πανδημίας οδήγησαν σε σημαντικές δυσλειτουργίες των αλυσίδων προσφοράς, που προκάλεσαν αύξηση των τιμών των πρώτων υλών.
Σε μια περίοδο κατά την οποία ανέκαμπτε από την πανδημία, η οικονομία της ζώνης του ευρώ επλήγη από ακόμα μια σημαντική διαταραχή, που προκλήθηκε από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τις επακόλουθες κυρώσεις. Οι επιπτώσεις αυτού του πολέμου στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και στην αγορά ενέργειας επιδείνωσαν τις διαταράξεις των εφοδιαστικών αλυσίδων και επέτειναν την αύξηση των τιμών των καυσίμων, των πρώτων υλών και των τροφίμων.
Σε σχέση τόσο με την πανδημία όσο και με τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχουμε πληγεί από διαταραχές των τιμών της ενέργειας. Αυτό που κάνει την κατάσταση στη ζώνη του ευρώ πιο δύσκολη από ό,τι στις ΗΠΑ είναι ότι η ζώνη του ευρώ είναι μεγάλος καθαρός εισαγωγέας
ενέργειας και, ως εκ τούτου, πλήττεται από την επιδείνωση των όρων εμπορίου.
Παράλληλα, με τη σταδιακή άρση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί για την ανάσχεση των
κυμάτων της πανδημίας, απελευθερώθηκε η συμπιεσμένη ζήτηση, ιδίως στον τομέα των
υπηρεσιών, και ως εκ τούτου οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές διευρύνθηκαν και εντάθηκαν.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η ζώνη του ευρώ είχε επηρεαστεί από εισαγόμενο
πληθωρισμό μετά την ιδιαίτερα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που είχε ασκηθεί στις ΗΠΑ το 2020 και το 2021. Καθώς το 50% σχεδόν των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών
συνομολογείται σε δολάρια ΗΠΑ, σημειώθηκαν δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλες χώρες.
Για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, ο οποίος, αντανακλώντας την επεκτατική
δημοσιονομική πολιτική, αυξήθηκε νωρίτερα από ό,τι σε άλλες οικονομίες, η Ομοσπονδιακή
Τράπεζα (Fed) αύξησε επιθετικά το επιτόκιο πολιτικής της, συμβάλλοντας έτσι σε υποτιμήσεις άλλων νομισμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ευρώ, έναντι του δολαρίου, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις.
Με λίγα λόγια, η ΕΚΤ έχει βρεθεί αντιμέτωπη με μια Λερναία Ύδρα.
Με αυτό εννοώ ότι τα αίτια της παρούσας κατάστασης είναι σύνθετα, αντανακλώντας τις
πολλαπλές πληθωριστικές διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς που πλήττουν την
οικονομία.
Επόμενο είναι λοιπόν ο συνδυασμός αυτών των διαταραχών να έχει δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις για τις κεντρικές τράπεζες.
Πρώτον, η νομισματική πολιτική έπρεπε να αποτρέψει την παγίωση του πληθωρισμού,
διασφαλίζοντας ότι οι επιπτώσεις στις τιμές δεν θα μετακυλιστούν στις πληθωριστικές προσδοκίες και στις αυξήσεις των μισθών.
Δεύτερον, είναι πολύ σημαντικό ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ δεν προήλθε από την πλευρά της ζήτησης όπως στις ΗΠΑ, αλλά από μια σειρά διαταραχών στην πλευρά της
προσφοράς, τις οποίες η νομισματική πολιτική δεν είναι κατάλληλη για να αντιμετωπίσει.
Τρίτον, η νομισματική πολιτική έπρεπε να ασκείται κατά τρόπο ώστε να μην ενισχύει τις ισχυρές υφεσιακές επιπτώσεις αυτών των διαταραχών που προέρχονταν από την πλευρά της
προσφοράς.
Τέταρτον, έπρεπε να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον που επηρεάζεται καθοριστικά από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, οι οποίες έχουν προκαλέσει πρωτοφανή αβεβαιότητα και εξασθένηση του οικονομικού κλίματος.
Πέμπτον, έπρεπε επίσης να αποφευχθεί η πρόκληση χρηματοπιστωτικής αστάθειας: οι
χρηματοπιστωτικές αγορές τείνουν να αντιδρούν σφοδρά σε ένα περιβάλλον αυξημένης
αβεβαιότητας — όπως μας υπενθύμισαν τα πρόσφατα γεγονότα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Έκτον, η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής έπρεπε να διαφυλαχθεί και να αποτραπούν
οποιεσδήποτε εξελίξεις που συνδέονται με κατακερματισμό. Ας μην ξεχνάμε τι προκάλεσε ο
κατακερματισμός στις οικονομίες μας πριν από λιγότερο από μια δεκαετία.
Έβδομον, έπρεπε να διατηρηθεί η αξιοπιστία μας. Η νομισματική πολιτική δεν πρέπει ούτε να υπεραντιδρά, ούτε να υποαντιδρά.
Κατά την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, η ιστορία παρέχει κάποια, αν και όχι πλήρη, καθοδήγηση.
Μια κατάσταση παρόμοια με τη σημερινή έζησε η παγκόσμια οικονομία τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν επλήγη από μια διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς που εκδηλώθηκε με υψηλές τιμές του πετρελαίου.
Στην περίοδο αυτή σημειώθηκαν διψήφιοι ρυθμοί πληθωρισμού, χαμηλοί ή αρνητικοί ρυθμοί μεταβολής του προϊόντος και αυξημένη ανεργία.
Πιστεύω ότι μια αντιπαραβολή μεταξύ εκείνης της περιόδου και της σημερινής βοηθά να
αντιληφθούμε πώς μια κεντρική τράπεζα μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του υψηλού πληθωρισμού.
Αυτό που θα υποστηρίξω τώρα είναι ότι η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής ήταν περισσότερο περιορισμένη τη δεκαετία του 1970 σε σύγκριση με σήμερα.
Αν και επικεντρώνομαι στην εμπειρία των ΗΠΑ, οι παρατηρήσεις μου ισχύουν για τις
περισσότερες χώρες εκείνη την εποχή.
Τη δεκαετία του 1970, η Fed δεν έθετε στόχο για τον πληθωρισμό. Κατά την τότε αντίληψή της, υπήρχε μια μόνιμη σχέση ανταλλαγής μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού.
Όσο και αν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς σήμερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Πρόεδρος της Fed Arthur Burns υποστήριζε ότι η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορούν να ελέγξουν τον πληθωρισμό. Για να μειωθεί ο πληθωρισμός, υποστήριξε την επιβολή υποχρεωτικού ελέγχου των μισθών και των τιμών. Πράγματι, οι έλεγχοι αυτοί θεσπίστηκαν, αλλά δεν είχαν αποτέλεσμα.
Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι υπό αυτές τις συνθήκες, οι κεντρικές τράπεζες δεν είχαν κερδίσει την αξιοπιστία τους.
Κατά συνέπεια, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, τα οποία ενσωματώνουν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, αυξήθηκαν γρήγορα σε διψήφια επίπεδα και παρέμειναν πολύ υψηλά έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική.
Τις τελευταίες δεκαετίες οι κεντρικές τράπεζες έχουν εδραιώσει την αξιοπιστία τους, ασκώντας νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη σταθερότητα των τιμών.
Η ΕΚΤ, όπως και οι περισσότερες άλλες κεντρικές τράπεζες, έχει θέσει μεσοπρόθεσμο στόχο για τον πληθωρισμό στο 2%. Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, η ΕΚΤ ως επί το πλείστον επιτύγχανε τον στόχο της, κάποια έτη ο πληθωρισμός ήταν ελαφρώς άνω του στόχου, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν χαμηλότερος του στόχου.
Η αξιοπιστία που έχουν κερδίσει οι κεντρικοί τραπεζίτες παρέχει κάποιο περιθώριο ώστε η
νομισματική πολιτική να μπορεί να αμβλύνει τις απώλειες σε όρους απασχόλησης και προϊόντος που συνεπάγεται η απότομη άνοδος του πληθωρισμού.
Με άλλα λόγια, η πυξίδα μας έχει μια και μόνη βελόνα, που είναι στραμμένη προς τον
πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα. Με δεδομένη αυτή τη μοναδική στόχευση, έχουμε χρησιμοποιήσει την ευελιξία που παρέχει η αξιοπιστία μας για να ελαχιστοποιήσουμε τη ζημιά που προκαλούν αυτές οι διαταραχές στην οικονομική δραστηριότητα και στην απασχόληση.
Ερώτηση 1: Όπως αναφέρατε, ο πληθωρισμός βρίσκεται τώρα σε εξαιρετικά υψηλό
επίπεδο. Ορισμένοι επικριτές λένε ότι η ΕΚΤ αργεί να αντιδράσει στην αύξηση του
πληθωρισμού. Ποια είναι η απάντησή σας σε αυτούς;
• Η ΕΚΤ έχει ξεκινήσει την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, σε δύο διακριτές φάσεις.
• Η πρώτη ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2021, όταν η ΕΚΤ αποφάσισε τον τερματισμό των καθαρών αγορών μέσω των δύο εμβληματικών προγραμμάτων της, του APP και του PEPP, και τη σταδιακή κατάργηση τόσο των μέτρων χαλάρωσης των κριτηρίων αποδοχής εξασφαλίσεων όσο και των πολύ ευνοϊκών όρων των στοχευμένων πράξεων αναχρηματοδότησης.
• Τον Ιούλιο εισήλθαμε σε μια νέα φάση της ομαλοποίησης της πολιτικής μας, με τη σταδιακή προσαρμογή των επιτοκίων μας σε επίπεδα που θα εξασφαλίσουν την έγκαιρη μείωση του πληθωρισμού στο 2% που είναι ο μεσοπρόθεσμος στόχος μας.
• Όπως τόνισα προηγουμένως, η νομισματική μας πολιτική βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλαπλές και αλληλένδετες προκλήσεις.
• Η ταχύτητα της ομαλοποίησης έπρεπε να καθοριστεί έτσι ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η
αξιοπιστία μας — αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να βαδίσουμε σε μια λεπτή γραμμή — ούτε πολύ
γρήγορα, ούτε πολύ αργά.
• Η ομαλοποίηση έπρεπε να γίνει με το βλέμμα στραμμένο στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παρέμειναν σταθεροποιημένες και αυτό κατά τη γνώμη μου αποδεικνύει ότι η πολιτική μας ήταν η κατάλληλη απάντηση στον συνδυασμό των διαταραχών που αντιμετωπίζαμε.
• Για παράδειγμα, οι πιο μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό, με βάση το επιτόκιο των συμφωνιών ανταλλαγής που συνδέονται με τον πληθωρισμό μετά από πέντε έτη και για ορίζοντα πέντε ετών, διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στο 2,1% φέτος και στο 2,2% τον περασμένο μήνα.
• Η πορεία της ομαλοποίησης έπρεπε να διασφαλίσει ότι οι δευτερογενείς επιδράσεις μέσω των μισθολογικών αυξήσεων θα είναι περιορισμένες. Μέχρι στιγμής, οι αυξήσεις των μισθών είναι συγκρατημένες, ένδειξη ότι οι επιπτώσεις στις τιμές δεν είχαν ενσωματωθεί στις προσδοκίες.
• Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα διαφυλάχθηκε. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές προσαρμόστηκαν ομαλά στο σταδιακό ρυθμό ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής.
• Για να διασφαλίσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής μας πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, το περασμένο καλοκαίρι το Διοικητικό Συμβούλιο θέσπισε το Μέσο Προστασίας της Μετάδοσης (TPI). Πρόκειται για ένα μηχανισμό που μπορεί να ενεργοποιηθεί για να
αντισταθμίσει ανεπιθύμητες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη σταθερότητα των τιμών. Οι κίνδυνοι κατακερματισμού δεν έχουν υλοποιηθεί.
• Η σταδιακή ομαλοποίηση της πολιτικής αποσκοπούσε στην αποφυγή τυχόν απότομης
συρρίκνωσης της παραγωγής και ανεπιθύμητης αύξησης της ανεργίας. Η οικονομική ανάπτυξη και η απασχόληση παρέμειναν ανθεκτικές παρά τους πρωτοφανείς κλυδωνισμούς.
• Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, πιστεύω ότι η πορεία προς την ομαλοποίηση που ξεκινήσαμε τον περασμένο Δεκέμβριο έχει τον κατάλληλο βηματισμό και βασίζεται στα
εισερχόμενα στοιχεία, ακολουθώντας μια προσέγγιση κατά την οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται σταδιακά σε κάθε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
Ερώτηση 2. Πόσο ανησυχεί η ΕΚΤ για άλλους εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες,
όπως η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ ή οι εξελίξεις τιμών-μισθών;
• Ας ξεκινήσω με τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, την οποία προφανώς παρακολουθούμε προσεκτικά, διότι οι εξελίξεις της μπορούν να επηρεάσουν τον εγχώριο πληθωρισμό.
• Ενθαρρυντικό είναι ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ θωρακίζεται σε κάποιο βαθμό από την
πρόσφατη υποτίμηση του ευρώ, διότι μεγάλο μέρος του εμπορίου μας είναι μεταξύ των χωρών μας και άρα τιμολογείται σε ευρώ. Συγκεκριμένα, το 60% του όγκου του εμπορίου της ζώνης του ευρώ είναι εκφρασμένο στο ενιαίο μας νόμισμα.
• Ωστόσο, η ανατίμηση του δολαρίου έχει σαφώς αντίκτυπο στις τιμές της ενέργειας, ιδίως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
• Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να αναφερθώ στα εμπειρικά ευρήματα μιας πρόσφατης μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες και τις δευτερογενείς επιπτώσεις του πληθωρισμού.
• Η μελέτη αξιολογεί τους παράγοντες που συνέβαλαν στον πληθωρισμό το 2020, το 2021 και το πρώτο τετράμηνο του 2022 στη ζώνη του ευρώ, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
• Στη μελέτη εξετάζονται πώς διάφοροι παράγοντες από την πλευρά της ζήτησης, όπως η
δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, καθώς και οι
περιορισμοί στην προσφορά, επηρεάζουν τον πληθωρισμό.
• Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι οι παράγοντες από την πλευρά της προσφοράς ήταν εκείνοι στους οποίους κυρίως οφείλεται η αύξηση του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, ενώ οι υποτιμήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών είχαν λιγότερο σημαντική επίδραση.
• Ο παγκόσμιος Δείκτης Πίεσης Εφοδιαστικής Αλυσίδας, ένας δείκτης τον οποίο κατασκεύασε
πρόσφατα η Federal Reserve Bank of New York, φαίνεται να έχει προκαλέσει αύξηση του
επιπέδου των τιμών κατά 9,5 ποσοστιαίες μονάδες. Η αύξηση της προσφοράς χρήματος (Μ3)
συνέβαλε κατά 0,4 της ποσοστιαίας μονάδας, όσο και οι τιμές του πετρελαίου, ενώ η υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του δολαρίου προκάλεσε αύξηση του επιπέδου των τιμών κατά μόλις 0,14 της ποσοστιαίας μονάδας.
• Σ’ αυτό το σημείο, επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι η ΕΚΤ, όπως και οι περισσότερες
μεγάλες κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο, λαμβάνει υπόψη τη συναλλαγματική ισοτιμία του εγχώριου νομίσματος, αλλά δεν θέτει στόχο για αυτήν.
• Ωστόσο, η νομισματική πολιτική μπορεί να επηρεάσει τη μετακύλιση της συναλλαγματικής
ισοτιμίας στον πληθωρισμό.
• Αυτός ο δίαυλος λειτουργεί ως εξής.
• Η υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας επηρεάζει τους μισθούς και άλλα στοιχεία κόστους, των οποίων οι μεταβολές είναι δυνατόν να μετακυλίονται στις τιμές.
• Αλλά το αν η υποτίμηση του νομίσματος θα επηρεάσει όντως τους μισθούς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας.
• Έτσι περνάμε στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης.
• Αν οι μισθωτοί πιστεύουν ότι η κεντρική τράπεζα θα ανεχθεί αυξήσεις στις τιμές άρα και στους μισθούς, οι μισθωτοί θα πιέσουν για υψηλότερους μισθούς και θα υπάρξει αυτό που οι
οικονομολόγοι αποκαλούν πληθωρισμό κόστους.
• Αν όμως η κεντρική τράπεζα έχει εδραιώσει μια φήμη αξιοπιστίας, αυτές οι δευτερογενείς
επιπτώσεις είναι πολύ λιγότερο πιθανό να συμβούν.
• Αυτό έχει συμβεί στη ζώνη του ευρώ.
• Οι δευτερογενείς επιδράσεις στους μισθούς, οι οποίες προέρχονται τόσο από την αύξηση του κόστους λόγω των προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού όσο και από την υποτίμηση του ευρώ, έχουν συγκρατηθεί.
• Για παράδειγμα, η αύξηση των συμβατικών αποδοχών (εξαιρουμένων των έκτακτων πληρωμών) ήταν 2,1% το β΄ τρίμηνο του 2022, έναντι 1,5 % το γ΄ τρίμηνο του 2021.
• Επιπλέον, παρά τις συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις το περασμένο έτος, η μετακύλιση στις τιμές ήταν περιορισμένη, επειδή οι παραγωγοί ήταν πρόθυμοι να ανεχθούν χαμηλότερα περιθώρια κέρδους.
• Η ΕΚΤ, έχοντας κερδίσει την αξιοπιστία της, κατόρθωσε να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των μισθωτών και να αποτρέψει την αποσταθεροποίηση των μεσοπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Ερώτηση 3: Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης αναπτύσσουν ήδη μια σειρά εργαλείων σε μια
προσπάθεια να αμβλύνουν την πίεση που δέχονται οι πολίτες τους [λόγω του
πληθωρισμού]. Μπορείτε να προσδιορίσετε τι είδους δημοσιονομική πολιτική θα ήταν
συμβατή με τη σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και δεν θα είχε το
αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό της νομισματικής πολιτικής;
• Στο σημερινό περιβάλλον υψηλών ρυθμών πληθωρισμού, οι δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικές προκλήσεις.
• Η τιθάσευση του πληθωρισμού στην παρούσα συγκυρία απαιτεί νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές που να είναι συμβατές μεταξύ τους και να παρέχουν μια σαφή πορεία τόσο για τον επιθυμητό ρυθμό πληθωρισμού όσο και για τη βιωσιμότητα του χρέους. Η ενεργειακή πολιτική θα πρέπει επίσης να ευθυγραμμίζεται εν μέρει με το στόχο του πληθωρισμού τουλάχιστον για όσο διάστημα οι αγορές ενέργειας δυσλειτουργούν και οι τιμές του φυσικού αερίου εργαλειοποιούνται.
• Όπως δείχνουν οι Bianchi and Melosi 3 στην πολύ ενδιαφέρουσα εργασία τους που αναφέρεται στην περίοδο της πανδημίας και παρουσιάστηκε στο οικονομικό συμπόσιο Jackson Hole το καλοκαίρι, η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να λειτουργούν αλληλένδετα, δεδομένου ότι η σταθερότητα των τιμών απαιτεί εν τέλει δημοσιονομική στήριξη και πολιτικές σταθεροποίησης του χρέους.
• Η άποψή μου είναι ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να προσπαθούν να περιορίζουν τονκίνδυνο αύξησης των πληθωριστικών πιέσεων, ενισχύοντας παράλληλα την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών.
• Για παράδειγμα, τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης που λαμβάνονται με σκοπό τη άμβλυνση των επιπτώσεων των υψηλότερων τιμών ενέργειας θα πρέπει να είναι προσωρινά και να στοχεύουν στους πλέον ευάλωτους καταναλωτές και παραγωγούς, ώστε να μην τροφοδοτούν τον πληθωρισμό.
• Η πρόσφατη εμπειρία στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένα παράδειγμα που πιστοποιεί την ανάγκη δημοσιονομικής σύνεσης.
• Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, σας υπενθυμίζω ότι υπάρχει ένα δημοσιονομικό μέσο, το NGEU, το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική στήριξη στις εθνικές οικονομίες απέναντι στη διαταραχή των τιμών της ενέργειας.
• Ειδικότερα, οι πόροι του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που αποτέλεσαν το
επίκεντρο του NGEU, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση των οικονομιών μας τα τελευταία χρόνια.
• Η εμπειρία μας από το NGEU καταδεικνύει την κρίσιμη σημασία της δημοσιονομικής πολιτικής για την απορρόφηση κραδασμών στη νομισματική μας ένωση, η οποία παραμένει ατελής οικονομική ένωση μέχρι να προχωρήσουμε σε δημοσιονομική ενοποίηση και σε πλήρη τραπεζική ένωση.