«Παρά την οξεία παγκόσμια ύφεση το 2020, ο τραπεζικός τομέας παρέμεινε ανθεκτικός. Και αυτό, χάρη στα πρωτοφανή μέτρα στήριξης, δημοσιονομικά, νομισματικά και εποπτικά, που απορρόφησαν τους κραδασμούς στην πραγματική οικονομία. Για την προσεχή περίοδο όμως, το αν υπάρχουν κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένει ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε» τόνισε ο διοιήκητης της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του στην επιστημονική συνάντηση με τίτλο «200 Χρόνια Ελληνικής Οικονομίας: Μεταξύ Κράτους και Αγοράς», μίας συνδιοργάνωσης των Ιστορικών Αρχείων της Alpha Bank και της Τράπεζας της Ελλάδος, με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Ο κ. Στουρνάρας ανέπτυξε το θέμα: «Η εποπτεία του τραπεζικού συστήματος σε Ελλάδα και ευρωζώνη μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική» και αναφέρθηκε στους κινδύνους για τις τράπεζες και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα από την πανδημία και στο πως ανταποκρίθηκαν οι εποπτικές αρχές σε αυτήν, τονίζοντας ότι «παρά την οξεία παγκόσμια ύφεση το 2020, ο τραπεζικός τομέας παρέμεινε ανθεκτικός», χάρη στα πρωτοφανή μέτρα που ελήφθησαν και απορρόφησαν τους κραδασμούς στην πραγματική οικονομία. Επεσήμανε, όμως, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μεταξύ των οποίων αναφέρθηκε επιλεκτικά στον κίνδυνο που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή, η οποία κατέχει πλέον κεντρική θέση στην αναθεωρημένη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στη συνέχεια ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε στα θέματα της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ και πως αυτά σχετίζονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επισημαίνοντας ότι «βασικός παράγων που θα καθορίσει τις εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ είναι ο πληθωρισμός σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα», τονίζοντας ότι το πρόσφατο άλμα του πληθωρισμού είναι προσωρινό και ότι δεν αναμένεται υψηλός πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα.
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι μετά την κρίση του 2009 έγιναν ουσιαστικά βήματα προς τη βελτίωση της τραπεζικής εποπτείας παγκοσμίως, ενώ με την πανδημία έγινε σαφές ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η εποπτεία από μόνη της δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει συστημικά περιστατικά, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν και ότι οι εποπτικές αρχές «θα πρέπει να συνεχίσουν να επαγρυπνούν και να παρακολουθούν τη συσσώρευση κινδύνων και τη δημιουργία ανισορροπιών και να αναλαμβάνουν δράση όπου χρειάζεται».