Δέκα προϋποθέσεις προκειμένου να πετύχει η οικονομία της Ελλάδας υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στο μέλλον, έθεσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννη Στουρνάρας, μιλώντας στο πλαίσιο του International Atlantic Economic Conference.
Πρώτον, όπως είπε, είναι ανάγκη να περιοριστεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος του Προϋπολογισμού, από το 2022 και μετά στο 2% του ΑΕΠ από 3% που ισχύει σήμερα. Όπως είπε, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε μέχρι στιγμής, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μείζονες προκλήσεις και μια κληρονομιά που συνδέεται με την οικονομική κρίση.
Ο Γιάννης Στουρνάρας αναφέρθηκε στην μεταμνημονιακή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία επισημαίνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Όπως είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις ακόλουθες προκλήσεις:
• Το υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου η βιωσιμότητα βελτιώθηκε σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018)
• Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο παρακωλύει τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών και καθυστερεί την ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας
• Την αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
• Την υψηλή ανεργία, η οποία δημιουργεί ανισότητες που απειλούν την κοινωνική συνοχή και αυξάνουν τον κίνδυνο υποτίμησης του ανθρώπινου κεφαλαίου
• Τον χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, λόγω της απώλειας ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού και πολύ χαμηλό ποσοστό επένδυσης.
Χωρίς να αγνοήσουμε την επίδραση της σχετικά χαμηλής εγχώριας ζήτησης και της χρηματοδότησης, περιορισμοί που παρεμποδίζουν τις νέες επενδύσεις, το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν μπορεί ακόμη να θεωρηθεί φιλικό προς τους επενδυτές και αποθαρρύνει τις επενδύσεις με τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, περιορισμένη πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες και αποφάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι η μη ανταγωνιστική τιμή ή η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα είναι όχι μόνο χαμηλή σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους, αλλά στην πραγματικότητα υποχώρησε τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας (2018) και του Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (2018), τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας.
Πέρα από όλα αυτά, πρόσθεσε, η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για παρατεταμένο χρονικό διάστημα (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ.
Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ακόμη πιο έντονη όταν συνοδεύονται από πολύ υψηλή φορολογία που αυξάνει τον ανεπίσημο τομέα της οικονομίας, επισήμανε.
Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της ελληνική οικονομία, να επιταχυνθεί η ανάκαμψη και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, ο Γιάννης Στουρνάρας προτείνει ότι πρέπει να εξεταστούν δέκα δράσεις πολιτικής:
1) Μείωση του υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων με την έγκαιρη υλοποίηση των δύο συστημικών λύσεων που πρότεινε η Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών, η οποία θα συμπληρώσει τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών.
2) Μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο έως το 2022 στο 2,0% του ΑΕΠ σε σύγκριση με τον τρέχοντα στόχο του 3,5%.
3) Αλλαγή του συνόλου των δημοσιονομικών πολιτικών, με έμφαση στους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και τις υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις, προκειμένου να ενισχυθεί ο αντίκτυπος της δημοσιονομικής πολιτικής στον αναπτυξιακό τομέα.
4) Εφαρμογή περισσότερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το πρόγραμμα) για τη διασφάλιση των δημοσιονομικών ισορροπιών που έχουν επιτευχθεί έως τώρα και για την ενίσχυση της αξιοπιστίας της πολιτικής.
Αυτό θα είχε θετικό αντίκτυπο στην προσπάθεια της Ελλάδας να επιστρέψει στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές σε βιώσιμη βάση.
5) Διεύρυνση των δυνατοτήτων συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, για παράδειγμα, με την ενίσχυση εταιρικών σχέσεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στον τομέα των επενδύσεων, της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης.
6) Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δημόσιων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό, η ταχύτερη απόδοση δικαιοσύνης, η ασφάλεια δικαίου και ένα σαφές και σταθερό νομικό πλαίσιο αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την ενίσχυση της αίσθησης του κοινού για δικαιοσύνη, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
7) Εφαρμογή πιο επικεντρωμένης πολιτικής για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων (ΑΞΕ), με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και την εξάλειψη σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η νομοθετική και κανονιστική ασάφεια, η χρήση της γης και οι καθυστερήσεις στις κινήσεις κεφαλαίων.
Οι ΑΞΕ είναι ζωτικής σημασίας, καθώς οι εγχώριες αποταμιεύσεις είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας.
Εκτός από τη συμβολή στη μείωση του επενδυτικού χάσματος, οι ΑΞΕ προωθούν στενότερους εμπορικούς δεσμούς με χώρες και εταιρείες που διαθέτουν τεχνολογίες αιχμής και διευκολύνουν τη συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
Αυτό θα αυξήσει την εξωστρέφεια και θα βελτιώσει τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών.
Αυτό, με τη σειρά του, θα επιταχύνει την ανακατανομή των παραγωγικών πόρων προς τις εξαγωγές και θα αυξήσει τη μακροπρόθεσμη δυνητική παραγωγή της Ελλάδας.
8) Διατήρηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και στήριξη των μακροχρόνια ανέργων, ώστε να αποφευχθεί η απώλεια των κερδών στην ανταγωνιστικότητα και την αύξηση της απασχόλησης από τις επίπονες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της περιόδου 2010-2017.
9) Ενίσχυση του αποκαλούμενου «τριγώνου της γνώσης», δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας και της ψηφιοποίησης της οικονομίας με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που υποστηρίζουν την έρευνα, τη διάδοση της τεχνολογίας, την επιχειρηματικότητα και την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων.
Αυτό θα συνέβαλε στην περαιτέρω αύξηση των δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη και του μεριδίου του κλάδου ΤΠΕ στο ΑΕΠ.
10) Στόχευση των προσπαθειών πολιτικής για την παροχή κινήτρων για την ανάπτυξη των ΜΜΕ, ώστε αυτές να ξεπεράσουν το μικρό τους μέγεθος και να εκμεταλλευτούν τις οικονομίες κλίμακας, δεδομένου του πολύ σημαντικού ρόλου τους στην ελληνική οικονομία.