Από το 1975 έως και το 2004, τριάντα χρόνια περίπου, το φορολογικό σύστημα της χώρας μας έχει αλλάξει 10 φορές.
Κατά μέσο όρο αλλάζει κάθε 3 χρόνια.
Του Μάνου Κοκκινέλη
Η μεγαλύτερη χρονική διάρκεια όπου διατηρήθηκε το ίδιο φορολογικό σύστημα ήταν την 8ετία 1994 – 2001, όπου ο κατώτατος συντελεστής ήταν στο 5% και ο ανώτατος στο 45%. Το διάστημα μεταξύ 1975 – 1979 ήταν η δεύτερη μακροβιότερη διάρκεια του ίδιου φορολογικού μοντέλου (Πλουμπίδης, n.d.). Από εκεί και πέρα η φορολογική πολιτική άλλαζε κάθε 2 χρόνια. Προφανώς και η απουσία σταθερής φορολόγησης ματαιώνει κάθε σχέδιο των επιχειρήσεων, όπως επίσης και τον προγραμματισμό των νοικοκυριών. Το κλίμα αβεβαιότητας λειτουργεί αρνητικά, αφού επηρεάζει την κατανάλωση και μειώνει τα έσοδα. Κατ’ επέκταση, η μειωμένη κατανάλωση στραγγαλίζει οικονομικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οδηγεί στη φοροδιαφυγή και προκαλεί μεγαλύτερη απώλεια χρηματικών μονάδων. Όπως είναι φυσικό μειωμένες θα είναι και οι εισροές προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Με βάση τις εισηγητικές εκθέσεις του υπουργείου οικονομικών, συλλέχτηκαν στοιχεία ανά έτος σχετικά με τους άμεσους και τους έμμεσους φόρους. Ο παρακάτω πίνακας αποτελείται από 6 στήλες. Η 1η από αριστερά αποτυπώνει τη χρονική περίοδο (1993 – 2014), η 2η τους άμεσους φόρους, η 3η τους έμμεσους και η 4η τη διαφορά ανάμεσα στους έμμεσους και τους άμεσους φόρους με σκοπό να αναδειχθεί πόσο υψηλότεροι είναι οι έμμεσοι από τους άμεσους. Η 5η στήλη αποτελείται από το άθροισμα των άμεσων και των έμμεσων ανά έτος και τέλος, η 6η στήλη δείχνει το ποσοστό μεταβολής των συνολικών φόρων από την προηγούμενη στην επόμενη χρονιά. Προτού αναλυθούν τα πρωτογενή στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού, είναι απαραίτητο ν’ αναφερθούν οι επιμέρους κατηγορίες αυτών.
Ειδικότερα, οι άμεσοι φόροι αποτελούνται από τον φόρο/τους:
• Εισοδήματος: Φυσικών προσώπων, Νομικών προσώπων, Ειδική Κατηγορίας (φόρος πλοίων, επί των τόκων, υπεραξίας από τη μεταβίβαση κεφαλαίου, επί πληρωμών για πνευματικά και άλλα δικαιώματα, σε κέρδη από λαχεία, κτλ)
• Στην Περιουσία.
• Προηγούμενων οικονομικών ετών.
• Λοιπούς φόρους (έκτακτοι φόροι).
Την περίοδο 2004 – 2013 πληρώθηκαν 197,38 δις ευρώ σε άμεσους φόρους.
Οι έμμεσοι περιλαμβάνουν τους φόρους:
• Συναλλαγών: ΦΠΑ και Λοιπούς Φόρους Συναλλαγών.
• Κατανάλωσης: Ασφαλίστρων, Τέλη Ταξινόμησης Οχημάτων, ΕΦΚ Καυσίμων, Λοιπούς ΕΦΚ, Τέλη Κυκλοφορίας Οχημάτων, Λοιπούς Φόρους Κατανάλωσης.
• Προηγούμενων οικονομικών ετών.
• Λοιπούς.
Σύνολο Έμμεσων = 270,41 δις ευρώ.
Το 2014 το κράτος εισέπραξε 22% περισσότερα έσοδα σε σχέση με το 2002, και 242% συγκριτικά με το 1993. Η μεγαλύτερη θετική μεταβολή πραγματοποιήθηκε από το 1997 στο 1998, όπου πληρώθηκαν 16% περισσότεροι φόροι. Αντιθέτως, η υψηλότερη αρνητική μεταβολή σημειώθηκε τη διετία 2009 – 2010, όπου το υπουργείο οικονομικών ενίσχυσε τα ταμεικά του διαθέσιμα κατά 16% λιγότερο σε σχέση με το 2009. Ήταν η περίοδος όπου πλέον βρισκόμασταν σε πανικό και αβεβαιότητα, με τα ΜΜΕ εντός και εκτός συνόρων να βάλουν εναντίον της Ελλάδας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα 51 δις που εισέρρευσαν στα κρατικά ταμεία ήταν ευκαταφρόνητο ποσόν. Επιπλέον, η μέγιστη τιμή των άμεσων φόρων παρατηρήθηκε το 2009 με το ποσό να αγγίζει τα 26,7 δις ευρώ. Την ίδια χρονιά οι έμμεσοι έπιασαν ταβάνι φθάνοντας τα 34 δις. Απ’ ότι φαίνεται οι Έλληνες φορολούμενοι πληρώνουν σταθερά περισσότερα χρήματα σε έμμεσους απ’ ότι σε άμεσους φόρους. Η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσά τους σημειώθηκε το 2010.
Τα τελευταία 22 χρόνια έχουν πληρωθεί 810 δις ευρώ συνολικά. Από το 2002 και πλέον, όπου η χώρα μας έγινε μέλος της ευρωζώνης, οι Έλληνες φορολογούμενοι πλήρωσαν 601,47 δις ευρώ. Οι έμμεσοι προσδιορίστηκαν στα 473,84 δις ευρώ, ενώ οι άμεσοι στα 335,94 δις.
Στη συνέχεια αποτυπώνεται μέσω ενός γραφήματος γραμμής η πορεία των φόρων από το 1993 έως και το 2014 (οριζόντιος άξονας). Ο κατακόρυφος συμβολίζει το ύψος των άμεσων, έμμεσων και των συνολικών σε εκατομύρια ευρώ. Ουσιαστικά πρόκειται για μία παραλλαγή των δεδομένων του παραπάνω γραφήματος στήλης, με στόχο να αποτυπωθεί η τάση και η πορεία τους από το 1993 έως σήμερα.
Το 1993 οι άμεσοι φόροι έφθασαν τα 4 δις ευρώ περίπου, ενώ οι έμμεσοι ήταν σαφώς περισσότεροι αφού ξεπέρασαν τα 9 δις. Στα 22 χρόνια της εξεταζόμενης περιόδου, η πρώτη σημαντική αύξηση του συνόλου πραγματοποιήθηκε από το 2001 προς το 2002. Στη συγκεκριμένη περίοδο το υπουργείο οικονομικών εισέπραξε 13% περισσότερους φόρους. Για ένα έτος υπήρξε ελαφρά μείωση κατά 1% και από το 2003 έως και το 2009 η αύξηση των συνολικών φόρων ήταν εντυπωσιακή. Με άλλα λόγια, οι φόροι του 2009 από του 2003 ήταν περισσότεροι κατά 65% και σε χρηματικές μονάδες κατά 24 δις ευρώ. Όλο αυτό το διάστημα (2003 – 2009) η μέση ετήσια αύξηση άγγιξε το 9%. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τη διετία 2008 – 2009 οι φόροι αυξήθηκαν κατά 13%. Από εκεί και πέρα αρχίζει η πτώση στις εισπράξεις εξαιτίας της επιβολής σκληρότερων φορολογικών μέτρων, παγώματος της αγοράς και κλεισίματος των επιχειρήσεων. Η πτώση είναι σημαντική (16%) και φαίνεται να σταθεροποιείται το 2014 στα 45,6 δις ευρώ με τη διαφορά ανάμεσα στους έμμεσους και άμεσους να είναι η μικρότερη (2,8 δις ευρώ).
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο του παραπάνω γραφήματος είναι το σημείο καμπής και των τριών γραμμών. Το έτος 2009 είναι η χρονική στιγμή όπου η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων έφθασε στο ανώτατο σημείο της (61 δις ευρώ). Είναι ουσιαστικά αυτό που αναδεικνύει η καμπύλη Laffer, η οποία έγινε γνωστή διεθνώς τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Η καμπύλη Laffer καταδεικνύει ότι από ένα συγκεκριμένο επίπεδο φορολόγησης και μετά, η φοροδοτική ικανότητα εξαντλείται και όσους περισσότερους φόρους επιβάλει ένα κράτος δεν είναι δυνατόν να τους εισπράξει.
Σαν αποτέλεσμα, οι πολίτες αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις οδηγώντας τους στον τερματισμό της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Αυτό επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την οικονομία, αφού το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται, τα ασφαλιστικά ταμεία εισπράττουν λιγότερες εισφορές, ενώ άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα χάνουν το πελατολόγιό τους και δημιουργούν ζημιές.
Ας εξηγήσουμε όμως συνοπτικά την καμπύλη Laffer που απεικονίζει τα φορολογικά έσοδα συναρτήσει του φορολογικού συντελεστή.
Στο σημείο μηδέν (αρχή των αξόνων) οι εισπράξεις από τους φόρους είναι μηδενικές εξαιτίας της απουσίας φορολόγησης. Όσο αυξάνεται ο φορολογικός συντελεστής t, αυξάνονται και τα έσοδα. Ωστόσο, υπάρχει ένα σημείο στον οριζόντιο άξονα του γραφήματος για το οποίο ισχύει η ισότητα t = t*.
Είναι το σημείο καμπής της γραφικής παράστασης όπου τα μεγέθη φορολογικός συντελεστής και έσοδα μετατρέπονται σε αντιστρόφως ανάλογα ποσά. Δηλαδή, από ένα σημείο και πλέον, ο φορολογούμενος παρουσιάζει μειωμένη φοροδοτική ικανότητα και ανεξαρτήτως της επιβολής νέων ή/και αυξημένων φόρων, τα έσοδα συρρικνώνονται.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν ή/και καθυστερούν να καταβάλουν τις υποχρεώσεις τους. Αυτόματα προκαλείται υστέρηση εσόδων, με αποτέλεσμα η πολιτική ηγεσία να αποφασίζει ρυθμίσεις αποπληρωμής οφειλών επιβαρύνοντας το σύστημα και τους εργαζόμενους με επιπλέον αρμοδιότητες.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι βασικές κατηγορίες των άμεσων φόρων και η πορεία των εσόδων από το 2004 έως το 2013.
Από το γράφημα διαφαίνεται ότι τα φυσικά πρόσωπα αποτελούν σταθερή συνεισφορά στα φορολογικά έσοδα και με διαφορά από τις υπόλοιπες κατηγορίες. Τη δεκαετία που εξετάσθηκε, τα φυσικά πρόσωπα πλήρωσαν 92,79 δις ευρώ, τα νομικά 35,90 δις και οι εισπράξεις από την ακίνητη περιουσία έφθασαν 10,39 δις ευρώ. Μετά το 2010, ο φόρος στην ακίνητη περιουσία αυξήθηκε πάνω από το 100%.
Το 2012 είχαμε επιπλέον επιβάρυνση στα ακίνητα σημειώνοντας αύξηση κατά 144%. Η συγκεκριμένη πολιτική πάγωσε την αγορά ακινήτων και οδήγησε σε κατάρρευση της αξίας τους.
Βέβαια, στην κατηγορία των άμεσων περιλαμβάνονται και οι «λοιποί φόροι» με 21,63 δις ευρώ, η «ειδική κατηγορία» με έσοδα 15,16 δις ευρώ, όπως επίσης και οι «φόροι προηγουμένων οικονομικών ετών» (21,51 δις ευρώ). Συνολικά από τους άμεσους τη δεκαετία 2004 – 2013 το ελληνικό κράτος εισέπραξε 197,38 δις ευρώ.
Το γράφημα που ακολουθεί παρουσιάζει συνοπτικά την πορεία των εσόδων από τους άμεσους φόρους τη χρονική περίοδο 2004 – 2013. Αποτυπώνεται αυτό που ειπώθηκε παραπάνω. Ότι δηλαδή το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος πέφτει στα φυσικά πρόσωπα, αφού τη συγκεκριμένη δεκαετία η συνεισφορά τους άγγιξε το 47% των άμεσων. Αμέσως μετά ακολουθούν τα νομικά πρόσωπα με 18,2% επί του συνόλου, ενώ τα λιγότερα έσοδα σημειώθηκαν από την ακίνητη περιουσία (5%).
Στη συνέχεια παρουσιάζεται ο πίνακας των έμμεσων φόρων. Από τα αποτελέσματα είναι εμφανές ότι ο ΦΠΑ αποτελεί βασική πηγή εσόδων για την ελληνική οικονομία.
Τη δεκαετία 2004 – 2013 οι εισπράξεις από τον ΦΠΑ ανήλθαν στα 159 δις ευρώ περίπου ή στο 59% επί του συνόλου των έμμεσων φόρων. Το 2008 ήταν η χρονιά με την υψηλότερη εισροή χρήματος, ενώ από το 2009 και έπειτα, παρατηρείται πτώση των εσόδων που οφείλεται στην αλλαγή του ΦΠΑ σε υψηλό φορολογικό συντελεστή, στην αβεβαιότητα, στην ανεργία, στο υψηλό κόστος ζωής γενικότερα.
Αποκαρδιωτικές είναι και οι εισπράξεις από τα τέλη ταξινόμησης των οχημάτων. Είναι φανερό ότι η αγορά των οχημάτων υπέστη σημαντικό πλήγμα, με αποτέλεσμα το κράτος να χάνει περισσότερα χρήματα.
Ο ΕΦΚ καυσίμων παρουσίασε σημαντική αύξηση. Πρόκειται για προϊόν με ανελαστική ζήτηση και όπως είναι φυσικό παρουσιάζει σταθερή απόδοση στην ενίσχυση των κρατικών εσόδων. Συνολικά η χώρα μας εισέπραξε τη δεκαετία 2004 – 2013 από τους έμμεσους φόρους 270,4 δις ευρώ.
Από το 2004 έως το 2008 οι εισπράξεις αυξάνονται σημαντικά, όμως από το 2009 και μετά ξεκινά μια πτωτική πορεία η οποία το 2010 – 2011 αλλάζει, γίνεται πρόσκαιρα ανοδική, και το 2013 φθάνει στο επίπεδο του 2004 (13,8 δις ευρώ).
Ο ΕΦΚ καυσίμων είναι βασικό εργαλείο είσπραξης, ο οποίος ξεκινά από τα 2,46 δις ευρώ το 2004, φθάνει στο ανώτατο σημείο του το 2010 με 5,7 δις ευρώ, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζει πτώση της τάξεως του 26% αφού το 2013 εισέρευσαν στα ταμεία 4,2 δις ευρώ. Ο φόρος ασφαλίστρων, τα τέλη ταξινόμησης οχημάτων και τα τέλη κυκλοφορίας παρουσιάζουν χαμηλή απόδοση εξαιτίας της πτώσης της αγοράς οχημάτων.
Οι πολίτες έχουν προφανώς παγώσει οποιαδήποτε απόφαση ανανέωσης των οχημάτων τους και πολλοί από αυτούς έχοντας στην κατοχή τους 2 με 3 οχήματα ανά οικογένεια, προχωρούν σε κατάθεση πινακίδων αποφεύγοντας τα τεκμήρια, την ασφάλεια, τα τέλη κυκλοφορίας, τον ΕΦΚ καυσίμων, τη συντήρηση των οχημάτων τους και την αλλαγή ελαστικών (χρήματα που χάνονται από την ακινησία οχημάτων).
Συμπερασματικά, προκύπτει ότι το φορολογικό σύστημα της Ελλάδος αλλάζει κατά μέσο όρο κάθε 3 χρόνια.
Το 2009 ήταν η χρονιά όπου οι άμεσοι (26,7 δις ευρώ) και οι έμμεσοι (34 δις ευρώ) ήταν οι υψηλότεροι την περίοδο 2004 – 2013. Από την είσοδό μας στην ευρωζώνη, και συγκρίνοντας τα έτη 2009 και 2003 σε επίπεδο συνολικών φόρων, οι πολίτες πλήρωσαν περισσότερα χρήματα κατά 65%, ήτοι 24 δις ευρώ. Η μέση ετήσια αύξηση (2003 – 2009) έφθασε το 9%.
Τα φυσικά πρόσωπα σηκώνουν το βάρος των άμεσων φόρων με 92,79 δις ευρώ από το 2004 έως το 2013. Σε ότι αφορά στους έμμεσους φόρους, ο ΦΠΑ αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για τη δεκαετία που εξετάσθηκε με 159 δις ευρώ.
Οι Έλληνες πολίτες από το 1993 έως το 2014 έχουν πληρώσει 810 δις ευρώ. Οι έμμεσοι φόροι έχουν υψηλότερη απόδοση συγκριτικά με τους άμεσους. Η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών εξαντλήθηκε το 2009. Εκείνη τη χρονιά οι εισπράξεις έφθασαν τα 61 δις ευρώ.
Του Μάνου Κοκκινέλη
MSc Business Econ. Finance & Banking
BA in Business