Εκτεθειμένες κατά εκατόν εξήντα δισ.ευρώ είναι Γαλλία και Γερμανία σε περίπτωση ενός Grexit καθώς αυτά τα χρήματα που δόθηκαν υπό μορφή δανείων στην Ελλάδα δεν θα μπορέσου να επιστραφούν, αναφλερει σε έκθεσή του το Ινστιτούτο Bruegel.
Το Grexit θα είναι μια πολιτική αποτυχία, και θα προκαλέσει κοινωνική και οικονομική καταστροφή στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη. Το Ινστιτούτο Bruegel υπολογίζει την έκθεση της Γερμανίας και της Γαλλίας στην Ελλάδα σε απόλυτους αριθμούς και σημειώνει πως το κόστος είναι υψηλό. Συνεπώς δεν συμφέρει τις δύο χώρες να μην καταλήξουν σε συμφωνία.
Για το κόστος που θα έχει η ελληνική κρίση στην Ευρώπη, το άρθρο αναφέρει: «Η αποτυχία για την επίλυση της ελληνικής κρίσης θα έχει σημαντικό κόστος για την Ευρώπη. Μπορεί να έχουν δημιουργηθεί τείχη για την προστασία των υπόλοιπων χωρών, ωστόσο δεν θα πρέπει να υποτιμούμε τις δευτερογενείς επιδράσεις, καθώς οι αγορές θα αρχίσουν να σκέφτονται πως η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δεν είναι μια αμετάκλητη δέσμευση.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι θα πληρώσουν υψηλό τίμημα, καθώς η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να τους επιστρέψει τα δάνεια που έχει λάβει. Η συνδυασμένη επίσημη έκθεση της Γερμανίας και της Γαλλίας προς την Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 160 δισεκατομμύρια ευρώ, ή περίπου 4350 ευρώ για μια γερμανική ή γαλλική οικογένεια τεσσάρων ατόμων.
Αυτό πρέπει να σταθμίζεται με το κόστος και τους κινδύνους της συνεχιζόμενης υποστήριξης και ενός τρίτου προγράμματος. Πάνω απ’ όλα, η Ευρώπη, ενδεχομένως, θα φέρει το γεωπολιτικό κόστος της αυξημένης αστάθειας στα σύνορα της, για να μην αναφέρουμε την αποδυνάμωση την παγκόσμια θέση της, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά της να δρα από κοινού, να μιλά με μία φωνή και από την ισχύ και την αξιοπιστία του κοινού νομίσματος».
Κατά τους αναλυτές, η λύση του ελληνικού προβλήματος είναι μια δοκιμασία για την ικανότητα και την προθυμία της Ευρώπης να εργαστεί προς την κατεύθυνση ενός συνεταιρισμού. Είναι μια δοκιμασία για το πόσο ισχυροί είναι οι νέοι θεσμοί και η αρχιτεκτονική της Ευρώπης, αλλά και πόσο περισσότερο πρέπει να κινηθούμε για τη θεσμική εμβάθυνση προς την ολοκλήρωση της ζώνης του ευρώ.
Από την άλλη, η Ελλάδα θα πρέπει να δεσμευτεί με αξιόπιστο τρόπο ότι θα προχωρήσει σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ως αντάλλαγμα στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που θα πάρει τη μορφή ενός τρίτου πακέτου στήριξης. Επιπλέον, θα πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, προκειμένω να ενεργοποιηθούν οι εγχώριες και οι ξένες επενδύσεις στη χώρα Όλα αυτά θα είναι σαφή μηνύματα της Αθήνας προς τους εταίρους και αντίστροφα. Από την μεριά της ΕΕ, θα πρέπει να προχωρήσει στη δημιουργία μιας πιλοτικής ζώνης εντός της οποίας οι εταιρείες θα αντιμετωπίζουν λιγότερη γραφειοκρατία και σαφέστερους κανόνες».
Για να καταλήξει: «Λύνοντας την ελληνική κρίση, είναι η τελευταία δοκιμή πώς η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μπορεί να λειτουργήσει και κατά πόσον η Ευρώπη θα είναι σε θέση να καρπωθεί τα οφέλη από την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης. Ένα δημοψήφισμα σχετικά με την πορεία της μεταρρύθμισης και την ένταξη του ευρώ, θα πρέπει να θεωρείται ως επιλογή έσχατη λύση για την Ελλάδα. Αλλά η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως να επιλέξει το πεπρωμένο του. Η Ευρώπη οφείλει να δείξει στην Ελλάδα αλληλεγγύη και μια προοπτική για να ευδοκιμήσουν στη ζώνη του ευρώ. Αλλά πρέπει να είμαστε προετοιμασμένη για όλα τα ενδεχόμενα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανεπιθύμητου και δαπανηρού Grexit.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το άρθρο που υπογράφεται από τα μέλη του Eiffel Group και του Glienicke Group: «Η ελληνική τραγωδία δεν πρέπει να συνεχιστεί. Η αυξανόμενη απογοήτευση της Ευρώπης με τη νέα ελληνική κυβέρνηση έχει προκαλέσει εκκλήσεις για τη διακοπή των διαπραγματεύσεων και τείνει να γίνει δεκτό ακόμη και ένα Grexit. Πιστεύουμε ότι αυτό θα ήταν λάθος. Το Grexit θα ήταν μια συλλογική πολιτική αποτυχία. Πάνω απ ‘όλα, θα μπορούσε να προκαλέσει μια κοινωνική και οικονομική καταστροφή για τους Έλληνες πολίτες.
Ωστόσο, η διατήρηση της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ δίχως η ελληνική πλευρά να δεσμευτεί για μεταρρυθμίσεις, θα είχε επίσης κόστος και θα ήταν εκ νέου μια συλλογική πολιτική αποτυχία. Θα προκαλούσε περαιτέρω διάβρωση στην αξιοπιστία των θεσμών και την αρχιτεκτονική της Ευρώπης, αλλά και στις ρίζες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία βασίστηκε από την αρχή στο σεβασμό των κοινών κανόνων. Πρέπει να γίνεται σεβαστή η εθνική κυριαρχία κάθε κράτους μέλους.
Αλλά σε μια βαθιά ολοκληρωμένη Ευρώπη, η κυριαρχία αυτή δεν είναι εθνική, αλλά κοινή.
Ο χρόνος εξαντλείται γρήγορα για την ελληνική κυβέρνηση. Πρέπει να αποφασίσει τώρα για το αν θα πάρει στα σοβαρά τις μεταρρύθμιση της χώρας. Συνεχίζει να έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, δηλαδή μια σαφή εντολή για ένα νέο ξεκίνημα στην Ελλάδα και δεν στηρίζεται στην παλιά ελίτ που κατέστρεψε τη χώρα. Αλλά έχει επίσης μια σοβαρή πρόκληση: το γεγονός ότι κέρδισε την πολιτική εντολή της βασιζόμενη σε αντιφατικές υποσχέσεις που δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει».
Το άρθρο κάνει λόγο και το δημοψήφισμα που έχει ρίξει η ελληνική κυβέρνηση ως ιδέα που θα λύσει το γόρδιο δεσμό. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η ιδέα του δημοψηφίσματος δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως απειλή, αλλά ως ευκαιρία. Εάν οι Έλληνες ψηφοφόροι αποφασίσουν με δημοψήφισμα να ακολουθήσουν έναν οικονομικό και θεσμικό μετασχηματισμό, τότε η νέα ελληνική κυβέρνηση θα επιτύχει την αναγκαία νομιμότητα για να προχωρήσει. Εάν οι Έλληνες πολίτες αποφασίσουν διαφορετικά, θα το πράξουν με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας εξόδου της Ελλάδα από το ευρώ.
Ωστόσο, ένα ελληνικό δημοψήφισμα δεν θα απαλλάξει την Ευρώπη από τις ευθύνες της. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα δύο προγράμματα στήριξης για την Ελλάδα ήταν μια κολοσσιαία διάσωση των ιδιωτών πιστωτών σε βάρος των φορολογουμένων της Ευρώπης και όχι μόνο των Γερμανών και των Γάλλων. Το ελλάτωμά τους ήταν ότι ήταν αισιόδοξα ως προς την ικανότητα της Ελλάδας να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να έχει βιώσιμο χρέος.
Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να τιμήσουμε την ιστορική ευθύνη μας στη σταθεροποίηση της ηπείρου σε μια ειρηνικό κοινή Ένωση. Και θα πρέπει να δεχθούμε ότι κάθε ευρωπαϊκή χώρα, σε μια τέτοια βαθιά κρίση, όπως είναι η Ελλάδα είναι σήμερα, αξίζει την αλληλεγγύη και τη συνεχή υποστήριξη».