ΕΚΤ -ΕΠΙΤΟΚΙΑ : Ιστορική είναι η σημερινή ημέρα για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία ανακοίνωσε την πρώτη αύξηση επιτοκίων έπειτα από 11 ολόκληρα χρόνια (από το 2011), σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του επίμονα υψηλού πληθωρισμού.
Η κεντρική τράπεζα προχώρησε στην αναθεώρηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, με αποτέλεσμα το βασικό επιτόκιο να διαμορφώνεται πλέον στο 0,5% (από 0%), το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης στο 0,75% (από 0,25%) και το επιτόκιο καταθέσεων στο 0% (από -0,5%), βάζοντας ένας «τέλος» στη μακροχρόνια εποχή των αρνητικών επιτοκίων.
Οι παραπάνω αλλαγές συνιστούν μικρή παρέκκλιση από τη βασική στρατηγική («guidance»), που προέβλεπε αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο, αλλά και νέα παρέμβαση τον προσεχή Σεπτέμβριο.
«Το διοικητικό συμβούλιο έκρινε ότι είναι ενδεδειγμένο να κάνει ένα μεγαλύτερο πρώτο βήμα στην πορεία εξομάλυνσης των επιτοκίων πολιτικής του σε σχέση με τις ενδείξεις που είχε δώσει κατά την προηγούμενη συνεδρίασή του», αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση της κεντρικής τράπεζας.
«Η σημερινή επίσπευση της εξόδου από τα αρνητικά επιτόκια επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο τη μετάβαση σε μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις για τα επιτόκια θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση. Η μελλοντική πορεία των επιτοκίων θα εξακολουθήσει να βασίζεται σε στοιχεία και θα βοηθήσει στην εκπλήρωση του στόχου του για πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα» προστίθεται.
Στον απόηχο της απόφασης της ΕΚΤ, η οποία εν πολλοίς ήταν αναμενόμενη από τις αγορές, τα χρηματιστήρια μετοχών εμφανίζουν οριακές μεταβολές, με τον πανευρωπαϊκό Stoxx 600 να βρίσκεται στο -0,07%, τον γερμανικό DAX στο -0,61%, τον γαλλικό CAC 40 στο +0,25% και τον ιταλικό FTSE MIB στο -1,33%. Το ευρώ από την πλευρά του, ενισχύεται κατά 0,59% και καθορίζεται στο 1,0235 δολάριο.
Νέο εργαλείο για τα ομόλογα
Την ίδια ώρα, η κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε και την έγκριση του νέου εργαλείου κατά του κατακερματισμού της αγοράς ομολόγων. Δηλαδή κατά των μεγάλων αποκλίσεων ανάμεσα στις αποδόσεις των ισχυρών και αδύναμων χωρών της Ευρωζώνης.
Το πρόγραμμα, το οποίο φέρει την ονομασία «Transmission Protection Instrument» ή εν συντομία TPI, θα εφαρμοστεί στον απόηχο της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, η οποία αναμφίβολα θα ασκήσει περαιτέρω πιέσεις στο κόστος δανεισμού των πιο ευάλωτων κρατών – μελών. Περισσότερες λεπτομέρειες θα γίνουν γνωστές κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου της Κριστίν Λαγκάρντ.
Πρωτεύοντα στόχο, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί η απορρόφηση των όποιων κραδασμών από τη «σφιχτή» πολιτική της κεντρικής τράπεζας, ωφελώντας κυρίως τις πιο αδύναμες χώρες της Ευρωζώνης, όπως την Ελλάδα και την Ιταλία.
«Το TPI θα αποτελέσει μια προσθήκη στην εργαλειοθήκη του Διοικητικού Συμβούλιο και μπορεί να ενεργοποιηθεί για να αντισταθμίσει ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Η κλίμακα των αγορών μέσω του TPI εξαρτάται από τη σοβαρότητα των κινδύνων που τίθενται για τη μετάδοση της πολιτικής. Οι αγορές δεν περιορίζονται εκ των προτέρων. Διαφυλάσσοντας τον μηχανισμό μετάδοσης, το TPI θα επιτρέψει στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για σταθερότητα των τιμών» εξηγείται στη σχετική ανακοίνωση.
Σε κάθε περίπτωση, διευκρινίζει η ΕΚΤ, στην προμετωπίδα της αντιμετώπισης των κινδύνων, παραμένει το μέτρο της ευελιξίας στις επαν-επενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP).
Η ανακοίνωση των παραπάνω αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, λαμβάνοντας υπόψη αφενός την ενεργειακή κρίση, αφετέρου την πολιτική αναταραχή στην Ιταλία. Δύο παράγοντες, οι οποίοι αυξάνουν τον κίνδυνο επιβράδυνσης ή ύφεσης της οικονομίας, ωθώντας σε υψηλότερα επίπεδα το κόστος δανεισμού των κρατών – μελών.
Δεν είναι τυχαίο ότι η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Ιταλίας σκαρφαλώνει σήμερα κατά 20 μονάδες βάσης και εκτινάσσεται στο 3,67%, το υψηλότερο επίπεδο από τα τέλη Ιουνίου. Τα spreads (απόκλιση από την απόδοση του γερμανικού ομολόγου), παράλληλα, αυξάνονται στις 239 μονάδες βάσης. Στο ελληνικό ομόλογο, αντίστοιχα, η απόδοση φθάνει στο 3,49% και τα spreads στις 221 μονάδες βάσης.