Νέα κατάρρευση δεικτών, μετοχών και αξιών στα ασιατικά χρηματιστήρια με το ξεκίνημα της νέας εβδομάδας καθώς οι επενδυτές σπεύδουν να διασφαλίσουν κατά το δυνατόν τις θέσεις τους με μαζική έξοδο από τις μετοχικές αγορές και αύξηση τοποθετήσεων στα ομόλογα και εν μέρει στο ιαπωνικό γεν.
Η αποστροφή του ρίσκου και το “ξεπούλημα” μετοχών συνεχίζεται και στην Ευρώπη με τις απώλειες να ξεπερνούν το 3%. Τη μεγαλύτερη πτώση καταγράφουν οι μετοχές πρώτων υλών καθώς οι τιμές εμπορευμάτων οδεύουν προς νέα χαμηλά από το 1999.
Ο γερμανικός DAX καταγράφει “βουτιά” 3% κάτω από τις 10.000 μονάδες για πρώτη φορά από τον Ιανουάριο και οδεύει προς bear market, καθώς έχει χάσει 21% από τα υψηλά του έτους την άνοιξη.
Με σημαντική πτώση άνοιξε και η αγορά στις ΗΠΑ με τους τρεις βασικούς δείκτες να καταγράφουν απώλειες από 2,5% έως 8%. Ο NASDAQ ξεκίνησε με απώλειες 8,37% στις 4,312.19 μονάδες, ο S&P 500 κατέγραψε πτώση 3,03% στις 1,911.13 μονάδες και ο Dow Jones σημείωσε πτώση 2,58% στις 16,035.63 μονάδες.
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στις αγορές είναι ότι λίγο πριν την έναρξη της συνεδρίασης στο αμερικανικό χρηματιστήριο «πάγωσαν» τα futures στους τρεις μεγαλύτερους δείκτες της αγοράς των ΗΠΑ λόγω των μεγάλων απωλειών. Πρώτος πάγωσε ο Nasdaq, ακολούθησε ο Dow και τελευταίος «πάγωσε» ο S&P 500 για πρώτη φορά στην ιστορία.
Καθημερινά πλέον καταγράφεται κι ένα καινούργιο μίνι-κραχ στις ασιατικές αγορές και είναι ενδεικτικό πως ο δείκτης-βαρόμετρο της περιοχής, ο δείκτης MSCI Ασίας-Ειρηνικού έκλεισε το πρωί με νέες απώλειες της τάξης του 4% σε χαμηλό τριών ετών. Πάνω από 9% έχασαν εκ νέου σήμερα οι μεγάλες κινεζικές αγορές με αποτέλεσμα ήδη να έχουν “διαγράψει” όλα τα κέρδη από την αρχή της χρονιάς.
Το χειρότερο είναι πως οι επενδυτές φοβούνται μια μαζική επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας ακριβώς λόγω Κίνας καθώς πλέον δεν είναι “ορατή” ούτε καν η πρόθεση, η πολιτική που θα ακολουθήσει στη συνέχεια η κεντρική τράπεζα της χώρας. Έχουν προηγηθεί αρκετές άκαρπες προσπάθειες να στηριχθούν οι μετοχικές αγορές, έχει προηγηθεί μια υποτίμηση στο γουάν και επισήμως μια ανακοίνωση των εποπτικών αρχών της Κίνας που αναφέρει πως σταματά προσώρας η στήριξη της αγοράς με νέες χρηματοδοτήσεις. Σενάριο πάντως που οι δυτικοί αναλυτές δεν πιστεύουν και αντιθέτως εκτιμούν πως η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας ετοιμάζεται κυριολεκτικά να “πλημμυρίσει” με ρευστότητα το τραπεζικό σύστημα της χώρας, προκειμένου να δώσει ώθηση στον τραπεζικό δανεισμό και να αποτρέψει φυγή κεφαλαίων μετά την υποτίμηση του γουάν.
Είναι ενδεικτικό σχετικό δημοσίευμα του πρακτορείου Dow Jones Newswires, σύμφωνα με το οποίο η κινεζική τράπεζα, το αργότερο έως τις αρχές του επόμενου μήνα, θα μειώσει περαιτέρω κατά μισή ποσοστιαία μονάδα το ποσοστό που υποχρεούνται οι τράπεζες να διατηρούν σε ρευστό, “απελευθερώνοντας” έτσι κεφάλαια της τάξης των 106 δισ. δολαρίων, τα οποία οι εμπορικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να χρησιμοποιήσουν για χορηγήσεις προς μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες θεωρούνται “κλειδί” για τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας. Αυτό βεβαίως έχει ήδη προσπαθήσει να το κάνει, ανεπιτυχώς, τουλάχιστον δύο φορές από τον περασμένο Ιούνιο, αλλά πλέον δεν μοιάζει να έχει και κάποια άλλη επιλογή.
Αυτές οι κινήσεις, υποτίμηση γουάν συν χρηματοδοτικές “ενέσεις”, προκάλεσαν ήδη αντίστοιχες κινήσεις από το Βιετνάμ, το Καζακστάν και τη Μαλαισία. Και οι τρεις αυτές χώρες αναίρεσαν τη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων τους, επιτείνοντας έτσι την πτώση στην αγορά συναλλάγματος των αναπτυσσόμενων χωρών. Κάποια νομίσματα όπως το μαλαισιανό ρίνγκιτ διαπραγματεύονται σήμερα σε χαμηλό 17 ετών, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιέσεις και στις δυτικές αγορές, με πρώτη την αμερικανική.
Σε όλα αυτά προστίθενται καθημερινά αρνητικά μακροοικονομικά στοιχεία που επιτείνουν το πρόβλημα. Τα πλέον πρόσφατα ήταν τα άσχημα στοιχεία της βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας που ανέβασαν τον πήχη της ανησυχίας για την ανάπτυξη παγκοσμίως. Αποτέλεσμα οι μετοχές των αναπτυσσόμενων οικονομιών να καταγράφουν τις τελευταίες ημέρες τη μεγαλύτερη πτώση τους εδώ και τέσσερα χρόνια, την ίδια ώρα που την περασμένη εβδομάδα στις ΗΠΑ, Πέμπτη και Παρασκευή, ο δείκτης S&P 500 κατέγραφε τη μεγαλύτερη διήμερη πτώση από το 2011. Ήδη οι αγορές του Χονγκ Κόνγκ,της Ινδονησία, και της Ταϊβάν έχουν μπει και επισήμως σε “bear market”…
Το ρούβλι υποχωρεί στο χαμηλότερο επίπεδο της χρονιάς
Την ίδια ώρα, το ρωσικό νόμισμα υποχώρησε σήμερα στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει βρεθεί φέτος με την ισοτιμία του έναντι του ευρώ να ξεπερνά το συμβολικό όριο των 80 ρουβλίων και την ισοτιμία του έναντι του δολαρίου να διαμορφώνεται πάνω από τα 70 ρούβλια, ενώ ο χρηματιστηριακός δείκτης RTS κατέγραφε πτώση πάνω από 4% στην έναρξη των συναλλαγών, στον απόηχο της κατάρρευσης των ασιατικών αγορών.
Η ισοτιμία του ευρώ ξεπέρασε κατά το άνοιγμα του χρηματιστηρίου το όριο 80 ρουβλίων για πρώτη φορά από τα μέσα Δεκεμβρίου και διαμορφώθηκε στα 81,32 ρούβλια, έναντι 78,80 ρουβλίων το βράδυ της Παρασκευής. Η ισοτιμία του δολαρίου αυξήθηκε στα 70,91 ρούβλια έναντι 68,21 ρουβλίων πριν από το Σαββατοκύριακο.
Από χρηματιστηριακής πλευράς, ο δείκτης RTS (συναλλαγές σε δολάρια) υποχώρησε κατά 4,21% και ο Micex (συναλλαγές σε ρούβλια) υποχώρησε κατά 1,76%.
Η νέα πτώση της ισοτιμίας του ρουβλίου προκαλεί φόβους για μια νέα αποσταθεροποίηση της χώρας τη στιγμή που η ρωσική οικονομία είναι σε ύφεση.
«Σαρώνονται» και οι αραβικές αγορές
Η… “φωτιά” έφτασε και στην Αραβική χερσόνησο, βοηθούμενη και από την κατακρήμνιση των τιμών του πετρελαίου.
Χθες Κυριακή, σημειώθηκε ένα νέο μίνι κραχ στα αραβικά χρηματιστήρια –λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου αλλά και των ανησυχιών που δημιουργεί η κινεζική οικονομία- με τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου του Ντουμπάι να κάνει «βουτιά» 7,5%, τον δείκτη Tadawull της Σαουδικής Αραβίας 6,9%, σε συνέχεια του πτωτικού σερί του που έχει σωρευτικά καταγράψει απώλειες πάνω από 24% από τον περασμένο Απρίλιο, τον δείκτη QE του Κατάρ να “γράφει” απώλειες 5,3%, τον δείκτη TA 25 του Ισραήλ με πτώση 4,1%, ενώ ο EGX της Αιγύπτου κατέγραφε την μεγαλύτερη πτώση από τον Νοέμβριο του 2012, με απώλειες 5,4%.
Για του λόγου το αληθές την Παρασκευή ο δείκτης MSCI Αναδυόμενων αγορών έκλεισε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων έξι ετών, μετά την πτώση του Brent στα 45,46 δολάρια το βαρέλι και του αμερικανικού αργού έως και τα 39,86 δολάρια το βαρέλι, ενώ ο δείκτης Bloomberg GCC200, που παρακολουθεί 200 μετοχές του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, κατέγραψε την μεγαλύτερη πτώση του από τον Οκτώβριο του 2008.