Σύμφωνα με τον οίκο Scope, η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα είναι βραδύτερη από ό, τι αναμενόταν, έπειτα κι από τα περαιτέρω περιοριστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Την ανάγκη να συνεχιστεί το μεταρρυθμιστικό έργο στη χώρα μας έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να ωφεληθεί τα μέγιστα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, σημειώνει με σημερινή του έκθεση ο οίκος αξιολόγησης Scope.
Υπενθυμίζεται ότι η Scope Ratings αναθεώρησε τον Οκτώβριο τις οικονομικές της προβλέψεις για την Ελλάδα, γδιατηρώντας τη θετική αξιολόγηση «ΒΒ».
Ο οίκος προβλέπει ότι η Ελλάδα θα σημειώσει ανάπτυξη 4,5% το 2021, μετά από συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 10% το 2020, ως απόρροια του δεύτερου κύματος κορωνοϊού και του νέου lockdown που επιβλήθηκε τον Νοέμβριο, καθώς και τις πιο αδύναμες τουριστικές εισπράξεις.
Μακροπρόθεσμα, η προτεραιότητα της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η προσέλκυση περισσότερων άμεσων επενδύσεων (ξένων και εγχώριων), τονίζει ο επικεφαλής αναλυτής του Scope για την Ελλάδα, Γιάκομπ Σουβάλσκι.
«Οι χαμηλοί ρυθμοί των επενδύσεων, κοντά στο 12% του ΑΕΠ το 2019, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 22%, εξακολουθούν να περιορίζουν τις δυνατότητες της οικονομίας», αναφέρει ο αναλυτής. «Η κρίση αποτελεί μία ευκαιρία για την κυβέρνηση νααξιοποιήσει αποτελεσματικά τα ευρωπαϊκά κονδύλια προκειμένου να ενισχύσει τις δημόσιες και τις ιδιωτικές επενδύσεις», τονίζει ο Σουβάλσκι, έπειτα και από τη συμφωνία που «ξεκλειδώνει» το Ταμείο Ανάκαμψης.
Το σχέδιο «Ηρακλής» και ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας
Όπως εξηγεί η Scope, οι ιδιωτικοί πόροι για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης είναι περιορισμένοι, εξαιτίας των χαμηλών αποταμιεύσεων και του υψηλού επιπέδου των «κόκκινων δανείων».
Ο οίκος εκτιμά ότι ο νέος πτωχευτικός κώδικας θα επιτρέψει στις τράπεζες να «ξεφορτωθούν» γρηγορότερα 60 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων, όμως επισημαίνει ότι η κρίση του κορωνοϊού θα δημιουργήσει 10 δισ. ευρώ νέων «κόκκινων δανείων».
Ως εκ τούτου, υπογραμμίζει την ανάγκη προώθησης των τιτλοποιήσεων μέσω του σχεδίου «Ηρακλής», το οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει τις συστημικές τράπεζες να απαλλαγούν από το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
«Τα χαμηλά επιτόκια χρηματοδότησης για το ελληνικό κράτος, που παραμένουν χαμηλά από το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ για την πανδημία –το οποίο επεκτάθηκε στα 1,85 τρισ. έως τουλάχιστον το Μάρτιο του 2022– λειτουργούν ως βάση για την ευνοϊκή τιμολόγηση όλων των περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των σχεδιαζόμενων τιτλοποιήσεων μέσω του Ηρακλή», εξηγεί ο Σουβάλσκι.
Παρά τις προκλήσεις στον τραπεζικό τομέα, η Scope βλέπει ενθαρρυντικά σημάδια στις υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την ενθάρρυνση των επενδύσεων, κάνοντας αναφορά και στην έκθεση Πισσαρίδη.
Οι μεταρρυθμίσεις και οι ευρωπαϊκοί πόροι
«Η έμφαση στον ψηφιακό και τον πράσινο μετασχηματισμό, οι επενδύσεις στον κλάδο υποδομών, ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής αγοράς real estate και η βελτίωση του επενδυτικού κλίματος μέσω της ενίσχυσης της εξωστρέφειας, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση», σημειώνει ο Τζούλιαν Ζίμερμναν, αναλυτής της Scope.
Ακόμα και έτσι, μία σημαντική πρόκληση για την Ελλάδα θα είναι η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Ο οκίος σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει απορροφήσει περίπου 7 δισ. ευρώ από τα 12 δισ. ευρώ των κονδυλίων του τρέχοντος κοινοτικού προϋπολογισμού, με ποσοστό απορρόφησης 62%, έναντι του κοινοτικού μέσου όρου που διαμορφώνεται στο 49%.
«Παρότι κινείται πάνω από το μέσο όρο, η Ελλάδα έχει άλλα 5 δισ. ευρώ που πρέπει να εκταμιευτούν», σημειώνει ο οίκος. Με τα κονδύλια του τακτικού κοινοτικού προϋπολογισμού και εκείνα του Ταμείου Ανάκαμψης, η κυβέρνηση έχει περίπου 50 δισ. ευρώ (ίσα με το 27% του ΑΕΠ) να προωθήσει σε έργα τα επόμενα χρόνια, σημειώνεται.
«Όπως συστήνει η έκθεση Πισσαρίδη, η ξεκάθαρη ιδιοκτησία των projects και οι περαιτέρω βελτιώσεις στη διακυβέρνηση αποτελούν σημαντικά βήματα για μια μακροπρόθεσμη οικονομική ανάκαμψη, με τη στήριξη των κοινοτικών κονδυλίων», καταλήγει ο Ζίμερμαν.