Η Moodys επιβεβαίωσε την πιστοληπτική αξιολόγηση Βa3 για το ελληνικό αξιόχρεο, διατηρώντας τις σταθερές προοπτικές, διατηρώντας την Ελλάδα τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Αμετάβλητο άφησε και ο καναδικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης, DBRS, το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα BB (high) με σταθερή τάση, ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Η Moodys
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης οι ελληνικές αρχές έχουν σημειώσει πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) των τραπεζών, γεγονός που τους δίνει τη δυνατότητα να δανείζουν και να στηρίζουν την οικονομία.
Επιπλέον, η Moody’s σημειώνει πως η ελληνική οικονομία ανέκαμψε γρήγορα από το οικονομικό σοκ που προέκυψε από την πανδημία και οι προοπτικές είναι καλές για αύξηση των επενδύσεων υπό το φως των μεγάλων κεφαλαίων της ΕΕ και των άμεσων ξένων επενδύσεων, που υποστηρίζουν την οικονομική ισχύ της Ελλάδας.
Παρόλο που ο οίκος αναμένει ισχυρή ανάπτυξη και ένα φθίνον πρωτογενές έλλειμμα που θα οδηγήσει το δημόσιο χρέος σε κάτω από το 180% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2022, η Ελλάδα θα εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα χρέη παγκοσμίως μέχρι εκείνο το σημείο και η βιωσιμότητα του χρέους της είναι εξαρτάται από την υποστήριξη από επίσημους πιστωτές. Ως αποτέλεσμα, τυχόν μελλοντικές βελτιώσεις και πλήρης επιστροφή στη χρηματοδότηση της αγοράς εξαρτώνται από τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στάσης από την κυβέρνηση για τα επόμενα χρόνια.
Η συνέχιση των οικονομικών πολιτικών υπέρ της ανάπτυξης, υπέρ των μεταρρυθμίσεων και η δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση, ανεξάρτητα από την κυβέρνηση μετά τις επόμενες γενικές εκλογές, θα λειτουργούσαν θετικά για την νέα αξιολόγηση.
ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Η κεφαλαιοποίηση είναι πάνω από τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις, αλλά μεταξύ των χαμηλότερων στη ζώνη του ευρώ.
Τα υψηλότερα επιτόκια και η ικανοποιητική ζήτηση για δάνεια ενισχύουν τις προοπτικές για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών.
Η Moody’s αναμένει οι τράπεζες να αρχίσουν σταδιακά να πληρώνουν μέτρια μερίσματα στους μετόχους καθώς επιστρέφουν στην κερδοφορία τους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι θα παραμείνουν άνετα πάνω από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Αμετάβλητο το αξιόχρεο της Ελλάδας – Ο τουρισμός στήριξε την οικονομία – Ρίσκα πληθωρισμός, αυξήσεις επιτοκίων, μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Οπως αναφέρει ο οίκος, οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν την εκτίμηση ότι η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και των δημοσιονομικών, παρά τις μεγάλες παγκόσμιες επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, που αναμένεται να ξεπεράσει τα μεγέθη του 2019 στηρίζουν την οικονομία εφέτος, ωστόσο η γεωπολιτική αβεβαιότητα έχει εκτιναχθεί.
Τα βασικά ρίσκα για τις προοπτικές της χώρας συνδέονται με τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις, τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και την πιθανή διακοπή των ροών ρωσικού αερίου.
Παρά τη μειούμενη εξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα είναι σχετικά εξαρτημένη από τις ενεργειακές εισαγωγές από τη Ρωσία. Ωστόσο, οι προσπάθειες διαφοροποίησης έχουν ενταθεί με την επέκταση υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων υποδομών LNG, και την δημιουργία ενός νέου αγωγού αερίου.
Οι αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τις πιέσεις για τα κόστη δανεισμού της Ελλάδας, με τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων να ενισχύονται πάνω από το 4% μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών.
Κατά την άποψη της DBRD, το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα και η στήριξη της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα σε περίπτωση αναταραχών στις αγορές βοηθούν στην εξισορρόπηση του ρίσκου.
Ο οίκος υπογραμμίζει ότι η ελληνική αξιολόγηση υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που έχουν βελτιώσει την αξιολόγηση της οικονομίας. Επιπλέον, η χώρα αναμένεται να λάβει κεφάλαια περίπου 70 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια. Το εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που εάν υλοποιηθούν, μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, περιορίζοντας το επενδυτικό κενό μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης.
Στον αντίποδα, η αξιολόγηση περιορίζεται από δυο απότοκα της παρατεταμένης κρίσης, το μεγάλο ύψος του χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες. Επιπροσθέτως, οι περιορισμένες επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας, με το επενδυτικό κενό να παραμένει υψηλό. Οι επενδυτικές δαπάνες έχουν υποχωρήσει στα χρόνια της κρίσης από το 21% του ΑΕΠ το 2009 στο 12,8% το 2021, τα χαμηλότερα επίπεδα στην ευρωζώνη, απέχοντας πολύ από το μέσο όρο του 22,2%.
ΝΕΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
Ακολουθούν τον Οκτώβριο οι αξιολογήσεις της Fitch Ratings στις 7 Οκτωβρίου (BB με θετικό outlook) και της Standard and Poor’s στις 21 Οκτωβρίου (BB+ με σταθερό outlook).
ΔΙΑΨΕΥΣΘΗΚΑΝ Citigroup και Société Générale