Νέο ηχηρό καμπανάκι για την τουρκική οικονομία, καθώς ο οίκος Moody’s υποβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική της ικανότητα κατά μία βαθμίδα, σε «Β2» -από «Β1», ενώ διατήρησε αρνητικό το outlook.
Η υποβάθμιση έρχεται σε μια συγκυρία, όπου η αγοραστική δύναμη των τούρκων πολιτών μειώνεται συνεχώς, το εθνικό νόμισμα χάνει σε αξία και η ισοτιμία του βρίσκεται στις 7,48 λίρες έναντι του δολαρίου, ενώ ο δανεισμός του Δημοσίου βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο της διακυβέρνησης Ερντογάν και πριν την κρίση του 2001.
Η ουσία βρίσκεται στους λόγους που επικαλείται για την υποβάθμιση ο αμερικανικός οίκος, καθώς όπως επισημαίνει:
Οι εξωτερικοί κίνδυνοι της χώρας, είναι ικανοί να οδηγήσουν σε μια κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών.
Δεδομένου ότι τα ρίσκα και για το πιστωτικό προφίλ της χώρας εντείνονται, τα θεσμικά όργανα της Τουρκίας φαίνεται να είναι απρόθυμα ή ανήμπορα να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότητα τις μεγάλες προκλήσεις. Υπάρχει δηλαδή ανεπαρκή λειτουργία αντίδρασης των αρχών, γεγονός που δυσχεραίνει την κατάσταση.
Τα δημοσιονομικά αποθέματα της Τουρκίας, τα οποία αποτελούσαν κεφαλαιακή «άγκυρα» και πηγή πιστωτικής ισχύος για χρόνια, μειώνονται σε αξιοσημείωτο βαθμό.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Moody’s, η υποβάθμιση αντανακλά τα αυξημένα επίπεδα γεωπολιτικού κινδύνου σε διάφορα μέτωπα, όπως τη σχέση με τις ΗΠΑ, τη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο οίκος προσθέτει ότι τα αποθέματα ξένου νομίσματος της Τουρκίας βρίσκονται στο χαμηλό πολλών ετών ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω των αποτυχημένων προσπαθειών της κεντρικής τράπεζας να υπερασπιστεί τη λίρα από τις αρχές του 2020.
Τα ακαθάριστα συναλλαγματικά αποθέματα (εξαιρουμένου του χρυσού, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Moody’s) ανέρχονται επί του παρόντος στα 44,9 δισεκ. δολάρια (στις 4 Σεπτεμβρίου 2020), έπειτα από μείωση άνω του 40% μείωση από τις αρχές του έτους.
Σύμφωνα με τη Moody’s, το δημόσιο χρέος της Τουρκίας θα αυξηθεί από 32,5% το 2019 σε 42,9% το 2020 και ο δείκτης προσιτότητας του χρέους (ο λόγος των πληρωμών τόκων προς τα έσοδα) θα επιδεινωθεί σε 8,8% το 2020, από 7,3% το 2019 και 5,8% το 2018.
Την ώρα που οι επενδυτές συνεχίζουν να εγκαταλείπουν την λίρα, ο τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να διατηρήσει ανοιχτά τα κανάλια παροχής ρευστότητας. Ετσι, η κεντρική τράπεζα της χώρας CBRT έχει διπλασιάσει το όριο δανεισμού του δημοσίου στο 10% του ισολογισμού της και φέτος διαμορφώνεται στο 9,7%. Αγοράζει κρατικά ομόλογα και τίτλους του ταμείου ανεργίας της χώρας, για να συμβάλλει στη χρηματοδότηση του προγράμματος στήριξης της οικονομίας. Αν συνυπολογιστεί και έμμεσος δανεισμός τότε η CBRT έχει δανείσει στο δημόσιο ποσά που αντιστοιχούν στο 12,6% του ισολογισμού της, όταν πριν λίγα χρόνια περιοριζόταν στο 2%-3%
Η πολιτική ηγεσία της χώρας πάντως παρουσιάζει διαφορετικά τα πράγματα. Σε προ ημερών του συνέντευξη στο πρακτορείο Bloomberg, ο υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι τα χειρότερα πέρασαν για την τουρκική οικονομία, η ανάκαμψη στο β’ εξάμηνο του 2020 θα είναι τύπου «V» ενώ αν δεν υπάρξει ένα νέο μεγάλο κύμα πανδημίας, το 2021 θα είναι έτος ισχυρής ανάπτυξης της τάξης του 5%.
Σύμφωνα με τον ίδιο, για την φυγή των ξένων επενδυτών από τη χώρα, ευθύνεται η πανδημία, ενώ για την κατάρρευση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κεντρικής Τράπεζας, αρκέστηκε να πει ότι η CBRT θα τα ανακτήσει όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Απέδωσε μάλιστα την ήπια ανάπτυξη του 2018 και την αναιμική ανάπτυξη του 2019 στις «συναλλαγματικές επιθέσεις».
Στην πραγματική οικονομία, ωστόσο αίσθηση προκαλούσε η είδηση ότι βγαίνει στο σφυρί το πολυτελές ξενοδοχείο Les Ottomans του γνωστού επιχειρηματία Ουνάλ Αϊσάλ. Ο πρώην πρόεδρος της Γαλατασαράι δεν κατάφερε να ανακόψει τη διαδικασία πλειστηριασμού καθώς αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις οφειλές του λόγω της τρομακτικής πτώσης της τουρκικής λίρας και των προβλημάτων που προκάλεσε στον τουρισμό ο κορονοϊός. Σημειώνεται ότι το ξενοδοχείο, γνωστό για τη θέση του στο Βόσπορο και τους διάσημους επιχειρηματίες που φιλοξενεί, έχει παραμείνει κλειστό από τον Μάρτιο εξαιτίας της πανδημίας. Η αξία του αποτιμάται στα 440 εκατ. τουρκικές λίρες ή 50 εκατ. ευρώ.