Αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,40% διατήρησε αντιστοίχως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, σύμφωνα με τις αποφάσεις της σημερινής συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου.
Αναλυτικά οι αποφάσεις:
(1) Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,40% αντιστοίχως.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει τώρα ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά τους επίπεδα τουλάχιστον μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2020 και πάντως για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση της διαρκούς σύγκλισης του πληθωρισμού προς επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.
(2) Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και πάντως για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και ενός διευκολυντικού, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής.
(3) Όσον αφορά τις λεπτομέρειες διενέργειας της νέας σειράς τριμηνιαίων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs III), το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι το επιτόκιο κάθε πράξης θα οριστεί σε επίπεδο κατά 10 μονάδες βάσης υψηλότερο από το μέσο επιτόκιο που θα εφαρμόζεται στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος καθ’ όλη τη διάρκεια της αντίστοιχης TLTROs.
Για τράπεζες με αποδεκτές καθαρές χορηγήσεις οι οποίες υπερβαίνουν ένα επίπεδο αναφοράς, το επιτόκιο που θα εφαρμόζεται στις ΣΠΠΜΑ III θα είναι χαμηλότερο, μπορεί μάλιστα να είναι εξίσου χαμηλό με το μέσο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων όπως θα διαμορφωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης, προσαυξημένο κατά 10 μονάδες βάσης.
Όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, h απόφαση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην παρατάση της αβεβαιότητας που επικρατεί στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον.
Η αβεβαιότητα αυτή σε συνδυασμό με την υποχώρηση του διεθνούς εμπορίου και το κύμα προστατευτισμού που έχει επικρατήσει, έχουν συμβάλλει στην αποδυνάμωση της αναπτυξιακής προοπτικής της ευρωπαικής οικονομίας. Αυτό αντανακλάται στην επι τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων της ΕΚΤ για το ρυθμό ανάπτυξης της ευρωπαικής οικονομίας το 2020 και το 2021. Ετσι σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ιουνίου ο ρυθμός αύξηση του ΑΕΠ για φέτος θ΄αυξηθεί οριακά στο 1,2% έναντι 1,1% που προέβλεπε η ΕΚΤ τον Μάρτιο.
Όμως για το 2020 η πρόβλεψη για το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ υποχώρησε στ 1,4% από 1,2%, ενω για το 2021 το ΑΕΠ προβλέπεται ν΄αυξηθεί κατά 1,4% έαντι 1,3% που ήταν η προγενέστερη πρόβλεψη.
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ αναμένουν ότι θα φθάσει φέτος στο 1,3% (από 1,2% που εκτιμούσαν τον Μάρτιο 2019) και θα ενισχυθεί σταδιακά στο 1,5% (από 1,4% τον Μάριο του 2019) το 2020 και στο 1,6% το 2021.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ υπεραμύνθηκε της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων, ενώ επανέλαβε ότι η Κεντρική Τράπεζα είναι ανα πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει πρόσθετα όπλα εφόσον τούτο κριθεί αναγκαίο. Απέφυγε ωστόσο να προσδιορίσει ποιές είναι οι συνθήκες εκείνες που θ΄ανάγκαζαν την ΕΚΤ να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων της ή να ξεκινήσει εκ νέου το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Πάντως προς το παρόν η Κεντρκή Τράπεζα συνεχίζει ν΄αγοράζει ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά αντικαθιστώντας τα ομόλογα που ωριμάζουν. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο επικεφαλής της ΕΚΤ διευκρίνισε ότι η απόφαση για διατήρηση αμετάβλητων των επιτοκίων ήταν ομόφωνη προσθέτοντας ότι η νομισματική πολιτική διαθέτει ακόμη αρκετά περιθώρια.