Στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το πρόβλημα υπάρχει και στο ενεργητικό (στα δάνεια) και στο παθητικό (στις καταθέσεις).
Για τα “κόκκινα” δάνεια, απαιτείται ριζική αντιμετώπιση η οποία μέχρι σήμερα δε διαφαίνεται να προκρίνεται από την πλευρά των εταίρων και δανειστών της χώρας.
Γι αυτό και οι τράπεζες χρειάζονται τρίτη ανακεφαλαιοποίηση μέσα σε περίπου 2,5 χρόνια, σε συνδυασμό βεβαίως με την παρατεταμένη ύφεση. Σημειώνεται ότι η επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση θα καλύψει παλιές «τρύπες» των χαρτοφυλακίων των τραπεζών, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι δεν έχουν προβλεφθεί επιπλέον κεφάλαια για τη χορήγηση νέων δανείων.
Μετά από την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και επειδή οι τράπεζες θα αργήσουν -σύμφωνα με τις υπάρχουσες συνθήκες που καθορίζονται από την ανέχεια της κοινωνίας και τη δραματική κατάσταση των επιχειρήσεων-, να αρχίσουν να παράγουν ικανά κέρδη από μόνες τους, θα χρειαστούν νέα εποπτικά κεφάλαια, (εκτός από ρευστότητα) προκειμένου να μπορέσουν με άνεση να ξεκινήσουν νέες χορηγήσεις δανείων.
Η δε ουσιαστική αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών θα επέλθει μόνο με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των διεθνών αγορών. Για την επιστροφή στην τραπεζική πίστη και την επιστροφή των καταθέσεων από τα «σεντούκια» στα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να έχει προηγηθεί πολιτική και οικονομική σταθερότητα.
Οι τράπεζες σήμερα, λόγω της «φυγής» καταθέσεων ύψους περί των 140 δισ. ευρώ, αναγκάζονται να δανείζονται το ποσό αυτό από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τον Μηχανισμό Έκτακτης Παροχής Ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA) προκειμένου να μπορέσουν να ισοσκελίσουν τον ισολογισμό τους, δηλαδή να έχουν ίσο ποσό ρευστότητας με εκείνο που αντιστοιχεί στο σύνολο των δανείων που έχουν χορηγήσει.
Η ΕΚΤ και ο ELA απαιτούν να πάρουν εξασφαλίσεις από τις τράπεζες, έναντι του δανεισμού κεφαλαίων ρευστότητας. Γι αυτό οι τράπεζες δίνουν στην ΕΚΤ «πακέτα» δανείων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους, έναντι της ρευστότητας που παίρνουν. Οι ελληνικές τράπεζες δε διαθέτουν πολλά ακόμα “πακέτα” δανείων για να δώσουν ως εξασφάλιση στην ΕΚΤ και αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τον οποίο επιβλήθηκε το capital control (περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων). Επίσης, το τραπεζικό σύστημα της χώρας δεν επιτρέπεται να δανειστεί από αυτούς τους μηχανισμούς πλεονάζουσα ρευστότητα και κυρίως για τους σκοπούς δανεισμού της πραγματικής οικονομίας. Τουναντίον, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός, είτε απευθείας από το ευρωσύστημα είτε μέσω της Τράπεζας της Ελλάδας εξυπηρετεί μόνο τον ισοσκελισμό στα βιβλία των τραπεζών κάθε βράδυ. Τα “δανεικά” κεφάλαια ρευστότητας από τους δύο θεσμούς είναι εξ´ ορισμού προσωρινού χαρακτήρα, και δίνονται από την ΕΚΤ και τον ELA μόνο εφόσον υπάρχει ενεργό μνημόνιο/πρόγραμμα για τη σταθερότητα της χώρας.
Εν κατακλείδι, κυβέρνηση, δανειστές και τράπεζες θα πρέπει να πάρουν γενναίες και σύνθετες αποφάσεις για να επιταχυνθεί η διαδικασία εξυγίανσης των τραπεζών έτσι ώστε να καταστεί δυνατό, τα πιστωτικά ιδρύματα να ξαναπαίξουν το συντομότερο δυνατό, το βασικό τους ρόλο, που δεν είναι άλλος από το να δανείσουν την ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα, για να μπορέσουν οι τράπεζες να δανείσουν ξανά στην πραγματική οικονομία θα πρέπει:
(1) Να ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση που θα στηρίζει τα υπάρχοντα δάνεια και τις προβλέψεις τους (απόθεμα κεφαλαίων για μελλοντικές ζημιές).
(2) Να εφαρμόσουν πλήρως τα προγράμματα αναδιάρθρωσης που σιγά σιγά θα τις βάλει σε ένα δρόμο επιστροφής στην κερδοφορία. Τα συμφωνημένα προγράμματα αναδιάρθρωσης των τραπεζών, περιέχουν και πωλήσεις στρατηγικών και μη, θυγατρικών/περιουσιακών στοιχείων που και αυτά απελευθερώνουν ρευστότητα και εποπτικά κεφάλαια και θα βοηθήσουν σημαντικά στην ταχύτερη επιστροφή των τραπεζών στις αγορές. Τραπεζικοί παράγοντες εκτιμούν ότι η πώληση δανείων ή/και η δημιουργία μίας “κακής” τράπεζας (bad bank) θα βοηθούσε επίσης προς αυτήν την κατεύθυνση, πρακτικές οι οποίες έχουν εφαρμοστεί και σε χώρες του εξωτερικού.
(3) Να επιστρέψουν οι καταθέσεις που έχουν φύγει από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, γεγονός το οποίο θα γίνει ορατό αφού το πολιτικό σύστημα καταφέρει να κερδίσει πάλι την εμπιστοσύνη των καταθετών. Στόχος, το ύψος καταθέσεων να υπερβαίνει το ύψος των συνολικών δανείων, δηλαδή να βελτιώσουν την οργανική ρευστότητά τους.
(4) Να απεξαρτηθούν σταδιακά από τη ρευστότητα που αντλούν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA).
(5) Να βγουν στις αγορές και να μπορέσουν να αντλήσουν ρευστότητα που θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει νέα δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Βασικοί παράγοντες όλης αυτής της διαδικασίας είναι ο συνδυασμός του πόσο γρήγορα και τι ποσά μπορούν να εισπράξουν οι τράπεζες από τα «κόκκινα» δάνεια, πόσο σύντομα θα εκτελεσθούν τα προγράμματα αναδιάρθρωσης τους, να επιστρέψει η οικονομία στην ανάπτυξη και πόσο γρήγορα η ανάπτυξη θα επιτρέψει σε πολλούς δανειοδοτούμενους να εξυπηρετήσουν κανονικά τα δάνεια τους και να ανακοπεί ο ρυθμός αύξησης νέων «κόκκινων» δανείων.