Μαίρη Λαμπαδίτη
Σχέδιο νόμου με όλες τις αλλαγές του ασφαλιστικού «κατεβάζει» την ερχόμενη εβδομάδα ο υπουργός εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος υποστηρίζοντας ότι έχει εξασφαλίσει συμφωνία (staff level agreement) σε όλα τα ζητήματα, ακόμα και στο θέμα της περικοπής των επικουρικών συντάξεων στο οποίο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης υπήρχε διάσταση απόψεων με τους δανειστές.
Ο κ. Κατρούγκαλος απέφυγε να αναφερθεί σε στοιχεία που πιστοποιούν τη θετική εξέλιξη (όπως πχ. η αποδοχή αύξησης εισφορών από τους δανειστές), επαναλαμβάνοντας ότι δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια υποχωρήσεων.
Η νέα γραμμή άμυνας που ανακοινώθηκε είναι ότι από τις αλλαγές θα υποστεί απώλειες το 10% των υφιστάμενων συνταξιούχων, δηλαδή περίπου 260.00 άτομα ενώ θα διασωθεί το 90%.
Οι χαμένοι θα είναι υψηλοσυνταξιούχοι που θα δουν μειώσεις στις κύριες συντάξεις εξαιτίας της θέσπισης χαμηλότερου πλαφόν (2.300 ευρώ στις πολλαπλές συντάξεις) καθώς και δικαιούχοι επικουρικών με υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης. Πρόκειται για συνταξιούχους της τοπικής αυτοδιοίκησης, των ασφαλιστικών ταμείων, των εμπορικών καταστημάτων, της ΔΕΗ, των τραπεζών, των ναυτικών και τουριστικών πρακτόρων, των ιδιωτικών εκπαιδευτικών κ.α.
Το μείγμα προτάσεων το οποίο σύμφωνα με τον κ. Κατρούγκαλο είναι υπό συζήτηση προβλέπει λελογισμένη αύξηση εισφορών και αξιοποίηση των αποθεματικών των ταμείων προκειμένου οι μειώσεις στις επικουρικές να είναι ηπιότερες.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι αντιπροτάσεις της ελληνικής πλευράς που βρίσκονται στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης προβλέπουν αύξηση των εισφορών κατά 1,5% για τρία χρόνια η κατά 1% για έξι χρόνια.
Παράγοντες της ασφάλισης επισημαίνουν ότι ο λογαριασμός δε βγαίνει αν δε μπουν περισσότεροι συνταξιούχοι στο στόχαστρο με δεδομένες τις απαιτήσεις των δανειστών.
Το ΔΝΤ μέχρι χθες επέμενε σε περικοπή ύψους 700 εκατ. ευρώ μόνο από τη μείωση των επικουρικών συντάξεων και εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος ενώ η ΕΕ δεχόταν πιο ήπια μείωση ύψους 500 εκατ. ευρώ και εφαρμογή του «κανόνα βιωσιμότητας» βάσει του οποίου μέρος των ελλειμμάτων του ΕΤΕΑ θα καλύπτεται από την αξιοποίηση της περιουσίας του ύψους 2,4 δις ευρώ.
Αν υπολογίσουμε ότι η ετήσια δαπάνη του ενιαίου επικουρικού για την καταβολή των τρεχουσών συντάξεων και ποσοστού των αναδρομικών ανέρχεται στο υπέρογκο ποσό των 3 δισ. ευρώ (δαπάνη 2015) η μείωση των επικουρικών θα πρέπει να κυμανθεί μεσοσταθμικά 21%-23% για να βγουν οι αριθμοί. ΄
Ωστόσο ο υπουργός Εργασίας ήταν κατηγορηματικός ότι καμιά επικουρική σύνταξη συνταξιούχου με μεσαία ή μικρά εισοδήματα δεν πρόκειται να μειωθεί, διαψεύδοντας δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για περικοπές από το πρώτο Ευρώ .
Ο κ. Κατρούγκαλος τόνισε ότι με το νομοσχέδιο διασφαλίζεται η απόλυτη προστασία των καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων οι οποίες δεν πρόκειται να θιγούν ούτε από τον επαναυπολογισμό το 2018.
«Όχι απλώς καμιά τους δεν θα μειωθεί- είπε χαρακτηριστικά στην κοινή συνέντευξη τύπου – αλλά μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου θα μπορούν και να αυξάνονται, όταν ευθυγραμμιστούν με τις νέες συντάξεις».
Επίσης εξασφαλίζεται εθνική σύνταξη στο ύψος των 384 ευρώ και ποσοστά αναπλήρωσης που προστατεύουν τους πιο αδύναμους και ταυτόχρονα δίνουν κίνητρα παραμονής στην εργασία για όσους έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Όπως είπε χαρακτηριστικά το 80% των ασφαλισμένων με μισθό έως 1000 ευρώ θα λάβει υψηλότερη σύνταξη από τα σημερινά επίπεδα.
Στα ενδεικτικά παραδείγματα που δόθηκαν από το υπουργείο (ακολουθεί πίνακας) για το ύψος των νέων συντάξεων όπου εμφανίζονται να ευνοούνται οι χαμηλόμισθοι, υπάρχουν δύο παράμετροι που δεν επισημαίνονται.
1. Απουσιάζει παράδειγμα σύνταξης με 15ετία όπου η κατώτατη σύνταξη διαμορφώνεται στα 380 ευρώ από 485 σήμερα (το σύνολό της μάλιστα χορηγείται στα 67)
2. Οι αποδοχές των 1000 ευρώ στο σύνολο του εργασιακού βίου «πέφτουν» κατά μέσο όρο στα 750 ευρώ συμπαρασύροντας προς τα κάτω και το ύψος της σύνταξης.
Ο υπουργός εργασίας διέψευσε επίσης πληροφορίες ότι θα κοπεί το ΕΚΑΣ πριν από το 2018, «για να κλείσει η συμφωνία» ενώ τόνισε ότι το 80% των αυταπασχολούμενων θα πληρώνει χαμηλότερες εισφορές από τα σημερινά επίπεδα καθώς οι δανειστές αποδέχθηκαν τις εκπτώσεις και τη μεταβατική περίοδο εφαρμογής του νέου τρόπου υπολογισμού βάσει του εισοδήματος.