ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΙ 2018: Σε κανονική ροή μπαίνουν από αύριο Τετάρτη 10 Ιανουαρίου οι πλειστηριασμοί, με την πρόοδό τους να θεωρείται κομβική για τις τράπεζες εν όψει των stress tests που ξεκινούν τον Φεβρουάριο.
Οι προγραμματισμένοι για αύριο πλειστηριασμοί στα ειρηνοδικεία είναι 240, ενώ έχουν προγραμματιστεί και 26 ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί. Μεταξύ άλλων, είναι προγραμματισμένα να βγουν σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό το πλοίο «Αίολος Κεντέρης Ι» από την Τράπεζα Πειραιώςέναντι του ποσού των 6,5 εκατ. ευρώ, από τη Eurobank διαμέρισμα συνολικής επιφάνειας 380 τ.μ. στη διασταύρωση των οδών Φιλελλήνων και Αμαλίας στο κέντρο της Αθήνας, έναντι ποσού 1.310.000 ευρώ, οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, που βρίσκεται στη Δημοτική Ενότητα Βούλας του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης Ανατολικής Αττικής, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, έκτασης 628 τ.μ., έναντι του ποσού των 423.000 ευρώ, καθώς και αγροτεμάχιο 5.156 τ.μ., εκτός σχεδίου, μετά διώροφης αυτοτελούς κατοικίας στην περιφέρεια του Δήμου Μαρκόπουλου, έναντι του ποσού των 375.000 ευρώ, και από την Alpha Bank αγροτεμάχιο 13.510 τ.μ. στον Δήμο Ασπρόπυργου Δυτικής Αττικής, έναντι του ποσού των 541.221 ευρώ.
Όπως είναι εμφανές, οι προγραμματισμένοι πλειστηριασμοί αφορούν ακίνητα με αξία σημαντικά άνω των 300.000 ευρώ και σε καμία περίπτωση πρώτες κατοικίες.
Η ομαλή διενέργεια των πλειστηριασμών θα βρίσκεται συνεχώς εφεξής στο «μικροσκόπιο» του SSM, καθώς θα κρίνει τη δυνατότητα των τραπεζών να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και μέσω των ρευστοποιήσεων ενεχύρων. Κυρίως, όμως, διότι από την έκβαση των πλειστηριασμών θα κριθεί το κατά πόσον οι τράπεζες θα κληθούν να καλύψουν με νέα κεφάλαια τυχόν κεφαλαιακές «τρύπες» στους ισολογισμούς τους εξαιτίας της αποτυχίας των πλειστηριασμών.
[irp posts=”168925″ name=”Τράπεζα Πειραιώς: Από τις 17 Ιανουαρίου οι πλειστηριασμοί για χρέη στο Δημόσιο”]
Αλλαγές στη σειρά ικανοποίησης πιστωτών
Προς την κατεύθυνση της προστασίας της αξίας των ενεχύρων των τραπεζών, πάντως, πρόκειται να λειτουργήσουν οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αναμένεται να ψηφιστούν με το πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης που θα κατατεθεί -το πιθανότερο σήμερα- στη Βουλή για να ψηφιστεί μέχρι τις 15 Ιανουαρίου. Ειδικότερα, με βάση την αλλαγή στη σειρά κατάταξης των πιστωτών στον ΚΠολΔ, στην πρώτη θέση ικανοποίησης των πιστωτών κατατάσσονται πλέον οι εργαζόμενοι της επιχείρησης (για δεδουλευμένα 6 μηνών) και οι φόροι υποθηκευμένων ακινήτων (π.χ. ΕΝΦΙΑ). Τράπεζες και Δημόσιο με υποθήκες ακολουθούν στη δεύτερη θέση και Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και εργαζόμενοι (για περαιτέρω χρέη αν υπάρχουν) στην τρίτη θέση.
Μέχρι σήμερα, η σειρά ικανοποίησης των πιστωτών που είχε ψηφιστεί με το τρίτο μνημόνιο το 2015 ήταν: τράπεζες και Δημόσιο με υποθήκη κατά 65% στην πρώτη θέση, Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και εργαζόμενοι κατά 25% στη δεύτερη θέση και λοιποί πιστωτές στην τρίτη θέση.
Αν και εκ πρώτης όψεως η σειρά ικανοποίησης των τραπεζών ως πιστωτών φαίνεται να υποβαθμίζεται με την τελευταία αλλαγή στον ΚΠολΔ, εντούτοις ισχυροποιείται με τον πλέον ουσιαστικό τρόπο. Και αυτό διότι: οι τράπεζες, όχι μόνο θα αποζημιώνονται ως ενυπόθηκοι δανειστές στο 100% της απαίτησής τους αντί του 65% σήμερα (και από το υπόλοιπο 35% εφόσον από αυτό απομείνει κάτι μετά την ικανοποίηση των άλλων πιστωτών), αλλά, επίσης, οι δύο προηγούμενες απαιτήσεις στη σειρά ικανοποίησης των πιστωτών λειτουργούν υπέρ τους (των τραπεζών).
Αφενός, η πληρωμή των εργαζομένων διασφαλίζει ότι δεν πρόκειται να θιγεί η βιωσιμότητα της επιχείρησης και άρα δεν κινδυνεύει το δάνειο που έχει δώσει η τράπεζα στην επιχείρηση. Αφετέρου, η εξόφληση του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος συνδέεται με τα ακίνητα, ισχυροποιεί τα collaterals των δανείων που έχουν δώσει οι τράπεζες.
Πέρα από τη μεγιστοποίηση της αξίας των εξασφαλίσεων των τραπεζών, οι αλλαγές στον ΚΠολΔ δίνουν κίνητρο στις τράπεζες να χορηγήσουν νέα δάνεια και με χαμηλότερο επιτόκιο (κάτι που είναι ζητούμενο των θεσμών και δη της ΕΚΤ), ελαχιστοποιώντας τον πιστωτικό κίνδυνο που αφενός κρατά κλειστές τις στρόφιγγες χρηματοδότησης και αφετέρου κάνει υψηλό το κόστος του δανεισμού για τις επιχειρήσεις, γράφει η εφημερίδα Ναυτεμπορική.