Στα σύνορα μια πιο αδύναμη, φθηνότερη χώρα αναδύεται από την κρίση ως ο μεγάλος ανταγωνιστής της Ελλάδας κι αυτή δεν είναι άλλη από τη Βουλγαρία. Για τον λόγο αυτό το περιοδικό Politico πραγματοποίησε ένα οδοιπορικό στη γειτονική χώρα, ξεκινώντας από τη συνοριακή γραμμή όπου δυο λωρίδες κυκλοφορίας οδηγούν στη Βουλγαρία κι άλλες δυο στην Ελλάδα, γεμάτες με φορτηγά κυρίως που περιμένουν στην ουρά για να μπουν στη βαλκανική γειτονική χώρα.
Κάποτε, αναφέρει το Politico, από αυτά τα σύνορα ξεκινούσε το Σιδηρούν Παραπέτασμα του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, αλλά αυτά πλέον ανήκουν στην ιστορία, καθώς από το 2007 η Βουλγαρία ανήκει πλέον στην οικογένεια τς ΕΕ. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η «παλιά Ευρώπη» συναντά ένα από τα νεότερα μέλη της το νεότερο μέλος της. Κι όμως, στην ουσία, δεν έχουν αλλάξει πολλά. Μπορεί η Ελλάδα να είναι σε κρίση, η Βουλγαρία ωστόσο είναι ακόμα φτωχότερη, με το ΑΕΠ της να υπολείπεται κατά 50% και πλέον από το αντίστοιχο της Ελλάδας. Και αυτή η διαφορά έχει, όπως διεφάνη στο οδοιπορικό του Politico, βαθιές επιπτώσεις στη συγκεκριμένη περιοχή των Βαλκανίων. Ένας ντόπιος, ο Αλέξης, εξήγησε στον ξένο ανταποκριτή αυτές τις επιπτώσεις. Αυτό που προκύπτει με βεβαιότητα είναι ότι η Βουλγαρία είναι πιο… φιλική για επιχειρηματίες που θέλουν να στήσουν μια επιχείρηση και να τη δουν να ανθίζει.
«Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ με την αύξηση του ΦΠΑ. Τα ελληνικά προϊόντα είναι πιο ακριβά και λιγότερο ανταγωνιστικά. Σε αντίθεση με τα αντίστοιχα της Βουλγαρίας που είναι πιο φθηνά και έχουν μπει στη διαδικασία της σύγκρισης με τα δικά μας από τη στιγμή που η χώρα μπήκε στην ΕΕ», αναφέρει ο Αλέξης, ένας υπάλληλος στα σύνορα που γίνεται καθημερινά μάρτυρας της μεγάλης φυγής των Ελλήνων.
Τι να κάνουν οι επιχειρήσεις, δείχνει να αναρωτιέται, «περίπου 2.500 ελληνικές επιχειρήσεις αυτή τη στιγμή έχουν μετακινηθεί στη Βουλγαρία. Περίπου 350.000 Βούλγαροι εργάζονται σε αυτές τις επιχειρήσεις και το κάνουν με χαμηλότερους μισθούς. Τα πάντα στη Βουλγαρία είναι φθηνότερα για έναν επιχειρηματία γι’ αυτό και μέσα στην κρίση πολλοί αποφάσισαν να φύγουν από την Ελλάδα και να πάνε στη Βουλγαρία για να σωθούν».
Εξηγεί ακόμη πως στη Βουλγαρία δεν ανθεί η γραφειοκρατία – κάτι που βοηθάει στο να στήσει κανείς την επιχείρησή του δίχως προσκόμματα.
Ένας άλλος Έλληνας, ο Αλέξανδρος, που παρακολουθεί τη συζήτηση, παρεμβαίνει για να επισημάνει την επίδραση που έχει αυτό το φαινόμενο στην περιοχή. Οι τοπικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λόγω της γενικευμένης πίεσης που υφίστανται από την κρίση και την οικονομική ύφεση.
Και οι δύο παραδέχονται πως όταν έχουν την ευκαιρία πηγαίνουν μέχρι τη Βουλγαρία για να αγοράσουν τσιγάρα και άλλα είδη που εκεί τα βρίσκουν πολύ πιο φθηνά από ότι στην Ελλάδα. Κι ας ξέρουν πολύ καλά πως η ποιότητα των προϊόντων στη γειτονική χώρα δεν έχει καμία σχέση με τα δικά μας. Στις μέρες μας, όμως, το κριτήριο είναι η τιμή και σε αυτό οι Βούλγαροι είναι άκρως ανταγωνιστικοί.
Ο δημοσιογράφος μετακινείται στη συνέχεια στο μικρό χωριό Άγκιστρο που βρίσκεται πολύ κοντά στα βουλγαρικά σύνορα. Έχει πληθυσμό μόλις 410 κατοίκους. Συναντάει έναν Έλληνα γεωργό, τον Γιώργο, τη γυναίκα του και την εξάχρονη κόρη του. Η ζωή σε αυτό το μέρος είναι απόλυτα καθορισμένη από τον καιρό. Το τελευταίο διάστημα υπάρχει έντονη ξηρασία και δεν βοηθάει τις καλλιέργειές του. Η σοδειά του είναι κατά πολύ μειωμένη από αυτή που προσδοκούσε. Συν τοις άλλοις, ο Γιώργος, έχει να λέει ότι η κυβέρνηση δεν τον έχει αποζημιώσει ακόμη για τα χρήματα που έχει δώσει για το πετρέλαιο. «Πέρυσι το έλαβα σε δύο δόσεις. Από το 2011 και μετά, πάντα υπάρχει μια καθυστέρηση που μπορεί να φτάσει και τους δύο μήνες. Φέτος δεν έχω πάρει ακόμη χρήματα. Το βλέπω πως η κυβέρνηση δεν έχει χρήματα, δεν είναι πολιτικό το θέμα». Ακόμη και τα χρήματα που έχει λαμβάνειν από τις επιδοτήσεις της ΕΕ, φτάνουν με δυσκολία στα χέρια του, καθώς παρεμβάλλεται η γραφειοκρατία που κάνει τα πράγματα δυσκολότερα. Οι πρώτες ύλες που πουλάει είναι ακριβές – το παραδέχεται. Την ίδια στιγμή που, λόγω της κρίσης, η ζήτηση έχει πέσει ραγδαία. «Εδώ, στα σύνορα, η γη δεν παράγει», λέει με πόνο.
Λέει πως η οικονομική κρίση τον έχει επηρεάσει άμεσα. «Είχαμε την Αγροτική Τράπεζα που μας έδινε δάνεια, αλλά μετά την κρίση οι δανειστές ζήτησαν να κλείσει και τώρα δεν έχουμε τη δυνατότητα άλλης χρηματοδότησης. Παίρνουμε δάνεια από άλλες τράπεζες, αλλά τα χρήματα που μας δίνουν είναι πολύ λιγότερα. Δεν ξέρω πόσο ακόμη θα δουλεύω εδώ κάτω από αυτές τις συνθήκες». Επίσης, τώρα, έχει να αντιπαλέψει και την αύξηση των φόρων που θα έρθουν με το νέο δανειακό πακέτο που θα μειώσουν ακόμη περισσότερο το εισόδημά του. «Οι φόροι μου έχουν αυξηθεί. Την ίδια στιγμή έχω να ανταγωνιστώ τον Βούλγαρο αγρότη των οποίων οι πρώτες ύλες είναι πιο φθηνές. Εξηγεί στο δημοσιογράφο ότι ακόμη και στην Αλβανία, οι πιθανότητες κέρδους και επιτυχίας είναι καλύτερες αυτή τη στιγμή. Η ερώτηση που του θέτει ο δημοσιογράφος είναι ευθεία, «θα αντέξει η επιχείρησή του;» και η απάντηση που λαμβάνει είναι επίσης ευθεία, «κάτω από αυτές συνθήκες, όχι. Δεν κατηγορώ τους Βούλγαρους. Αυτοί κάνουν τη δική τους δουλειά κι εμείς πρέπει να βρούμε τους τρόπους να παράγουμε φθηνότερα, αλλά με όλους αυτούς τους φόρους πώς μπορούμε να το κάνουμε;»
Ο Αλέξης, ο άνθρωπος που βοηθάει το δημοσιογράφο στις μετακινήσεις του, δίνει και μια άλλη διάσταση του θέματος – μια κάπως αιχμηρή διάσταση. «Οι αγρότες πήραν πολλές επιδοτήσεις τις οποίες κατασπατάλησαν. Αγόρασαν μηχανήματα που δεν χρειάζονταν. Υπάρχουν γεωργοί που διαθέτουν επτά τρακτέρ όταν θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους και με ένα. Τώρα έχουν όλο αυτόν τον εξοπλισμό και δεν ξέρουν τι να τον κάνουν».
Φταίνε οι αγρότες; Φταίει το σύστημα; Ο Αλέξης τα ρίχνει και στην ΕΕ, «ήξερε πού πήγαιναν αυτά τα χρήματα εδώ και χρόνια, κι όμως συνέχιζε να δίνει χρήματα. Μέσα σε όλα ήρθε και η διαφθορά. Τα χρήματα που έρχονταν έκαναν φτερά και μετατράπηκαν σε σπίτια και αυτοκίνητα».
Οι Βούλγαροι, έχοντας ζήσει για δεκαετίες πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, έχουν άλλη άποψη για την ελληνική κρίση. Η Κρασιμίρα, μια Βουλγάρα που δουλεύει σε μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ στη Β. Ελλάδα. Ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1988 και έγινε νόμιμη όταν η χώρα της μπήκε στην ΕΕ. Θυμάται πως από την πρώτη στιγμή εργάστηκε σε δουλειές που οι Έλληνες δεν καταδέχονταν να κάνουν. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίνει και δουλεύει σε μια ταβέρνα. Ο ιδιοκτήτης της λέει πως θέλει να προσλάβει Έλληνες, αλλά είτε δεν τους βρίσκει είτε δεν τα καταφέρνουν και σε δύο ημέρες έχουν φύγει. Το πρόβλημα με τους Έλληνες είναι ότι δεν θέλουν να δουλέψουν».