Σε πρώτη ματιά, υπάρχει μικρή σχέση ανάμεσα στην άσχημη κατάσταση της Κίνας και της Ελλάδας.
Η πρώτη αφορά το ξεδίπλωμα μιας χρηματιστηριακής «φούσκας», η δεύτερη οδηγείται από τα αδύναμα και περιορισμένα οικονομικά και χρηματιστηριακά θεμελιώδη μεγέθη.
Παρόλα αυτά, και τα δύο μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο, και δεν είναι τα μόνα: επωφελήθηκαν από υπερβολικά χαλαρές νομισματικές πολιτικές που επεδίωξαν μεγάλες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο.
Τα παγκόσμια χρηματιστήρια δεν τα πάνε καλά τελευταία, και εύλογα. Με την κατάρρευση των Κινέζικων αγορών και την Ελλάδα να ρισκάρει μια άτακτη έξοδο από την Ευρωζώνη, ένας αυξανόμενος αριθμός επενδυτών αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ρευστοποιήσεις –κι αυτό παρά τις έντονες προσπάθειες των Κυβερνήσεων τόσο στην Κίνα, όσο και στην Ευρώπη, να σταθεροποιήσουν τα πράγματα. Μερικοί επενδυτές ανησυχούν ακόμη ότι έχει έρθει η ώρα που οι τιμές των μετοχών, έχοντας διογκωθεί από τη νομισματική πολιτική κεντρικών τραπεζών, επανέρχονται στα χαμηλότερα επίπεδα που εγγυώνται τα θεμελιώδη μεγέθη (όπως ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, ο ρυθμός πληθωρισμού και ο ρυθμός της ανεργίας).
Οι δυτικές τράπεζες, αντιμετωπίζοντας μια βραδεία οικονομική ανάκαμψη μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, και διαθέτοντας σημαντική πολιτική αυτονομία, ανέλαβαν τεράστιες ευθύνες σε επίπεδο μακροοικονομικών πολιτικών, και όχι επειδή το ήθελαν, αλλά περισσότερο επειδή ένιωσαν ότι έπρεπε – άλλοι οργανισμοί, με πολύ καλύτερα εργαλεία χάραξης πολιτικής, αναγκαστικά εκτοπίστηκαν εξαιτίας της πολιτική δυσλειτουργίας.
Ο μόνος τρόπος που αυτές οι κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να επιδιώξουν υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, ήταν να ανεβάσουν τεχνητά τις τιμές των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων. Το έκαναν αυτό με την ελπίδα ότι τα χρηματιστήρια που πάνε καλά θα έκαναν τους ανθρώπους να νιώθουν πλουσιότεροι και συνεπώς, θα τους δελέαζαν να ξοδέψουν περισσότερα (αυτό που οι οικονομολόγοι λένε «το αποτέλεσμα του πλούτου»). Κι ότι αυτό θα κινητοποιούσε τα «άγρια ένστικτα» των εταιρειών, που με τη σειρά του αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση της δαπάνης σε κτήρια, εξοπλισμό και ανθρώπους.
Όσο πιο πολύ οι δυτικές τράπεζες επενέδυαν σε αυτή την προσέγγιση, τόσο μεγάλωνε η πίεση σε άλλες κεντρικές τράπεζες να υιοθετήσουν με τη σειρά τους αντίστοιχες πολιτικές. Η συλλογική πολιτική αντίδραση είχε σαν αποτέλεσμα τη διόγκωση των τιμών των μετοχών παγκοσμίως. Αλλά ήταν πολύ λιγότερο αποτελεσματικό στην απογείωση της οικονομίας–συνεπώς, δημιουργήθηκε μια απόσταση ανάμεσα στην πραγματική οικονομία και τα θεμελιώδη μεγέθη.
Ένα τέτοιο «άνοιγμα» θα μπορούσε να κλείσει με δύο τρόπους: το καλό σενάριο, στο οποίο τα θεμελιώδη μεγέθη βελτιώνονται και δικαιολογούν τις τιμές. Και το κακό σενάριο, όπου οι τιμές επανέρχονται στα επίπεδα που εγγυώνται τα προηγούμενα θεμελιώδη μεγέθη. Και μερικοί από μας τους αναλυτές, ανησυχούμε για το ενδεχόμενο -εξαιτίας αυτού του μεγάλου ανοίγματος- ενός σοκ πριν τα θεμελιώδη μεγέθη προλάβουν να βελτιωθούν, ένα σοκ που θα προκαλούνταν από ένα λάθος πολιτικής και/ή ένα ατύχημα των αγορών.
Τώρα, η Ελληνική περίπτωση κινδυνεύει από το πρώτο, ενώ η Κίνα κινδυνεύει από το δεύτερο.
Η Ελλάδα και οι δανειστές της έχουν εγκλωβιστεί σε παρατεταμένες και δριμείες διαπραγματεύσεις. Δεν έχει παρατηρηθεί καμία έλλειψη στις Συνόδους Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών, στις συναντήσεις των Υπουργών Οικονομικών στα Eurogroup, και στα τεχνικά συμβούλια ανάμεσα στους Έλληνες αξιωματούχους και τους «Θεσμούς», που αποτελούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ. Παρόλα αυτά, όλοι απέτυχαν να φέρουν τα τέσσερα απαραίτητα αποτελέσματα: κατανοητές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, λιγότερη και πιο αποτελεσματική λιτότητα, μείωση χρέους και επαρκή εξωτερικό δανεισμό. Στο μεταξύ, η κατάσταση στην πραγματική οικονομία πάει από το κακό στο χειρότερο.
Με κλειστές τις τράπεζες για παραπάνω από μια εβδομάδα, η Ελληνική οικονομία συρρικνώνεται με ενοχλητικά αυξητικό τρόπο. Η οικονομική δραστηριότητα κινδυνεύει να σταματήσει και ο τουρισμός μειώνεται γρήγορα. Ελλείψεις αγαθών εμφανίζονται, όπως στα καύσιμα και σε άλλα εισαγόμενα. Τα capital controls είναι σε ισχύ με σκοπό να αντισταθμίσουν τα ευρώ που έφυγαν από τη χώρα. Τα ΑΤΜ ξεμένουν από μετρητά. Ένας αυξανόμενος αριθμός μικρών επιχειρήσεων πλησιάζει στην πτώχευση. Όλα τα παραπάνω, πυροδοτούν μια ήδη ανησυχητική κρίση στην ανεργία, με περίπου 50% των νέων να είναι άνεργοι.
Στο μεταξύ στην Κίνα, οι αρχές είναι σχεδόν ανήμπορες καθώς η εντυπωσιακή ανάπτυξη των χρηματιστηριακών αγορών που είχε «ρουφήξει» όλο και περισσότερους πολίτες (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αγόρασαν μετοχές με μόχλευση), οδήγησε σε συντριβή. Και όσο πιο πολύ πέφτουν οι μετοχές, τόσο πιο γρήγορα ο επενδυτής οδηγείται στην έξοδο -παρά τις μεγάλες προσπάθειες της Κυβέρνησης να σταθεροποιήσει την κατάσταση στην αγορά.
Και τι γίνεται με το μέλλον;
Το παγκόσμιο σύστημα έχει την ικανότητα να διαχειριστεί κάθε ένα από αυτά τα σοκ, αν και όχι χωρίς πίεση. Θα μπορούσε μάλιστα να τα διαχειριστεί και τα δύο μαζί, υπό την προϋπόθεση ότι τίποτε άλλο δεν θα πάει στραβά. Παρόλα αυτά, η επιτυχία δεν είναι εγγυημένη. Απαιτούνται περισσότερο συντονισμένες και περιεκτικές πολιτικές αντίδρασης. Και αν τέτοιες πολιτικές αποδώσουν, οι τιμές των μετοχών θα συγκλίνουν προς τα χαμηλότερα επίπεδα που εγγυώνται τα θεμελιώδη μεγέθη, και συνεπώς θα τερματίσει αυτό το φαινόμενο του μεγάλου ανοίγματος ανάμεσα στις προσδοκίες των προοδευμένων και των αναδυόμενων οικονομιών.