«Για το 2019, η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία είναι πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ», με βάση τη συμφωνία της Αθήνας με τους δανειστές.
Ωστόσο, όπως τόνισε, παρά τα πλεονεκτήματα που έχει η Ελλάδα, βρίσκεται αντιμέτωπη και με μεγάλες προκλήσεις, μεταξύ των οποίων και το μεγάλο επενδυτικό κενό.
Προκειμένου να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να διασφαλιστεί η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης, απαιτείται προώθηση και όχι αναστολή και κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα, σημείωσε.
Παράλληλα, ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι «είμαστε σε καλό δρόμο για πλήρη άρση των capital controls εντός του έτους», με δήλωσή του στο Reuters.
Οι προκλήσεις
Οπως είπε, η οικονομική πολιτική την επόμενη περίοδο θα πρέπει να επικεντρωθεί σε πολιτικές που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις και έχουν ως στόχο τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, με κύριο μέσο τις επενδύσεις.
Κατ’ αρχήν, απαιτείται δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), με ενεργοποίηση των σχεδίων που έχουν προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών. Ωστόσο, οι τραπεζικές πιστώσεις δεν αναμένεται να αυξηθούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιτευχθεί σημαντική αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων.
Συνεπώς είναι ανάγκη:
Πρώτον, να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Δηλαδή, θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε µεγαλύτερο βαθµό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές και η εναλλακτική χρηματοδότηση (π.χ. τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, η συμμετοχική χρηματοδότηση και οι εξειδικευμένες χρηματιστηριακές πλατφόρμες αγορών μετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι μετατρέψιμες οµολογίες κ.λπ.). Σημαντική ώθηση στις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης μπορεί να δοθεί μεσοπρόθεσμα και από την υλοποίηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Δεύτερον, θα πρέπει να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι από τα διαρθρωτικά ταμεία, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων. Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο η απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων. Θα πρέπει να επιταχυνθεί η εκτέλεση των έργων, ώστε να επωφεληθεί η πραγματική οικονομία.
Τρίτον και σημαντικότερο, δεδομένου ότι η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί να καλύψει τις αναγκαίες επενδύσεις προκειμένου να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης, είναι επιτακτική η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων έφθασαν τα 3,6 δισεκ. το 2018, συνεχίζοντας έτσι την ανοδική τάση που ξεκίνησε το 2016 (2,5 δισεκ. ευρώ) και το 2017 (3,2 δισεκ. ευρώ). Οι αυξημένες εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων τα τελευταία τρία χρόνια υποδηλώνουν ότι σημαντικοί ξένοι επενδυτές διαβλέπουν θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Εκτιμάται ότι μια κατάλληλα εστιασμένη πολιτική προσέλκυσης ξένων επενδύσεων μπορεί να αυξήσει σημαντικά τις επενδυτικές ροές.
Για να προσελκύσει η χώρα περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις, θα πρέπει, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης, να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες ενεργοποιούν και πρόσθετες ιδιωτικές επενδύσεις, και να δοθεί έμφαση στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και αστάθεια του νομοθετικού, ρυθμιστικού και θεσμικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
Θα πρέπει επίσης να ισχυροποιηθεί η ανεξάρτητη λειτουργία των θεσμών και να ενισχυθεί το κράτος δικαίου. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία οι χώρες με ισχυρούς, ανεξάρτητους θεσμούς και ισχυρό κράτος δικαίου που εμπνέει σεβασμό επιτυγχάνουν υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, καθώς διευκολύνουν τις επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι παρεμβάσεις στην Δημόσια Διοίκηση, στην λειτουργία των Ανεξάρτητων Θεσμών και ιδιαίτερα στην Δικαιοσύνη δεν συνάδουν με ένα σύγχρονο Κράτος Δικαίου, και λειτουργούν αποτρεπτικά και για τις επενδύσεις.
Παράλληλα, είναι καταλυτικής σημασίας όχι μόνο να μην σημειώνεται οπισθοδρόμηση και να ακυρώνονται μεταρρυθμίσεις, αλλά να ενισχύονται εκείνες που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει τα κίνητρα για καινοτομία και νέες επενδύσεις, οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγικότητα και απασχόληση και βελτιώνει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Επιπλέον, υπογράμμισε ο κεντρικός τραπεζίτης, σε συνεννόηση και συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, θα πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και η οικονομική πολιτική να υιοθετήσει ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να είναι φιλικότερο προς τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη.
Η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος αλλά πιθανότατα χαμηλότερο: διότι, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το σενάριο βάσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ότι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και τα πρόσθετα έσοδα από τις περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην αγορά ομολόγων είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, με σημαντική μείωση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Εφόσον συνεχιστούν (κάτι το οποίο απαιτεί την άσκηση μίας συνεπούς οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη δημοσιονομική υπευθυνότητα σε συνδυασμό με την τήρηση όλων των προϋποθέσεων που προαναφέρθηκαν για την εδραίωση ενός εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου) το επιχείρημα αυτό ενισχύεται, είπε ο κ. Στουρνάρας.
Είναι τέλος αναγκαίο να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία σχημάτων σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, στη βελτίωση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, κυρίως μέσω μιας σύγχρονης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης, στην αύξηση των δημοσίων επενδύσεων που έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία και στην εισαγωγή διεθνών λογιστικών προτύπων σε όλες τις επιχειρήσεις και φορείς της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου τομέα γενικότερα, από ένα μέγεθος και πάνω.