Το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα βρεθεί στο επίκεντρο της πρόκλησης της επόμενης ημέρας μέσα από δύο σημαντικές παρεμβάσεις που έχει αναλάβει, οι οποίες αφορούν στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στην αποτελεσματική κάλυψη του επενδυτικού κενού που δημιούργησε η 10ετής οικονομική κρίση και δυσχεραίνει η ύφεση του 2020, επισημαίνει ο CEO της Alpha Bank Βασίλειος Ψάλτης σε άρθρο του σε ειδική έκδοση της εφημερίδας «Η Καθημερινή».
Ολόκληρο το άρθρο του κ. Ψάλτη έχει ως εξής:
«Η αβεβαιότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της νέας φάσης που διανύουμε με την σταδιακή άρση των αποκλεισμών εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19. Αβεβαιότητα ως προς τις οικονομικές συνέπειες της κρίσης, οι οποίες δεν έχουν αποτυπωθεί πλήρως, αβεβαιότητα εντός των ίδιων των κοινωνιών, που λειτουργούν υπό τον φόβο ενός νέου επιδημικού κύματος, αβεβαιότητα στον επιχειρηματικό κόσμο , ο οποίος καλείται να διαχειριστεί το «σοκ ρευστότητας» που προκάλεσε η πανδημία.
Υπάρχουν, ωστόσο, και αρκετοί λόγοι αισιοδοξίας. Πρώτον, η αποτελεσματική αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης για την κάμψη της επιδημικής καμπύλης, απέτρεψε μία υγειονομική κρίση, προστάτευσε τις ζωές των πολιτών και ενίσχυσε διεθνώς το ελληνικό brand name. Δεύτερον, η αποτελεσματική προσαρμογή στην ψηφιακή οικονομία τόσο των φορέων του Δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα – στην Alpha Bank ό,τι μπορούσε να κινηθεί στο διαδίκτυο, μετακινήθηκε στο διαδίκτυο – απέδειξε ότι και τα ψηφιακά εργαλεία υπάρχουν και η κουλτούρα του εκσυγχρονισμού είναι παρούσα. Τρίτος λόγος αισιοδοξίας, προφανώς, είναι η πολύ ισχυρή γραμμή άμυνας που συγκροτούν οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και, βεβαίως, η πιστωτική επέκταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Όμως, αν και το πρωταρχικό μέλημα όλων αποτελεί η αντιμετώπιση των άμεσων προκλήσεων, το πραγματικό διακύβευμα δεν περιορίζεται στο σήμερα. Αφορά την επόμενη ημέρα και την αξιοποίηση της κρίσης ως ευκαιρία για ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα στην Ελλάδα.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα βρεθεί στο επίκεντρο αυτής της πρόκλησης μέσω δύο μεγάλων παρεμβάσεων που έχει αναλάβει.
Η πρώτη παρέμβαση αφορά στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που οδηγεί σε ανασύνταξη του επιχειρηματικού χάρτη και αποκατάσταση του υγιούς ανταγωνισμού.
Η δεύτερη παρέμβαση αφορά στην αποτελεσματική κάλυψη του επενδυτικού κενού που δημιούργησε η 10ετής οικονομική κρίση και δυσχεραίνει η ύφεση του 2020. Η Ελλάδα είναι μεταξύ των πέντε χωρών που θα λάβουν τα αναλογικά υψηλότερα κονδύλια από το Next Generation EU, το νέο αναπτυξιακό πρόγραμμα της Ε.Ε. Σε συνδυασμό με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, συγκροτείται ένα πρωτόγνωρο πακέτο χρηματοδότησης, περί τα 50 δις ευρώ, για τα προσεχή έτη.
Εν προκειμένω, ο ρόλος των τραπεζών οφείλει να είναι διττός. Αφενός, ως μηχανισμός βέλτιστης κατανομής των αποταμιευτικών πόρων, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία τους στην επιλογή των επενδυτικών σχεδίων με τη μέγιστη απόδοση σε σχέση με το αναλαμβανόμενο κίνδυνο. Αφετέρου, δε, ως συν-χρηματοδότες, αρωγοί και σύμβουλοι για την αύξηση της απορροφητικότητας των κονδυλίων και την ενίσχυση του νέου οικοσυστήματος που έχει ανάγκη η οικονομία προκειμένου να δρομολογηθεί ο εκσυγχρονισμός του μεταπολιτευτικού μοντέλου επιχειρηματικότητας και να κινητοποιηθούν κεφάλαια προς επένδυση.
Πολιτική βούληση, επιμελής σχεδιασμός πάνω στους άξονες στους οποίους και η Ε.Ε. στρέφει την προσοχή της, δηλαδή στην πράσινη οικονομία, στην έξυπνη οικονομία και στην κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη, αλλά και ισχυρή χρηματοδοτική στήριξη εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων μπορούν να οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο νέων επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων εργασίας, μεταφοράς τεχνογνωσίας στη χώρα και, τελικά, επαναπατρισμού ενός σημαντικού μέρους των Ελλήνων, που σήμερα πρωταγωνιστούν στο εξωτερικό.
Η κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας υπήρξε η αρχή μιας μακράς δοκιμασίας που ανέδειξε όλες τις παθογένειες της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας στην Ελλάδα και εξανάγκασε εκατοντάδες χιλιάδες νέους να αναζητήσουν στο εξωτερικό την προοπτική τους. Η νέα κρίση είναι η ευκαιρία, ίσως και η τελευταία που θα έχουμε ως χώρα στον ορατό ορίζοντα, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την επιστροφή τους.»