Ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα», σημειώνει πως η Έκθεση Πισσαρίδη, «αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για τη διαμόρφωση μιας συστηματικής προσπάθειας της χώρας».
Ο Κώστας Σημίτης επισημαίνει ότι το σχέδιο της Επιτροπής Πισσαρίδη, δίνει την πληρέστερη εικόνα της ελληνικής οικονομίας, των προβλημάτων της και των προσπαθειών που θα πρέπει να καταβληθούν για ν αποκτήσει η Ελλάδα την αναπτυξιακή δυναμική για την υπέρβαση των προβλημάτων της και να επιτύχει την ομαλή εξέλιξή της στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρει «το σχέδιο Πισσαρίδη ακολουθεί και εκφράζει τις γενικότερα αποδεκτές και ευρύτερα εφαρμοζόμενες στις χώρες της Ένωσης αρχές οικονομικής πολιτικής. Σε κείμενο που δημοσιεύτηκε φέτος το καλοκαίρι θεωρήθηκε ότι η Έκθεση «είναι εκτός τόπου και χρόνου» διότι διαπνέεται από «νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες.
Όμως, η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνδεδεμένη οικονομικά και πολιτικά με τις χώρες της Ένωσης που εφαρμόζουν την οικονομία της αγοράς δεν έχει το περιθώριο να εφαρμόσει ένα δικό της οικονομικό πρότυπο που θα στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην κυριαρχία του κράτους. Πρέπει να αναπτυχθεί στις συνθήκες του χώρου στον οποίο ανήκει τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Άλλωστε και ιστορικά συνδέεται με τον χώρο αυτό».
«Το Σχέδιο Πισσαρίδη παρά τις δυνατόν διαφορετικές αξιολογήσεις των προτάσεών του, την ανάδειξη και άλλων σημαντικών θεμάτων, που οφείλουμε να προσέξουμε, είναι μια αξιόλογη βάση για μια συστηματική προσπάθεια εξόδου από την κρίση», καταλήγει ο Κώστας Σημίτης.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΑ ΝΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ
“Ο Πρωθυπουργός παρουσίασε την περασμένη Δευτέρα την Εκθεση Πισσαρίδη για την ελληνική οικονομία και αναφέρθηκε λεπτομερειακά στις προτάσεις της για να επιτευχθεί η ταχύτερη ανάπτυξη της χώρας. Η Εκθεση Πισσαρίδη είναι αυτή που δίνει την πληρέστερη εικόνα της ελληνικής οικονομίας, των προβλημάτων της και των προσπαθειών που θα πρέπει να καταβληθούν για ν’ αποκτήσει η Ελλάδα την αναπτυξιακή δυναμική για την υπέρβαση των προβλημάτων της και να επιτύχει την ομαλή εξέλιξή της στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
του Κώστα Σημίτη
Ως κεντρικό στόχο ορίζει τη συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε να συγκλίνει σταδιακά με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Ως επιμέρους στόχοι ορίζονται κυρίως η αύξηση των συνολικών πάγιων επενδύσεων, των ιδιωτικών και δημοσίων δαπανών σε έρευνα και ανάπτυξη, η σταδιακή αύξηση των εξαγωγών, ο πολλαπλασιασμός των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, ώστε να ενισχυθούν η παραγωγικότητα και οι εξαγωγές και, τέλος, η μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας των νέων και των γυναικών.
Οι παραπάνω στόχοι δεν σημαίνουν μόνο ότι η Ελλάδα δεν έχει παρά να προσαρμοστεί στα πρότυπα της Ενωσης και να ακολουθήσει τις εξελίξεις της. Συνεπάγονται και κάτι πολύ διαφορετικό. Οι πολίτες της χώρας οφείλουν να καταβάλουν κάθε προσπάθεια να αξιοποιήσουν τις υπάρχουσες δυναμικές για να πετύχουν ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και ευρύτερη κοινωνική δικαιοσύνη.
Το «Σχέδιο» ακολουθεί και εκφράζει τις γενικότερα αποδεκτές και ευρύτερα εφαρμοζόμενες στις χώρες της Ενωσης αρχές οικονομικής πολιτικής. Σε κείμενο που δημοσιεύτηκε φέτος το καλοκαίρι θεωρήθηκε ότι η Εκθεση «είναι εκτός τόπου και χρόνου» διότι διαπνέεται από «νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες». Ομως η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνδεδεμένη οικονομικά και πολιτικά με τις χώρες της Ενωσης που εφαρμόζουν την οικονομία της αγοράς δεν έχει το περιθώριο να εφαρμόσει ένα δικό της οικονομικό πρότυπο που θα στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην κυριαρχία του κράτους. Πρέπει να αναπτυχθεί στις συνθήκες του χώρου στον οποίο ανήκει τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Αλλωστε και ιστορικά συνδέεται με τον χώρο αυτό.
Εκείνο το οποίο οφείλει να επιδιώξει είναι η όποια οργάνωση της οικονομίας να συνεισφέρει σημαντικά στη βελτίωση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων και στη δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Αυτό επιτυγχάνεται με συστηματική προσπάθεια και συνείδηση της ανάγκης για κοινωνική δικαιοσύνη. Πραγματοποιείται με τη συμμετοχή και επιρροή της στη διαμόρφωση της πολιτικής του ευρωπαϊκού χώρου που είναι εγγυητής τόσο της ασφάλειας όσο και της συμπαράστασής του στις οικονομικές της εξελίξεις.
Οπως προκύπτει από τα δημοσιευόμενα στατιστικά στοιχεία η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε πολλούς τομείς. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η αναλογία του χρέους προς το ακαθάριστο προϊόν της χώρας (ΑΕΠ). Το ΑΕΠ θα πρέπει να είναι υψηλότερο του χρέους σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία και θα πρέπει να υπάρχουν προοπτικές διαρκούς επέκτασης των οικονομικών δραστηριοτήτων, ώστε να διατηρείται και να αυξάνεται η διαφορά προς το χρέος. Στην Ελλάδα όμως σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το χρέος είναι κατά πολύ υψηλότερο του ΑΕΠ. Υπολογίζεται ότι το 2021 θα είναι 199,6%, το 2022 193,1% και το 2023 187,3% του ΑΕΠ. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος θα είναι αντικείμενο ιδιαίτερης συνεννόησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η υστέρηση της χώρας επιβεβαιώνεται και από σειρά άλλων στοιχείων. Κατατάσσεται 28η σε 33 χώρες όσον αφορά την επιλογή των ανώτατου διοικητικού προσωπικού. Το ποσοστό των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις είναι πολύ υψηλότερο στην Ελλάδα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι ελληνικές εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων το 2019 ήταν 9,2% του ΑΕΠ ενώ για εννέα ευρωπαϊκές χώρες πληθυσμιακά συγκρίσιμες με την Ελλάδα ήταν 38,2%. Η αξία της αγροτικής παραγωγής ανά αγροτική εκμετάλλευση είναι από τις χαμηλότερες στην Ενωση. Η χαμηλή παραγωγικότητα έχει ως αποτέλεσμα και το πολύ χαμηλό εισόδημα των αγροτών. Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα είναι περίπου 13 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο του ποσοστού στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 15. Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων είναι γενικά χαμηλή. Υπάρχουν βέβαια και θετικά στοιχεία. Ο ελληνικός τουρισμός συνεισέφερε το 20,8% του ΑΕΠ το 2019 (39 δισ. ευρώ). Η Ελλάδα κατέχει τη 13η θέση στον κόσμο από πλευράς διεθνών αφίξεων. Παρ’ όλ’ αυτά είναι γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στην αναπτυξιακή της πορεία και είναι αναγκαίος ο σχεδιασμός πολιτικών που θα εξασφαλίσουν επιταχυνόμενη πρόοδο.
Η Εκθεση αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην εργασία, αλλά και σε πολλά σημεία αναφέρεται στα προβλήματα των εργαζομένων. Κατά την Εκθεση το επιχειρηματικό υπόδειγμα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μικρών και ατομικών επιχειρήσεων χαμηλής παραγωγικότητας. Το γεγονός αυτό επηρεάζει σημαντικά τη σχέση εργοδότη – εργαζομένου. Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα είναι περίπου 13 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο του ποσοστού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, γεγονός που ερμηνεύει και το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας. Ταυτόχρονα η σημαντική έκταση της παραοικονομίας (κατά ορισμένες εκτιμήσεις αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ) έχει ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων να μη δηλώνει την απασχόληση αποφεύγοντας έτσι την πληρωμή εισφορών για την κοινωνική ασφάλιση. Σημαντική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων συναρτάται με την αύξηση του αριθμού των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων.
Απαραίτητη θεωρείται και η ριζική αναβάθμιση του συστήματος κατάρτισης τόσο των ανέργων όσο και των εργαζομένων, η διευκόλυνση της πληρέστερης ένταξης γυναικών στην αγορά εργασίας με αύξηση των αμοιβών τους.
Τέλος, στα σχετικά με τα θέματα εργασίας τονίζεται η βελτίωση της δομής και στόχευσης των κοινωνικών επιδομάτων, που σήμερα λειτουργούν ενίοτε και ως αντικίνητρα για την εργασία.
Η Εκθεση τονίζει, ότι η προοπτική μετασχηματισμού της οικονομίας με αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας θα επιτρέψει τη σταδιακή σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Θα επιτρέψει όμως επίσης την πληρέστερη εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που σχετίζονται με τα ειδικά χαρακτηριστικά της χώρας, όπως η γεωγραφική της θέση και η ύπαρξη ισχυρής ομογένειας και άλλου προσωπικού στο εξωτερικό.
Η Εκθεση αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για τη διαμόρφωση μιας συστηματικής προσπάθειας της χώρας. Η χώρα πολλές φορές στο παρελθόν δεν είχε πρόγραμμα και κατευθύνσεις για την ανάπτυξη. Η οικονομική πολιτική ήταν μόνο μέσο εκμετάλλευσης για πολιτικούς στόχους. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε την καταστροφική εξέλιξη που άρχισε το 2005 και οδήγησε σε ελάχιστο χρόνο το 2010 στην καθολική αδυναμία της να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της διεθνούς οικονομίας. Το Σχέδιο Πισσαρίδη παρά τις δυνατόν διαφορετικές αξιολογήσεις των προτάσεών του, την ανάδειξη και άλλων σημαντικών θεμάτων, που οφείλουμε να προσέξουμε, είναι μια αξιόλογη βάση για μια συστηματική προσπάθεια εξόδου από την κρίση”
ΒΟΥΛΗ
Η ομιλία στις 18 Δεκεμβρίου 2008
Την εξαιρετικά δυσοίωνη προοπτική εκφράζουν και τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, που έχουν εκτιναχθεί σε πρωτοφανή επίπεδα, όχι εξ αιτίας της ανόδου των διεθνών επιτοκίων, αλλά εξ αιτίας του καταποντισμού της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών στη φερεγγυότητα της κυβερνητικής πολιτικής και των προοπτικών της οικονομίας μας. Η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που ζητείται να καταβάλει η Ελλάδα για να της χορηγηθούν δάνεια και του επιτοκίου που καταβάλλει η Γερμανία κατά την έκδοση δεκαετών ομολόγων ως γνωστόν ανεβαίνει σταθερά. Τέλος Νοεμβρίου το επιτόκιο για την Ελλάδα ήταν κατά 1,68% υψηλότερο εκείνου για τη Γερμανία, αρχές Δεκεμβρίου κατά 1,73% και πριν από λίγες μέρες κατά 2,25%. Για να έχετε ένα στοιχείο σύγκρισης, τέλος του 2003 το επιτόκιο για την Ελλάδα ήταν υψηλότερο μόνο κατά 0,2%. Αντίστοιχη με τη σημερινή διαφορά υπήρχε μόνο προτού γίνει η Ελλάδα μέλος της ΟΝΕ.
Ο δανεισμός της χώρας έχει γίνει θέμα στον διεθνή Τύπο. Η Ελλάδα αναφέρεται ως η χώρα η οποία αναλογικά με το ΑΕΠ της θα έχει το 2009 τον υψηλότερο δανεισμό στην Ευρώπη. Τη δυσοίωνη εικόνα συμπληρώνει το γεγονός ότι το κόστος της ασφάλισης έναντι του κινδύνου μη αποπληρωμής των πενταετών ελληνικών ομολόγων έχει τετραπλασιαστεί σε ελάχιστο χρόνο από 3% σε 12% περίπου. Είναι και αυτό μια απόδειξη της εξαιρετικά αρνητικής γνώμης που επικρατεί στις αγορές χρήματος για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η αρνητική γνώμη για τη χώρα συνδέεται με την αρνητική πορεία του δημόσιου χρέους και της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ τέλους 2003 και 2009, το οποίο αφορά ο προϋπολογισμός που συζητάμε, η πολιτική της κυβέρνησης οδήγησε σε μια αύξηση του δημόσιου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης -το οποίο κατ’ εξοχήν εκφράζει τη δημοσιονομική διαχείριση- κατά το ιλιγγιώδες ποσό των 91 δισ. ευρώ, χωρίς σε αυτό να υπολογίζεται η επιβάρυνση του χρέους από το πακέτο στήριξης των τραπεζών και τις βέβαιες υπερβάσεις του ελλείμματος το 2009. Οι αιτίες της αύξησης είναι συναρτημένες με την πελατειακή νοοτροπία της κυβέρνησης και τη σταθερή επιδίωξη ενίσχυσης της εξουσίας της. Οι προσλήψεις την περίοδο 2004 – 2008 για παράδειγμα έφτασαν τις 60.000 περίπου, με συνέπεια την αύξηση των μισθών που κατέβαλε η κυβέρνηση κατά 40%. Η κυβέρνηση συγκάλυψε την πορεία αυτή με την αλλαγή των στοιχείων του ΑΕΠ ώστε να προβάλει τον ισχυρισμό ότι το χρέος μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το επιχείρημά της αυτό βεβαίως ελάχιστα έπεισε τους δανειστές της χώρας, που ανέβασαν το επιτόκιο για την Ελλάδα σε ύψη που ισχύει για χώρες εκτός της Ευρωζώνης.
Οι δανειστές έχουν επίσης υπόψη τους ότι και άλλα στοιχεία που παρουσιάζει η κυβέρνηση δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση του προϋπολογισμού του 2009 ότι τα τακτικά έσοδα θα αυξηθούν με ρυθμό υπερδιπλάσιο εκείνου του ονομαστικού ΑΕΠ. Σύμφωνα με πάγιες αρχές υπολογισμού των μελλοντικών φορολογικών εσόδων που ισχύουν στις χώρες της Ευρωζώνης, αυτή είναι μια εξωπραγματική υπόθεση. Οι δανειστές, τέλος, βλέπουν γεγονότα τα οποία ζουν όλοι οι Ελληνες, τα χρέη των νοσοκομείων, τα υπάρχοντα και τα επερχόμενα χρέη των ασφαλιστικών ταμείων, την αδυναμία περιορισμού των δαπανών υγείας και των ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Διαπιστώνουν ότι παρά τις αποκαλούμενες μεταρρυθμίσεις δεν πραγματοποιείται καμιά βελτίωση ως προς τον περιορισμό των δαπανών, που εξακολουθούν να διογκώνονται.
Αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ΟΝΕ και ότι επίσης οι όποιες νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν. Θεωρούν ότι η τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας, που στηρίχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της, την απογραφή, την αναθεώρηση του ΑΕΠ, τη γρήγορη ολοκλήρωση της διαδικασίας της επιτήρησης, εκμεταλλεύτηκε αυτή τη συμπαράσταση για να χειροτερεύσει κατά πολύ τα πράγματα και να μην τηρήσει δεσμεύσεις.
Απλά, τους κορόιδεψε.
Η Ελλάδα, πιστεύουν, καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αφορμές για μια τέτοια κίνηση μπορούν να βρεθούν, αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία.
Η Ελλάδα σύμφωνα με τον προϋπολογισμό που συζητάμε θα πρέπει να δανειστεί το 2009 τουλάχιστον 40 δισ., αλλά πιθανότατα ένα ποσό 50 δισ. Τα χρήματα στις διεθνείς χρηματαγορές θα είναι δύσκολο να βρεθούν την περίοδο που θα επιδιώξει τον δανεισμό η Ελλάδα.
Γιατί και άλλες χώρες και προπαντός ξένες τράπεζες θα επιθυμούν να δανειστούν και θα προσφέρουν ικανοποιητικότερο επιτόκιο ή περισσότερη φερεγγυότητα.
Στην περίπτωση που παρουσιαστούν δυσκολίες δανεισμού του ελληνικού κράτους θα έχει δοθεί η αφορμή να διατυπωθεί η υπόδειξη, ότι η λύση του προβλήματος θα πρέπει να επιζητηθεί μάλλον με προσφυγή στο ΔΝΤ.