Ο οίκος Standad & Poor’s διατήρησε αμετάβλητη την αξιολόγηση της Ελλάδας στο ΒΒΒ-, στο χαμηλότερο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά αναβάθμισε το outlook σε θετικό από σταθερό.
Υπενθυμίζεται ότι ο οίκος είχε δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα στις 20 Οκτωβρίου 2023.
Ο οίκος εκτιμά ότι ελληνικές αρχές έχουν προωθήσει μια ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, παρότι αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες δυσκολίες. Παρά την κάποια εξασθένηση των οικονομικών στοιχείων πρόσφατα, η οικονομική ανάπτυξη έχει ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, μια τάση που αναμένει ότι θα συνεχιστεί.
Ταυτόχρονα, το ιδιαίτερα υψηλό χρέος της Ελλάδας μειώνεται και θα συνεχίσει να μειώνεται εάν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για δημοσιονομική πειθαρχία και η σχετικά υψηλή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.
Το θετικό outlook αντανακλά, σύμφωνα με την S&P, την προσδοκία ότι η δημοσιονομική πειθαρχία θα συνεχίσει να μειώνει το χρέος, ενώ η ανάπτυξη θα συνεχίσει να υπερβαίνει το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Ανοδικό και καθοδικό σενάριο
Ο οίκος θα μπορούσε να αναβαθμίσει την αξιολόγηση εντός των επόμενων 24 μηνών, εάν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υποχωρήσει περαιτέρω έτσι ώστε να προσεγγίσει το χρέος χωρών με αντίστοιχη αξιολόγηση.
Οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να το πετύχουν με έναν συνδυασμό οικονομικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, πλήρους αξοποίησης των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγάλη χρονική περίοδο.
Στον αντίποδα, η πιστοληπτική αξιολόγηση θα μπορούσε να υποβαθμιστεί εάν οι εξωγενείς ανισορροπίες όπως το αυξημένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν σημαντικά πέραν των προβλέψεων. Αυτό θα συνέβαινε εάν οι γεωπολιτικές πιέσεις πλήξουν τη χώρα περισσότερο απ΄ό,τι αναμένεται.
Οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη
Μεσοπρόθεσμα, ειδικά εάν διατηρηθεί η δυναμική των μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα μπορεί να κινηθεί ταχύτερα από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη.
Ο οίκος προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα ενισχυθεί κατά ένα μέσο 2,4% την περίοδο 2024-7, αντανακλώντας την ενίσχυση των επενδύσεων μέσω και των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, τη βελτιωμένη κατάσταση των νοικοκυριών και των τραπεζών αλλά και το ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμη 22% μικρότερη από ό,τι πριν την κρίση χρέους.
Η Ελλάδα παραμένει ωστόσο εκτεθειμένη στις μεταβολές της παγκόσμιας οικονομίας και τα γεωπολιτικά ρίσκα, όπως μία πιθανή επιβράδυνση που θα μπορούσε να επηρεάσει τους σημαντικούς τομείς του τουρισμού και της ναυτιλίας, αλλά και μια αιφνίδια νέα εκτίναξη στις τιμές της ενέργειας. Σε όλα αυτά, θα πρέπει να προστεθούν και τα υψηλά επίπεδα χρέους και η σχετικά αδύναμη ρευστότητα στην οικονομία.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αν και μετριάζεται, παραμένει αυξημένο και ο οίκος προβλέπει ότι θα διατηρηθεί κατά μέσο όρο στο 5,3% την περίοδο 2024-2027.
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας παραμένουν ισχυρές: το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο θα καλύψει τον μεσοπρόθεσμο στόχο της κυβέρνησης του 2,1% του ΑΕΠ φέτος, υποδεικνύοντας το τέλος της εντυπωσιακής περιόδου εξυγίανσης της Ελλάδας μετά την πανδημία. Η υπεραπόδοση των εσόδων ήταν κεντρικής σημασίας για τη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης, με τις προσπάθειες να αυξηθεί η ψηφιοποίηση να προσφέρει «μέρισμα» με τη μορφή υψηλότερης φορολογικής συμμόρφωσης.
Όμως, ενώ η Ελλάδα έχει μέχρι στιγμής καταφέρει να μειώσει το χάσμα στον ΦΠΑ (η διαφορά μεταξύ των εκτιμώμενων εισπράξεων ΦΠΑ και των πραγματικών εσόδων ΦΠΑ, ένα μέτρο φορολογικής συμμόρφωσης), παραμένει χειρότερη από αντίστοιχες χώρες, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο για περαιτέρω αύξηση των εσόδων.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων θεωρείται παράγοντας – κλειδί για τη συνέχιση της βελτίωσης της οικονομίας της χώρας.
Ιδιωτικοποιήσεις και τραπεζικό σύστημα: Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) έχει πλέον ξεφορτωθεί τις συμμετοχές του σε τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, επιστρέφοντας 2,9 δισ. ευρώ στο κράτος από τον Οκτώβριο. Φέτος επιδιώκεται η είσπραξη επιπλέον 5 δισ. ευρώ από μη χρηματοπιστωτικές ιδιωτικοποιήσεις, με πωλήσεις διαφόρων αυτοκινητοδρόμων και λιμανιών που είτε έχουν πραγματοποιηθεί είτε βρίσκονται στον ορίζοντα.
Φορολογικές μεταρρυθμίσεις: Επικεντρωμένες στην ψηφιοποίηση και στους παράγοντες συμμόρφωσης, ιδίως η υποχρέωση διάθεσης μηχανημάτων POS για τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας από την 1η Απριλίου, σε συνδυασμό με τη σύνδεση των εν λόγω μηχανημάτων με τις φορολογικές αρχές από το 2023, αναμένεται να προκαλέσουν περαιτέρω μείωση της παραοικονομίας.
Δικαστικές μεταρρυθμίσεις: Η μεγάλη καθυστέρηση στα δικαστήρια και οι ευρύτερες τριβές στο δικαστικό σύστημα έχουν από καιρό παρεμποδίσει το κράτος δικαίου, το επενδυτικό περιβάλλον και τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας. Οι αλλαγές που έγιναν στις αρχές του 2024 ενθαρρύνουν τον εξωδικαστικό συμβιβασμό για διάφορους τύπους υποθέσεων, ενώ μια ευρύτερη δέσμη μέτρων που στοχεύει σε διάφορους τομείς του νομικού συστήματος ελπίζεται ότι θα περάσει φέτος.
Συζητούνται και άλλες μεταρρυθμίσεις σχετικά με την υγεία, τη γη, την αγορά προϊόντων και τον ανταγωνισμό, καθεμία από τις οποίες έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας εάν εφαρμοστεί επιτυχώς.
Η S&P ξεκαθαρίζει πως η πλήρης αξιοποίηση των κεφαλαίων του Tαμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα επιτρέψει στην Ελλάδα να σημειώσει πρόοδο στην επίτευξη ενός από τους βασικούς στόχους πολιτικής της για αύξηση των επενδύσεων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, που επί του παρόντος βρίσκεται στο 13,9%. «Αφού κυμαίνονταν γύρω στο 11% όλα τα χρόνια μετά την κρίση χρέους, οι επενδύσεις τελικά αρχίζουν να ανακάμπτουν, αλλά παραμένουν πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (22,2% το 2023) και τα επίπεδα της Ελλάδας πριν από την κρίση (23,8% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2009)», εξηγεί.