Τεράστια ανατροπή στο σύστημα με το οποίο η Εφορία ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς και χαρακτηρίζει «φοροδιαφυγή» κάθε απλή φορολογική διαφορά μόνο και μόνο για να επιβάλει φόρους, υποστηρίζοντας πως «η κατάθεση δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα», επιφέρουν τρεις νέες δικαστικές αποφάσεις Εφετείου που έρχονται να βάλουν τέλος στην ευκολία με την οποία το υπουργείο Οικονομικών διατάζει αναδρομικούς ελέγχους έως και μία 15ετία πίσω!
Οι αποφάσεις προκαλούν πονοκέφαλο στο υπουργείο Οικονομικών καθώς τινάζουν στον αέρα τους ελέγχους στις λίστες Λαγκάρντ και εμβασμάτων εξωτερικού, περιορίζοντας το πεδίο δράσης των φορολογικών ελεγκτών από την 30ή Σεπτεμβρίου 2010 και μετά. Ουσιαστικά δηλαδή επιτρέπουν ελέγχους των τραπεζικών καταθέσεων μόνο για τα τελευταία πέντε χρόνια, στα οποία όμως τα χρήματα είχαν ήδη φύγει στο εξωτερικό ή είχαν κρυφτεί στα στρώματα, λόγω του κινδύνου χρεοκοπίας προτού η χώρα μπει στο μνημόνιο (τον Μάιο του 2010).
Απόφαση-καταπέλτης
Ωστόσο η Εφορία ξετινάζει ήδη εκατοντάδες χιλιάδες φορολογουμένους με αναδρομικούς ελέγχους, είτε επειδή είναι στη λίστα Λαγκάρντ, είτε επειδή είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε απλώς επειδή έχουν μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία. Επιπλέον το υπουργείο Οικονομικών προετοιμάζει εδώ και μήνες όλους τους φορολογουμένους για τους περίφημους «αλγεβρικούς ελέγχους καταθέσεων και εισοδημάτων» που αποτελούν την… κληρονομιά Βαρουφάκη. Με βάση τα νέα δεδομένα, όμως, η Εφορία δεν θα μπορεί να αγγίξει κάποιον για τα λεφτά που είχε στις τράπεζες πριν από το 2010, ενώ ο φορολογούμενος θα μπορεί να τα επικαλεστεί (αν, π.χ., θέλει να τα επιστρέψει στην τράπεζα όταν ξεπεραστεί ο κίνδυνος του Grexit) για να αποδείξει ότι τα είχε και δεν είναι μαύρο χρήμα που δεν το έχει δηλώσει. Με τρεις νέες αποφάσεις του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (η τελευταία και καθοριστική αναρτήθηκε στις 21 Ιουλίου) έρχεται να βάλει τέλος στην παράνοια του να βγάζει η Εφορία φοροφυγά όποιον δεν έχει κρατήσει σημειώσεις (αφού δεν είχε καν τέτοια υποχρέωση) για να δώσει μετά από δεκαετίες εξηγήσεις για τον τρόπο προέλευσης κάθε κατάθεσης που είχε κάνει στο παρελθόν. Τα δικαστήρια πετάνε έτσι στον κάλαθο των αχρήστων τις εντολές του υπουργείου Οικονομικών και ορίζουν πως οι αναδρομικοί έλεγχοι της Εφορίας σε τραπεζικούς λογαριασμούς και εμβάσματα μπορούν να γίνονται μόνο από την ημερομηνία-ορόσημο της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 και μετά! Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όλοι οι έλεγχοι σε τραπεζικές καταθέσεις, εμβάσματα κ.λπ. που έγιναν στα έτη από το 2001 και μετά -καθώς και όλα τα πρόστιμα που επεβλήθησαν- ήταν έωλοι και λειτούργησαν κατά παράβαση του ίδιου του νόμου που τους καθιέρωσε, οπότε ανοίγει ο δρόμος ακόμα και για επιστροφή χρημάτων από το Δημόσιο σε όσους πλήρωσαν άδικα τη νύφη.
Η παγίδα Παπακωνσταντίνου – Κουσελά
Επιβεβαιώνοντας όσα είχε αποκαλύψει το «ΘΕΜΑ» πριν από τρεις μήνες ακριβώς, έγιναν πράξη τελικά οι φόβοι που είχε το υπουργείο Οικονομικών πως το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών θα έκρινε άκυρη την απόφαση Κουσελά (ΠΟΛ 1095/2011) με την οποία το υπουργείο Οικονομικών αποκτούσε τη δυνατότητα για αναδρομικούς ελέγχους και άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών πριν από το 2010 προκειμένου να στοιχειοθετήσει αδικαιολόγητο πλουτισμό και να επιβάλει πρόστιμα. Η παγίδα του νόμου στους φορολογουμένους είχε στηθεί με τόσο επιστημονικό τρόπο ώστε να ξεπερνά και τον ίδιο τον νόμο! Στηριζόταν στα εξής δεδομένα:
Α) Ο νόμος 3888 του 2010 (νόμος Παπακωνσταντίνου) προβλέπει ότι αύξηση καταθέσεων και μεταφορά εμβασμάτων που δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα σημαίνει αυτομάτως απόκρυψη εισοδήματος και φοροδιαφυγή.
Β) Ο νόμος 3888 λέει ξεκάθαρα πως ισχύει από την ψήφισή του, δηλαδή από τη 30.9.2010 και μετά.
Γ) Το 2011 ο τότε υφυπουργός Δημήτρης Κουσελάς εξέδωσε υπουργική απόφαση (ΠΟΛ 1095) δίνοντας οδηγίες για το πώς θα εφαρμοστεί ο ν. 3888. Αυτή η απόφαση έδινε το δικαίωμα αναδρομικής ισχύος του, δηλαδή όχι μόνο μετά, αλλά και πριν από την ψήφισή του, το 2010! Στην ουσία, επέκτεινε το δικαίωμα της Εφορίας να κάνει ελέγχους μέχρι και το 2001, κάτι που σημαίνει ότι και σήμερα ελέγχονται υποθέσεις που κοντεύουν να κλείσουν 15ετία.
Είναι προφανές ότι το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να παρανομήσει επειδή εν μέσω κρίσης δεν έβρισκε υψηλά εισοδήματα για να φορολογήσει και έτσι στράφηκε σε αυτά που υπήρχαν προ κρίσης. Εψαχνε δηλαδή για ζεστό χρήμα στις τράπεζες και επιστράτευσε νέες μεθόδους ανακάλυψης παραβατών, ενοχοποιώντας ακόμα και απλές κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών για να υποκαταστήσει τον κανονικό τύπο ελέγχων εισοδήματος, ΚΒΣ, ΦΠΑ και άλλων φορολογικών αντικειμένων που ίσχυαν ως τότε. Οι δικαστικές αποφάσεις κρίνουν ότι οι πρακτικές αυτές είναι σαθρές και αυθαίρετες, ειδικά όταν εφαρμόζονται αναδρομικά για χρόνια στα οποία δεν επιτρέπεται να φτάσουν. Απορρίπτουν μάλιστα και την επινόηση των νόμων της εποχής Παπακωνσταντίνου πως ο ελεγχόμενος είναι ταυτόχρονα και ένοχος εκτός αν αποδείξει πως δεν είναι ελέφαντας, καταργώντας ουσιαστικό το τεκμήριο της αθωότητας, ενώ επέτρεπαν στην Εφορία να θεωρεί αδήλωτο εισόδημα κάθε κατάθεση μετρητών στην τράπεζα χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί καν ότι προέρχονται από αδήλωτη εργασία ή κάποια παράνομη συναλλαγή του ελεγχόμενου!
Τι λένε οι αποφάσεις
Το «κόλπο» όμως που χρησιμοποίησε το κράτος τα δικαστήρια το καταρρίπτουν τώρα ως άκυρο και αντισυνταγματικό.Οι τρεις αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου που καθαρογράφηκαν και φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας το «business stories» ξεκαθαρίζουν ότι:
■ Ο χρόνος έναρξης ισχύος του ν.3888/2010 είναι οι 30.9.2010. Η Εφορία δεν μπορεί να επικαλείται τις τραπεζικές καταθέσεις ως κατηγορία για προσαύξηση περιουσίας ώστε να τη φορολογήσει, εφόσον προέκυψαν σε χρόνο πριν από την ημερομηνία κατά την οποία δεν ίσχυε ακόμη η συγκεκριμένη διάταξη.
■ Η δημόσια διοίκηση προέβη σε παράβαση ουσιαστικής διάταξης του νόμου, προσδίδοντας άλλη έννοια και άλλη χρονική έκταση στις διατάξεις του, αφού θεωρούσε την κατάθεση χρημάτων προσαύξηση της περιουσίας του φορολογουμένου, άσχετα αν αφορούσε σε διάστημα πριν από τις 30-9-2010.
■ Δεν μπορεί να νοηθεί και να χαρακτηριστεί αυτομάτως «προσαύξηση περιουσίας», κατά την προσφιλή τακτική της Εφορίας, κάθε τραπεζική συναλλαγή (π.χ. κατάθεση ποσού 100.000 ευρώ στην τράπεζα) μόνο και μόνο επειδή δεν δικαιολογείται από το δηλωθέν εισόδημα του φορολογουμένου, χωρίς να έχει συγκριθεί πρώτα με την προηγούμενη πραγματική ταμειακή κατάστασή του. Χωρίς να εξετάζει δηλαδή αν είχε πράγματι τα χρήματα σε μια τράπεζα και τα μετάφερε σε άλλη, οπότε δεν στοιχειοθετείται προσαύξηση περιουσίας, όπως αυθαίρετα θεωρούσαν πολλοί ελεγκτές. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι, εκτός από την απόφαση Κουσελά (ΠΟΛ 1095), ούτε ο νόμος 3888, ούτε άλλη διάταξη νόμου επέτρεψαν ποτέ να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
■ Αντιθέτως, τα δικαστήρια δέχονται ότι μπορεί να αποτελούν πράγματι προσαύξηση περιουσίας οι καταθέσεις και τα εμβάσματα που ελέγχονται από την έναρξη της επίμαχης διάταξης, δηλαδή από τις 30-9-2010 και μετά, κατά το μέρος όμως που δεν καλύπτονται και δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα. Εφόσον παρατηρείται τέτοια διαφορά, τότε θα πρέπει να κληθεί από τη φορολογική αρχή να τη δικαιολογήσει ο φορολογούμενος, ο οποίος έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι τα χρήματα είναι νόμιμα και φορολογημένα.
■ Για να δικαιολογήσει κάποια κατάθεση ως νόμιμη προσαύξηση περιουσίας και να μη φορολογηθεί, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί, εκτός άλλων, και ποσά που εισέπραξε πριν από την κατάθεση ή την αποστολή του εμβάσματος, από την πώληση περιουσιακών του στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν δηλωμένα και πως η εκποίηση αυτή αποδεικνύεται από νόμιμα παραστατικά.
■ Σε περιπτώσεις χρημάτων που προέρχονται από κοινούς λογαριασμούς, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί (και η Εφορία να δεχτεί) πως ήταν όλα δικά του. Ενώ δηλαδή, καταρχήν, η εφορία θα κάνει ισομερή επιμερισμό των χρημάτων μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού προέλευσης του εμβάσματος, ο ελεγχόμενος μπορεί να ζητήσει να ισχύσει διαφορετική αναλογία των χρηματικών αυτών ποσών (π.χ. ότι όλα τα χρήματα ανήκουν στον σύζυγο που εργάζεται και έκανε την κατάθεση ή, αλλιώς, στον πατέρα και όχι στα παιδιά που έχουν κοινό λογαριασμό μαζί του), αλλά οφείλει να αποδείξει με κάθε μέσο τον ισχυρισμό του.
Η απόφαση 2828/2015 του β’ τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ορίζεται ότι αν υπάρχει προσαύξηση περιουσίας του φορολογούμενου πριν από τις 30/9/2010, η προσαύξηση αυτή δεν υπάγεται σε φορολόγηση διότι ο νόμος 3888/2010 δεν εφαρμόζεται πριν από τις 30/9/2010
Αλλάζουν τα πάντα
Με τα νέα δεδομένα, χιλιάδες φορολογούμενοι απαλλάσσονται από το βάσανο (και τα μεγάλα έξοδα) να ζητούν εν έτει 2015 από τις τράπεζες στοιχεία που δεν είχαν υποχρέωση πριν από χρόνια να τηρούν – ακόμα και αν οι τράπεζες όπου είχαν καταθέσει τα χρήματά τους πριν από 10-15 χρόνια έχουν πια κλείσει και δεν γίνεται να τα τους τα δώσει κανείς!
Τελειώνει έτσι και η φάμπρικα κατασκευής φοροφυγάδων που έχει στήσει το ΣΔΟΕ, «βαπτίζοντας» και ανακοινώνοντας καθημερινά πλέον ως παράβαση φοροδιαφυγής κάθε απλή φορολογική διαφορά που προκύπτει από ανοίγματα και συγκρίσεις εισοδημάτων και τραπεζικών καταθέσεων, ποντάροντας στο ότι και στοιχεία να βρει ο ελεγχόμενος (π.χ. ότι λεφτά που μπήκαν και βγήκαν στον προσωπικό λογαριασμό του ήταν της επιχείρησής του ή ενός πελάτη του για κάποιο συμβόλαιο ή μια αγοραπωλησία τρίτου κ.λπ.) η ίδια η ελεγκτική αρχή είχε το προνόμιο να τα απορρίψει. Καθώς μάλιστα η Διεύθυνση Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών συγκροτείται πλέον αποκλειστικά από εφοριακούς, έχει φρακάρει από χιλιάδες υποθέσεις, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί σωστά. Την ίδια ώρα η προσφυγή στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη είχε γίνει απαγορευτική γιατί με τους νόμους Παπακωνσταντίνου πρέπει κάποιος να πληρώσει προκαταβολικά τους φόρους και τα πρόστιμα που του ζητά η Εφορία – σαν να είχε ήδη καταδικαστεί για φοροδιαφυγή. Ολα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ο απλός πολίτης να παραμένει απροστάτευτος απέναντι στις απειλές κάθε ελεγκτή και κατά συνέπεια να επιδιώκει άμεσα συμβιβασμό με κάθε κόστος για να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα το μαρτύριό του.
Από την υπόθεση αυτή, πάντως, το υπουργείο Οικονομικών θα χάσει ή θα αναγκαστεί να επιστρέψει εκατομμύρια ευρώ. Ασφαλώς θεωρείται βέβαιο πως το υπουργείο θα προσφύγει στο ΣτΕ για να ανατρέψει τις αποφάσεις των εφετείων, αλλά, όπως όλα δείχνουν, τίποτα δεν θα είναι ίδιο πια από σήμερα στους ελέγχους της Εφορίας.