Ακούγεται συχνά, ιδίως από τα χείλη τεχνοκρατών και αξιωματούχων της Ευρωζώνης, ότι η Ελλάδα έχει ζημιώσει κατά πολύ την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξαιτίας των υποχρεώσεων που έχει δημιουργήσει βάσει του χρέους της. Είναι, όμως, τα πράγματα έτσι;
Ή μήπως, τελικά, καλλιεργείται επίτηδες ένας μύθος που συμφέρει όλους εκείνους που απεργάζονται σενάρια για μετάβαση της χώρας σε καθεστώς παράλληλου νομίσματος, με πρώτο και καλύτερο τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε;
AdTech Ad
Ας γυρίσουμε το χρόνο πίσω και συγκεκριμένα λίγο πριν την υπογραφή του «Μνημονίου 3» από την τότε πρώτη διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Ήταν λίγο μετά τις αρχές Ιουνίου του 2015, όταν ο κ. Σόιμπλε άρχισε να τριβελίζει πολύ πιο έντονα τα αυτιά της Αθήνας για ένα σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, με την εφαρμογή ενός συστήματος «παράλληλου νομίσματος» και με «δόλωμα» – bonus να χαριστεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι χρέους.
Μάλιστα, αυτό το σενάριο, αν και υποτίθεται ότι είχε ξεθωριάσει αμέσως μετά την ταπεινωτική για την χώρα μας συμφωνία της 13ης Ιουλίου, επί της ουσίας δεν έφυγε ποτέ από το τραπέζι του Βερολίνου και ήδη, μάλλον, έχει αρχίσει να «ξαναζεσταίνεται» η σχετική συζήτηση.
Η ΕΚΤ στο «μικροσκόπιο»
Για να καταλάβουμε, όμως, πώς πραγματικά στήνεται η «παγίδα» του παράλληλου νομίσματος, ας πάρουμε όμως, τα πράγματα με τη σειρά, εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στην πράξη ένα κεντρικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, όπως, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αρχικά, πρέπει να δούμε πώς τυπώνεται το χρήμα. Τα κεντρικά τραπεζικά χρήματα δημιουργούνται, όταν η εκάστοτε κεντρική τράπεζα – εν προκειμένω η ΕΚΤ – αγοράζει μετοχές (αξιόγραφα) ή έντοκες απαιτήσεις των εμπορικών τραπεζών. Βεβαίως, για τα χρήματα αυτά δεν πληρώνει τίποτε σε τόκους, μιας και πρόκειται στην ουσία για χρήμα που δημιουργεί η ίδια από το πουθενά. Ωστόσο, απολαμβάνει όλα τα κέρδη που προκύπτουν από τη χρήση των χρημάτων αυτών μέσω των εκάστοτε εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης (π.χ. η Τράπεζα της Ελλάδος), ανάλογα βεβαίως με το μερίδιο που διαθέτουν αυτά τα ιδρύματα στην ΕΚΤ.
Όπως όλες οι επιχειρήσεις, έτσι και οι κεντρικές τράπεζες, όπως η ΕΚΤ ή αντίστοιχα η FED στις ΗΠΑ, έχουν ωφέλειες και υποχρεώσεις, ή αυτό που στην οικονομική επιστήμη ονομάζεται αντίστοιχα ενεργητικό και παθητικό. Ωστόσο, αυτού του είδους τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παρουσιάζουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τα καθιστούν ιδιόμορφα.
Έτσι, ενδεικτικά, στο παθητικό της ΕΚΤ εγγράφονται αυτά που οι ίδιες δημιουργούν: τα χρήματα. Τα χρήματα αυτά θεωρούνται τυπικά ως υποχρεώσεις της κεντρικής τράπεζας – τις οποίες εξυπηρετεί ξανά και ξανά με εκείνον τον τρόπο, με τον οποίο πάντοτε εξοφλούνται οι υποχρεώσεις: με χρήματα. Τα συγκεκριμένα, όμως, χρήματα τα δημιουργεί η ίδια.
Στην πλευρά τώρα του ενεργητικού της κεντρικής τράπεζας, εκεί δηλαδή που οι εμπορικές τράπεζες ή οι υπόλοιπες επιχειρήσεις έχουν τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, ταμείο, εμπορεύματα κλπ.), η κεντρική τράπεζα καταχωρεί τα «χαρτιά», τα οποία αγοράζει από τις εμπορικές τράπεζες ή από το δημόσιο στις Η.Π.Α. – με τα χρήματα που δημιουργεί από το πουθενά.
Στην προκειμένη περίπτωση το κόστος της κεντρικής τράπεζας είναι σχεδόν μηδενικό, όπως επίσης το ρίσκο της.
Ούτε γάτα ούτε ζημιά…
Επομένως στο ερώτημα εάν ζημιώνεται τελικά μια κεντρική τράπεζα, όπως η ΕΚΤ, όταν αγοράζει αξιόγραφα μιας χώρας, στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας, η απάντηση είναι απλή: όχι. Και τούτο γιατί πληρώνει τα χρεόγραφα που αγόρασε με χρήματα που η ίδια δημιούργησε από το πουθενά. Αυτά τα χρήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «χρέη» – με την οικονομική έννοια του όρου – αφού δεν πρόκειται για υποχρεώσεις που οφείλει να πληρώσει σε κάποιον και που δεν είναι η ίδια σε θέση να καλύψει.
Με βάση αυτή τη θεώρηση, στο παράδειγμα των ομολόγων που απέκτησε η ΕΚΤ από το ελληνικό Δημόσιο, τυχόν μη πληρωμή του δεν θα επιβάρυνε σε καμία περίπτωση τους Ευρωπαίους. Τουναντίον, η ΕΚΤ μάλλον «σπεκουλάρει» άγρια με τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία αγόρασε στο μισό της ονομαστικής τους αξίας, ενώ την ίδια στιγμή τα εισπράττει στο 100% της αξίας τους από την Ελλάδα.
Όσον αφορά δε τα υπόλοιπα δάνεια της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, δεν πρόκειται ουσιαστικά για χρήματα των Ευρωπαίων, αλλά για ποσά που και οι ίδιοι δανείζονται, με πάρα πολύ χαμηλά επιτόκια πλέον με τη βοήθεια της ΕΚΤ.
Και ιδού πώς στήνεται η «παγίδα» του παράλληλου νομίσματος
Με την ίδια ακριβώς λογική σκέφτεται ο χερ Σόιμπλε. Προτείνει την υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος από τη χώρα μας, το οποίο, όμως δεν είναι η δραχμή, όπως πολλοί αφελώς πιστεύουν, αλλά το ίδιο το ευρώ σε μια, ας την πούμε, «δεύτερη ταχύτητα».
Τι σημαίνει αυτό; Όταν η ΕΚΤ τυπώνει χρήμα, αλλά εκδίδει περισσότερα χρήματα από αυτά που έχουν ανάγκη τα κράτη της Ευρωζώνης, τότε δημιουργείται πληθωρισμός, γεγονός που ρίχνει την αγοραστική αξία των χρημάτων.
Ωστόσο εάν τα χρήματα αυτά φύγουν από την Ευρωζώνη και αποταμιευθούν σε άλλες τρίτες χώρες υπό τη μορφή συναλλαγματικών αποθεμάτων ή χρησιμοποιηθούν ως ένα εναλλακτικό νόμισμα, τότε τα συγκεκριμένα χρήματα συνιστούν ένα πραγματικό περιουσιακό στοιχείο της Ευρωζώνης. Έτσι, με βάση το σκεπτικό του Σόιμπλε, εάν υπάρξει Grexit, τα χρήματα αυτά θα αποτελούν ένα ισχυρό κεφάλαιο υπό τη μορφή εναλλακτικού νομίσματος (ευρώ β’ ταχύτητας), το οποίο δεν θα προκαλέσει πληθωρισμό στη χώρα που εκδίδεται (δηλαδή στην Ελλάδα).
Και ταυτόχρονα ο ίδιος ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών υιοθετεί ως «δόλωμα» ότι θα χαρίσει χρέη στην Ελλάδα. Με τη μόνη διαφορά πως αυτά τα χρέη δεν κοστίζουν απολύτως τίποτα ούτε στο Βερολίνο αλλά ούτε και στα υπόλοιπα κράτη – μέλη της ευρωζώνης.
Αυτή, ακριβώς, η πρακτική θυμίζει την παροιμία «να σε κάψω Γιάννη μου, να σε αλείψω λάδι» και αποδεικνύει περίτρανα ότι το Βερολίνο επιδιώκει να διατηρήσει με κάθε μέσο τη μονοκρατορία του σε ό,τι αφορά τον έλεγχο του ευρώ.
Μόνο που με αυτό τον τρόπο βάζει βόμβα στα ίδια τα θεμέλια τόσο της νομισματικής ένωσης όσο και αυτής της ίδιας της ΕΕ.